Ο Λευτέρης Καλοσπύρος για το «ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΩ»

[*]

Αν είναι γενικά δύσκολο να μιλήσει κανείς για μια ενδιαφέρουσα συλλογή διηγημάτων, ακόμη και στην περίπτωση που οι ιστορίες που συνθέτουν τη συλλογή δεν εμφανίζουν ουσιαστικές θεματικές ή στιλιστικές διαφορές ανάμεσά τους, είναι δυο φορές δύσκολο να μιλήσει κάποιος για το «Αφήστε με να ολοκληρώσω» του Γιώργου Γκόζη. Κι αυτό διότι πρόκειται για μια συλλογή η οποία, ναι μεν συνέχεται από κοινές θεματικές και υφολογικές σταθερές, στις οποίες θα αναφερθώ εκτενέστερα παρακάτω, ωστόσο την ίδια στιγμή συγκροτείται από ιστορίες τόσο ιδιαίτερες και, σε αρκετά σημεία, παράδοξες, ώστε θα μπορούσε να χαρακτηριστούν ειδολογικά αταξινόμητες. Αισθάνομαι λοιπόν ότι ο πιο ασφαλής τρόπος για να μιλήσω για το καινούργιο βιβλίο του Γιώργου Γκόζη είναι μέσω της σύγκρισής του με την πρώτη συλλογή διηγημάτων του, τον «Νυχτερινό στο βάθος», που εκδόθηκε πριν από δώδεκα χρόνια. Άλλωστε, το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στις εκδόσεις των δύο βιβλίων συνιστά από μόνο του ένα σοβαρό λόγο για να εστιάσει κανείς στις διαφορές και στις ομοιότητές τους – μια τέτοια σύγκριση φαντάζει, λοιπόν, ούτως ή άλλως, αναπόφευκτη. Κατάφερε άραγε ο Γκόζης να εκπληρώσει τις προσδοκίες που είχε δημιουργήσει με το πρώτο, επαινεμένο από την κριτική βιβλίο του; Κατόρθωσε να αντεπεξέλθει στις apriori αυξημένες απαιτήσεις που συνεπάγεται η έκδοση ενός δεύτερου βιβλίου μετά το επιτυχημένο ντεμπούτο, του σημαντικού δεύτερου βιβλίου που εδραιώνει έναν συγγραφέα στη συνείδηση του κοινού, επιβραδύνει την εξέλιξή του ή προμηνύει ανησυχητικά σημάδια για τη μετέπειτα πορεία του; Και σε ποιο βαθμό άραγε άλλαξε η λογοτεχνία του Γιώργου Γκόζη μέσα σ’ αυτά τα δώδεκα χρόνια; Είναι ο συγγραφέας του «Αφήστε με να ολοκληρώσω» ένας αναγεννημένος συγγραφέας που μετακένωσε στη μικρή φόρμα τα αναγνώσματα και τις εμπειρίες που αποκόμισε κατά τη διάρκεια της τέταρτης δεκαετίας της ζωής του ή μήπως έχει γράψει πάλι το ίδιο, περίπου, βιβλίο, μια εναλλακτική εκδοχή του «Νυχτερινού στο βάθος», προεκτείνοντας και εμπλουτίζοντας πιθανώς κάποιες από τις προ δεκαετίας συγγραφικές εμμονές του;

        O «Νυχτερινός στο βάθος» υπήρξε μια συλλογή διηγημάτων που δεν ξεχώρισε τυχαία. Ο τότε 32χρονος διηγηματογράφος απέδειξε με το πρώτο κιόλας βιβλίο του ότι ήταν σε θέση να χειριστεί με αξιοθαύμαστη άνεση και επιδεξιότητα για πρωτοεμφανιζόμενο ορισμένες ιδιαίτερα απαιτητικές αφηγηματικές τεχνικές, όπως για παράδειγμα η ροή της συνείδησης. Ο ικανότατος χειρισμός ποικίλλων αφηγηματικών τεχνικών δεν εξυπηρετούσε πάντως κάποιο υστερόβουλο σχέδιο προσωπικής προβολής ή τάσης για επίδειξη από τον συγγραφέα. Οι διάφορες τεχνικές προσαρμόζονταν απλώς στις ανάγκες της εκάστοτε ιστορίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ομότιτλο, και κατά τη γνώμη μου, κορυφαίο διήγημα της συλλογής, στο οποίο η συνειδησιακή ροή του πυροτεχνουργού ήρωα της ιστορίας ο οποίος στέκεται μπροστά στη βόμβα που έχει κληθεί να εξουδετερώσει και συνομιλεί νοερά μαζί της δε βοηθά απλώς τον αναγνώστη να εισχωρήσει στον ταραγμένο από το φόβο της έκρηξης ψυχισμό του πρωταγωνιστή αλλά του δίνει συνάμα πρόσβαση στις μύχιες σκέψεις του ήρωα οι οποίες είναι καλωδιωμένες με τις σημαδιακές επιλογές που καθόρισαν τη ζωή του και τον οδήγησαν να είναι τώρα σκυμμένος πάνω από τη βόμβα.

     Εκτός από τη φρόνιμη χρήση των διαφόρων τεχνικών, ο Γκόζης επέδειξε αξιοσημείωτη ικανότητα και σε έναν άλλον τομέα, που νομίζω ότι αγνοούμε ή αμελούμε να επισημάνουμε ή, ακόμη χειρότερα, υποτιμούμε στη σύγχρονη πεζογραφία: απέδειξε ότι μπορεί να περιγράψει εξίσου καλά το εκάστοτε μέρος ή σκηνικό ή περιβάλλον στο οποίο τοποθετούνται ο ήρωας/οι ήρωες ή ο αφηγητής του κάθε διηγήματος. Ο Γκόζης εστιάζει στις μικρές αθέατες λεπτομέρειες κάθε σκηνής και τις παγιδεύει με μια γλώσσα διαυγή, η οποία διακρίνεται για την ακρίβειά της και δεν παρεκτρέπεται ποτέ σε σχοινοτενείς περιγραφές και πλατειασμούς. Μια γλώσσα που αποδίδει ανάγλυφα το διάκοσμο της κάθε ιστορίας, πράγμα ιδιαίτερα χρήσιμο για τον αναγνώστη που είναι αναγκασμένος να εξοικειωθεί με κάθε ιστορία η έκταση της οποίας δεν υπερβαίνει τις 10-15 σελίδες και είναι επομένως ανάγκη να εισχωρήσει στο κλίμα της από την πρώτη κιόλας παράγραφο – από την πρώτη κιόλας πρόταση. Στο ντεμπούτο του ο Γκόζης ήταν πειστικός στις περιγραφές του, είτε αφηγούταν με κάποιες δόσεις σουρεαλισμού και υπόγειου λυρισμού την εορταστική λειτουργία της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία, είτε ξεδίπλωνε την τοπογραφία και την τοπιογραφία της Θεσσαλονίκης μέσα από κόντρες μοτοσικλετιστών, είτε αποτύπωνε τα σημάδια που άφηνε στην πόλη και στους κατοίκους της ο σεισμός του ’78, μια αφορμή επίσης για να επιστρέψει ο συγγραφέας στα παιχνίδια που έπαιζε με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς του εκείνη την εποχή.

    Κι ερχόμαστε τώρα στο νέο βιβλίο του, το «Αφήστε με να ολοκληρώσω», στο οποίο ο συγγραφέας φαίνεται να κεφαλαιοποιεί τα κεκτημένα του «Νυχτερινού στο βάθος», κατευθύνοντας όμως ταυτόχρονα τη λογοτεχνία του προς νέα μονοπάτια. Στο νέο βιβλίο υπάρχουν τρεις κατηγορίες διηγημάτων, τις δυο πρώτες που θα αναφέρω παρακάτω τις έχουμε συναντήσει και στην πρώτη συλλογή. Η πρώτη κατηγορία αφορά διηγήματα στα οποία πρωταγωνιστής είναι κάποιο βίωμα ή μια ανάμνηση ή ένας ή περισσότεροι φίλοι του αφηγητή και μια καλά φυλαγμένη στο υποσυνείδητο ιστορία που αξίζει να ειπωθεί ή πρέπει να ειπωθεί προκειμένου το βίωμα ή η ανάμνηση ή το φιλικό πρόσωπο να βρουν τη λογοτεχνική τους δικαίωση – όπως για παράδειγμα η ιστορία του φίλου του αφηγητή που πέθανε από ναρκωτικά. Υπάρχει επίσης μια δεύτερη κατηγορία με ιστορίες στις οποίες πρωταγωνίστρια είναι η ίδια η Θεσσαλονίκη, η γενέτειρα και τόπος διαμονής του συγγραφέα. Υπάρχει όμως και μια τρίτη κατηγορία διηγημάτων, στα οποία πρωταγωνιστούν ήρωες ή, ακριβέστερα, ανθρωπότυποι, που δεν προέρχονται από τη δεξαμενή βιωμάτων του συγγραφέα, ούτε όμως είναι ακριβώς προϊόντα της φαντασίας του. Οι ήρωες αυτοί συνιστούν χαρακτηριστικούς τύπους που είναι βγαλμένοι από τους πιο σκοτεινούς εφιάλτες και τις πλέον κακόγουστες φάρσες των τελευταίων τριών δεκαετιών: της εποχής της παντοκρατορίας της τηλεόρασης και του lifestyle.   

     Μέσα από αυτή την κατηγορία διηγημάτων αρχίζουν να διαγράφονται ορισμένα νέα στοιχεία που μοιάζουν να διαφοροποιούν το «Αφήστε με να ολοκληρώσω» από τον «Νυχτερινό στο Βάθος». Το χιούμορ που διαποτίζει τις περισσότερες ιστορίες του πρώτου βιβλίου και το οποίο απαλύνει και γλυκαίνει την ήπια μελαγχολική διάθεση που αναδίδουν, έχει εξελιχθεί στο νέο βιβλίο σε μια διάχυτη ειρωνεία που υπονομεύει και διαβρώνει τις παγιωμένες αγκυλώσεις και παράνοιες της νεοελληνικής ζωής: ανάμεσά τους, το ξεπερασμένο εκπαιδευτικό σύστημα που προάγει ο,τιδήποτε άλλο πέρα από τη δημιουργική σκέψη, τους ανεπαρκείς πολιτικούς της χώρας, τα μαθήματα δημιουργικής γραφής και τη μόδα της επονομαζόμενης «μαγειρικής λογοτεχνίας».

     Μοιραία, η κυρίαρχη δράση και η σαρωτική επίδραση της ειρωνείας στις καινούργιες ιστορίες του Γκόζη έχουν αντίκτυπο και στη χαρακτηρολογία των ηρώων. Οι ήρωες του «Αφήστε με να ολοκληρώσω» έχουν δομηθεί στη βάση άλλου σχεδίου σε σύγκριση με τους χαρακτήρες, τους φόβους και τις αδυναμίες των οποίων αφουγκραστήκαμε στο «Νυχτερινό στο βάθος». Είναι αδρομερείς, μοιάζουν με καρτούν, είναι περισσότερο ανθρωπότυποι παρά λογοτεχνικοί ήρωες πλασμένοι στα καλούπια του ψυχολογικού ρεαλισμού. Κι αυτό δε συμβαίνει τυχαία ή ακούσια αλλά είναι συνειδητή επιλογή του συγγραφέα. Οι ανθρωπότυποι του βιβλίου φέρνουν στο νου τους αντίστοιχους τύπους ηρώων των αμερικανών μεταμοντέρνων συγγραφέων της δεκαετίας του ’60, και ειδικότερα εκείνους του Ντόναλντ Μπάρθελμι, ενός συγγραφέα που μεγαλούργησε στη μικρή φόρμα. Αν όμως ο ψυχισμός των ηρώων εκείνων των συγγραφέων συμπιέστηκε, ισοπεδώθηκε και οι ήρωες μετατράπηκαν σε χαλκομανίες εξαιτίας των τρομερών πιέσεων που δέχονταν είτε από τα πλέγματα εξουσίας όπως τα ανέλυσε ο Φουκώ ή από την ολοένα αυξανόμενη επίδραση της επιστήμης και της τεχνολογίας στην καθημερινότητά τους, οι ήρωες του Γκόζη απώλεσαν τα συναισθήματα και την ικανότητά τους για εμπάθεια καθώς και τις υπόλοιπες ποιότητες που τους κάνουν ανθρώπινα όντα εξαιτίας της παραλυτικής διάδοσης και κυριαρχίας του κιτς, της γελοιότητας και της παράνοιας στην καθημερινή ζωή του νεοέλληνα. Λόγω της γραφικής, υστερικής ηλιθιότητας που αναπαρήγαγαν με κάθε τρόπο και κάθε κόστος τα μέσα ενημέρωσης, τα τηλεοπτικά πάνελ, τα τηλε-ριάλιτι και οι τρας εκπομπές που αφθονούσαν στις δεκαετίες του ’90 και ’00.

     Πέρα από τις διαφορές που χωρίζουν τους ήρωες των δυο βιβλίων, θα ήθελα να σταθώ και σε μια ακόμη ασυμμετρία: ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη ως φόντο για τις περιπέτειες των ηρώων στο «Νυχτερινό στο βάθος» και τη Θεσσαλονίκη ως σκηνικό και συνάμα ηρωίδα στο «Αφήστε με να ολοκληρώσω». Τα αφηγήματα στο νέο βιβλίο που είναι αφιερωμένα αποκλειστικά στην πόλη και στην ανθρωπογεωγραφία της, μοιάζουν σαν να έχουν γραφεί από έναν συγγραφέα που βάλθηκε να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα του Πεντζίκη από ένα συγγενές αφήγημά του, το «Θεσσαλονίκη και ζωή», το οποίο περιλαμβάνεται στον τόμο «Μητέρα Θεσσαλονίκη». Έγραφε ο Πεντζίκης: «Από τη θάλασσα καθώς ερχόμαστε με πλοίο, απ’ ανατολάς ή από βορά και βορειοδυτικά, απ’ όποια μεριά κι αν δείτε τη Θεσσαλονίκη, για να εκτιμήσετε τη γραφικότητα της άποψής της, πρέπει πάντα ν’ αφήνετε, δίχως διόλου να σας φανεί αφελής η πρόταση, να συνάψει η όρασή σας με τον χαρακτήρα της πόλης έναν γάμο. Όταν αφήνουμε σε μια τέτοια σχέση την όρασή μας, δεχόμαστε το αντικείμενο όχι απλώς όπως φαίνεται, αλλά φορτωμένο ταυτόχρονα μ’ όλες τις πάσης φύσεως μνήμες, που η αίσθησή του μπορεί να ξεσηκώσει μέσα μας.» Αν όμως στην προσπάθεια αποτύπωσης της πόλης από τον Πεντζίκη «η κάθε στιγμή φέρνει καινούριες εντυπώσεις που ανατρέπουν το βάδισμα του συναισθήματος» και «ο νους δεν μένει στην ίδια σκέψη», η θέαση και η ιχνηλασία της πόλης από τον Γκόζη εξυπηρετούν έναν άλλο σκοπό: ο συγγραφέας επείγεται να αποτυπώσει εδώ μια ευκρινή και στέρεη εικόνα τόσο της πολεοδομικής γεωγραφίας όσο και της αστικής ανθρωπογεωγραφίας της πόλης. Μια εικόνα που πάντως δεν μπορεί να μείνει απρόσβλητη από τις αναμνήσεις και τα βιώματα του συγγραφέα, όσο κι αν αυτά δε βαραίνουν τις περιγραφές του με περιττούς λυρισμούς, μελοδραματισμούς, ή προσωπικά ξεσπάσματα ανώφελης νοσταλγίας. Ιδωμένα αντιστικτικά προς τα «ειρωνικά» διηγήματα που συναπαρτίζουν τη συλλογή, τα κείμενα για τη Θεσσαλονίκη μπορούν να διαβαστούν και ως αισθητικά αναχώματα στην προέλαση του κιτς, της γελοιότητας, της παράνοιας στη νεοελληνική ζωή των τριών τελευταίων δεκαετιών.

    Συνοψίζοντας, για να απαντήσω και στο ερώτημα που έθεσα στην αρχή της ομιλίας μου, το νέο βιβλίο του Γιώργου Γκόζη ανταποκρίνεται πλήρως στις προσδοκίες που καλλιέργησε με τον «Νυχτερινό στο βάθος». Ο Γκόζης στηρίχθηκε με αυτοπεποίθηση στα κεκτημένα του, όμως σε καμιά περίπτωση δεν επαναπαύτηκε σ’ αυτά. Αντιθέτως, φρόντισε να εμπλουτίσει τις θεματικές του εισάγοντας νέα στοιχεία στο έργο του. Το αποτέλεσμα είναι η ταυτότητά του ως συγγραφέα να παραμείνει αναγνωρίσιμη, την ίδια στιγμή που η λογοτεχνία του μοιάζει ανανεωμένη. Κι αυτό, σύμφωνα τουλάχιστον με τα ταπεινά μου κριτήρια, ίσως συνιστά και έναν άτυπο ορισμό για το τι εστί επιτυχημένο δεύτερο βιβλίο.

[*]

FOTO APO PAROYSIASI AFISTE ME STO EPI LEXEI

Ο Λευτέρης Καλοσπύρος (δεξιά στη φωτογραφία) είναι συγγραφέας.
Από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του “Η μοναδική οικογένεια”.

Το παραπάνω κείμενο εκφωνήθηκε κατά την παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων του Γιώργου Γκόζη “Αφήστε με να ολοκληρώσω” τη Μεγάλη Δευτέρα 14 Απριλίου 2014 στο βιβλιοπωλείο Επί Λέξει.