H παράδοση μπορεί να ανανεωθεί

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 24/03/2002, της Eλισάβετ Kοτζιά

Διακρίνοντας

Με τη συλλογή του «Ο νυχτερινός στο βάθος» («Νεφέλη», σ.σ. 125) ο πρωτοεμφανιζόμενος Γιώργος Γκόζης έρχεται επαξίως να προστεθεί σε μια μακρά διηγηματογραφική παράδοση Βορειοελλαδιτών κυρίως πεζογράφων, την οποία εκπροσωπούν ο Γιώργος Ιωάννου και ο Χριστόφορος Μηλιώνης, ο Περικλής Σφυρίδης και ο Τάσος Καλούτσας, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης και ο Βασίλης Τσιαμπούσης. Μιλώ για το μικρού μεγέθους εξομολογητικό πεζογράφημα στο οποίο, σε πλήρη ταύτιση με τον κεντρικό του ήρωα, ο αφηγητής εξιστορεί ένα σημαντικό, συχνότερα όμως ένα ασήμαντο επεισόδιο, με σκοπό να δημιουργήσει μια διάθεση, να ανακαλέσει μια κρίσιμη ανάμνηση, να προκαλέσει ένα συναίσθημα.

Πόσα περιθώρια διαθέτει ένας νεότερος για να δημιουργήσει κάτι ενδιαφέρον όταν η σκιά της παράδοσης είναι τόσο βαριά; Στα κείμενα του Γιώργου Γκόζη (έτ. γένν. 1970) διαπιστώνουμε ανανεωτικά σπινθηροβολήματα. Τα περισσότερα από τα ένδεκα διηγήματά του εκτυλίσσονται στο παρόν: Eνας πυροτεχνουργός την ώρα που εξουδετερώνει έναν εκρηκτικό μηχανισμό, οι κόντρες ενός μηχανόβιου με μοτοσικλετιστή της αστυνομίας, η στιγμή που ήλιος βυθίζεται στα μαγικά νερά της θηραϊκής καλντέρας, δύο φίλαθλοι καθώς συζητούν τα ηρωικά κατορθώματα του ΠΑΟΚ. Η βιωματική ένταση είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και η βασική ίσως συμβολή των καινούργιων πεζογραφημάτων. Διότι εκείνο που κυριαρχεί ακόμα και στα αναμνηστικής ανάκλησης διηγήματα («Ο σεισμός, η αλάνα και το καλοκαίρι», «Ελα με την καλή, κουμπάρε», «Η Δόξα στη Διαλογή») είναι η ένταση του αισθήματος, ο φόβος και η αναμονή, η προσδοκία και η έκσταση, η νοσταλγία και η συγκίνηση.

Δεν είναι μόνον ο τόνος της φωνής του Γιώργου Ιωάννου που μερικές φορές ακούγεται στα διηγήματα του Γκόζη, αλλά και ο τόνος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. «Κάποτε, κανείς δε θυμάται πότε ακριβώς, νύχτα υποθέτω θα ήταν βαθειά, επί της κατωφερούς ακριβώς αυτής οδού που φέρει το όνομα του εν Αγίοις Πατρός Νείλου Καβάσιλα ή Χαμαετού…» ή «Στη δυτική πλευρά της πόλης, δεξιά τω εισερχομένω, μια πινακίδα καρφωμένη σε τσιμεντοκολόνα της ΔΕΗ». Εχουν άραγε ξεφύγει στο συγγραφέα οι φράσεις αυτές; Δεν το νομίζω, εφ’ όσον η παραπομπή και εμφανής είναι και πλαστικά ενσωματωμένη στο καινούργιο κείμενο, έτσι ώστε θα πρέπει να την θεωρήσουμε φόρο τιμής στον πατέρα του νεοελληνικού διηγήματος.

Εκτός από τη συνηθισμένη αναμνηστική ανάκληση, ο Γιώργος Γκόζης χρησιμοποιεί το χρόνο και προς την αντίθετη κατεύθυνση της πρόληψης με αποτέλεσμα είτε την ειρωνική υποδήλωση ομοιοτήτων, κι ακόμα την εκ των υστέρων σαρκαστική σχετικοποίηση δραμάτων που αιματοκύλησαν την ανθρωπότητα: Ο ερασιτέχνης Σάκης ο Σαφάρι, που εκπέμπει παράνομα ανάμεσα σε καφέδες και σβηστά τσιγάρα, βρίσκεται έτσι «περιτριγυρισμένος από δίσκους, κασέτες και σι-ντι – που δεν έχουν ακόμα εφευρεθεί» (σ.75). Και επίσης «Η κυρά-Σοφία η Μαύρη έστελνε το μεγαλύτερο αγόρι της στον πόλεμο, διότι “η φιλελευθέρα Νότιος Κορέα εδέχετο αισφνιδιαστική εισβολή υπό των δυνάμεων του ερυθρού ολοκληρωτισμού, ήτοι της Βορείου Κορέας”, ενώ μετά από καμία πενηνταριά χρόνια ενωμένοι θα πέσουν με τα μούτρα στη μαζική παραγωγή φτηνών ιώτα χι και να δεις που θα ξεπουλάνε» (σ. 110). Καθώς υποδηλώνει το έργο του Γιώργου Γκόζη, η παράδοση μπορεί να ανανεωθεί.

Eίναι η μουσική «αφηρημένη» σύνθεση, μια τέχνη που προσφέρεται στους δέκτες της χωρίς μορφική ταυτότητα όπως έχουν υποστηρίξει διανοητές και φιλόσοφοι, αποδίδοντας σε αυτό της το «χαρακτηριστικό» την «ιδιότητά» της να αποτελεί για κάθε άνθρωπο μια διαφορετική αντικειμενική πραγματικότητα; Είναι ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ με τις κατά πλειοψηφίαν κοσμικές του συνθέσεις, ο μεγάλος «θρησκευόμενος» συνθέτης όπως έχει καθιερωθεί; Υπάρχει «σωστή» και «λανθασμένη» απόδοση της προφοράς μιας γλώσσας έτσι ώστε να μπορούμε να καταλήξουμε σε ένα οριστικό συμπέρασμα όσον αφορά την ερασμιακή εκδοχή για τη φωνητική απόδοση των αρχαίων ελληνικών;

Μυθολογικές δοξασίες και παραμύθια, παρανοήσεις και ιδεολογήματα που έχουν κατά καιρούς επικρατήσει γύρω από τη μουσική, αποτελούν τη θεματική του συνθέτη Γιάννη Ιωαννίδη στο βιβλίο του «Μύθοι και Παραμύθια» (Μουσική Εταιρεία Αθηνών, σ. 72). Η αποσυναρμολόγηση των μύθων αυτών είναι, καθώς πιστεύει ο συγγραφέας, αναγκαία προκειμένου να επιτρέψουμε στη μουσική να λειτουργεί ανεμπόδιστα ως τέχνη.

Διότι στην περίπτωση της πρόσληψης της μουσικής ως «αφηρημένης» τέχνης, εκείνο που, σύμφωνα με τον Γιάννη Ιωαννίδη, ο δέκτης κάνει είναι ότι επιλέγει την παθητική ακρόαση του έργου θεωρώντας το διαδοχή αφηρημένων συγκινησιακών καταστάσεων, ως υπόκρουση δηλαδή στις εντελώς προσωπικές ιστορίες που πλάθει μέσα στο μυαλό του. Με αποτέλεσμα να περιορίζει το έργο σε ένα συναισθηματικό περιεχόμενο, αγνοώντας τη δομική του υπόσταση, το γεγονός δηλαδή ότι αποτελεί ενότητα επί μέρους στοιχείων τα οποία του προσδίδουν εντελώς συγκεκριμένη οντότητα.