Έλευση νέου διηγηματογράφου

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, ένθετο ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ,  16/08/2002,  Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος

Ποδοσφαιρικές συναντήσεις, άγγελοι, μηχανόβιοι και εκκλησίες εν αναλήψει

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΚΟΖΗΣ
Ο νυχτερινός στο βάθος
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, «ΝΕΦΕΛΗ», ΣΕΛ. 121

Πρωτοδιάβασα κείμενο του Γιώργου Γκόζη το καλοκαίρι του 2001, όταν ήμουν μέλος της κριτικής επιτροπής για τον διαγωνισμό διηγήματος που είχε προκηρύξει τότε η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»: επρόκειτο για το διήγημα «Ο ντουζλαμάς» (κι όχι για το ομότιτλο με το βιβλίο, όπως αναφέρεται στο αυτί του εξωφύλλου). Με ενθουσίασε -και έσπευσα να το προτείνω ασμένως προς βράβευσιν… Η προκειμένη συλλογή περιλαμβάνει 9 διηγήματα, από τα οποία «Ο νυχτερινός στο βάθος» (εκδήλως πρωτόλειο, κατά τη γνώμη μου – γράφτηκε το 1998), «Ο ντουζλαμάς» το 2001, ενώ άπαντα τα υπόλοιπα κατά το σωτήριον έτος 2000 – χρονιά που αποδεικνύεται ιδιαιτέρως παραγωγική για το νέο συγγραφέα μας. Τι είναι εκείνο, που διαφοροποιεί τα κείμενα του Γκόζη και προκαλεί την άκρως ευφρόσυνη αποδοχή τους; Διαθέτουν μια περίεργη αφηγηματική ωριμότητα, που υπηρετείται αρμονικότατα από μια (σχεδόν τελεσίδικη) εκφραστική λιτότητα. Η αρχή και το κλείσιμο των διηγημάτων παραπέμπουν σε έμπειρους διηγηματογράφους. Η πόλη, η Θεσσαλονίκη, με τους μαχαλάδες της και τους πρόσφυγες (αλλά και τους μεγάλους λεωφορειόδρομους), την βυζαντινίζουσα ονοματοθεσία των οδών της, την ιδιάζουσα ψυχολογία των κατοίκων της, τους αφοπλιστικούς ιδιωματισμούς τους, τα ονόματα και παρονόματά τους, τις ιδιαίτερες γαστριμαργικές προτιμήσεις τους -κυρίως, όμως, αυτό το ήρεμο, γαλήνιο κλίμα της αποδοχής των εγκοσμίων, με εγκαρτέρηση και καλή καρδιά- όλα αυτά (και πολλά άλλα) δημιουργούν ένα αφηγηματικό σύμπαν ζωντανό και οικείο. Το διήγημα «Η κόντρα» είναι από τα πιο χαρακτηριστικά της συλλογής και αποκαλυπτικό των δυνατοτήτων, αλλά και της μεθοδολογίας του Γκόζη: ένας παθιασμένος μηχανόβιος θα αναγνωρίσει στο πρόσωπο ενός τροχαίου τον παλιό του αντίπαλο στις κόντρες των μοτοσικλετιστών. Σχεδόν αυτόματα, από το κόκκινο φανάρι του σηματοδότη, θα ξεκινήσουν μια τελευταία κόντρα στην μεγάλη, παραλιακή λεωφόρο. Η περιγραφή είναι συναρπαστική, καθαρά κινηματογραφική. Η πόλη απλώνεται ως ριπίδιο, και τους παρακολουθεί: πρόκειται για μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες σελίδες του βιβλίου.

Ανιχνεύονται ήδη, εδώ, δύο χαρακτηριστικά της γραφής του Γκόζη:

1. Η λεπτομέρεια και η ακρίβεια της περιγραφής, π.χ. «πλησίασε στο ταμείο, έβγαλε από το πορτοφόλι του ένα τσίλικο, κολλαριστό χαρτονόμισμα από το Επίδομα Θερινής Αδείας…».

2. Η δαψιλής έκθεση τεχνικών χαρακτηριστικών, ακριβώς προς υποστήριξιν της περιγραφής, όπως π.χ., «με οθόνη υγρών κρυστάλλων επί της δεξαμενής καυσίμων προς παροχήν ψηφιακών ενδείξεων για την κατάσταση των δακτυλίων ελαιοστεγανότητας…», ή, «το δίθυρο και δίλιτρο Οπελ Μάντα, μοντέλο ’79 με κινητήρα Βάνγκελ…», κ.λπ.

(Επ’ ευκαιρία: δεν μάθαμε ποτέ γιατί εξαφανίστηκε ο συγκεκριμένος κινητήρας, ο οποίος υποτίθεται είχε επιλύσει κατά τον καλλίτερο τρόπο το βασικό πρόβλημα της τριβής -όπως δεν μάθαμε, επίσης, γιατί απαξιώθηκαν και εξαφανίστηκαν οι φοβεροί δίχρονοι κινητήρες, πολλώ δε μάλλον τώρα, που η τεχνολογία των turbo φαίνεται να τους απάλλαξε από το άγος του καπνού…)

Ανάλογες δαπιστώσεις είναι εύκολο να γίνουν και στο μνημονευθέν ήδη διήγημα «Ο ντουζλαμάς», όπου μπροστά σε ένα πιάτο χοντροκομμένου πατσά, διά της αναφοράς (και της επιτραπεζίου μεταφοράς) στο μόλις περατωθέν ποδοσφαιρικό ματς, δυο φίλοι στην πραγματικότητα θα ξετυλίξουν την αβάσταχτη μελαγχολία του χειμωνιάτικου απογεύματος της Κυριακής.

Πρέπει να αναφέρω, ακόμη, τα άλλα δύο εξαίρετα διηγήματα της συλλογής: «Η Δόξα στη Διαλογή» -μια τω όντι πλάγια, έμμεση, καθηλωτική περιγραφή ενός θανατηφόρου τροχαίου- και εκείνο που απογειώνει στην πραγματικότητα το βιβλίο με την υπέρβαση του πραγματικού, που επιτυγχάνει. «Κατάφωτη η Σύναξις», είναι ο τίτλος του:

Βρισκόμαστε, τώρα, μεσοκαλόκαιρο στη Σαντορίνη, στις 20 Ιουλίου, και η εκκλησία του Προφήτη Ηλία γιορτάζει κατάφωτη. Κυματίζουν, όπως συνηθίζεται, οι γαλανόλευκες, λουλούδια του καλοκαιριού και δεντρολίβανα είναι σκορπισμένα παντού, ο κοσμάκης προσέρχεται, τρώει, πίνει και πανηγυρίζει. Νυχτώνει. Σιγά σιγά, ανεπαισθήτως, κι ενώ μέσα στο σκοτάδι «η κατάφωτη σύναξη μοιάζει τριήρης που πλέει υπερχρονικώς πορευομένη», ιδού εξαίφνης η υπερβατική εξέλιξη, διά της γραφίδος του Γκόζη:

«Η εκκλησία τότε λύνει τους κάβους που την δένουν με την προκυμαία, στρέφει στην Ανατολή και έτσι ξαφνικά, όπως μασουλάμε νηπτικώς το κρασί και πίνουμε τη φάβα, ανυποψίαστοι, όλοι μαζί δεμένοι μεταξύ μας κι ας μην κρατάμε ο ένας το χέρι του άλλου, ανάμεσα στο ντόπιο πλήρωμα που φοράει σήμερα, ανήμερα του Προφήτη Ηλία, τα καλά και καθαρά του ρούχα, ανοιγόμαστε στην ουράνια ράδα όπου και άλλοι Ναοί του Αγίου βρίσκονται εκεί από ώρα…».