Της Λαμπρινής Κουζέλη, ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Το πριν και το μετά,
της Λαμπρινής Κουζέλη. 
Δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ στις 13 Απριλίου 2014.

Νοσταλγία και σάτιρα από τη Βόρεια Ελλάδα στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του θεσσαλονικιού συγγραφέα Γιώργου Γκόζη.

Η Θεσσαλονίκη και η ανθρώπινη γεωγραφία της είναι η θεματολογία και στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Γκόζη.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο lifestyle Τύπος, παίρνοντας γραμμή από το δαιμόνιο «Κλικ», επανεφεύρισκε τη Θεσσαλονίκη. Η φτωχομάνα του λαϊκού τραγουδιού ντύθηκε τον σέξι μύθο της «ερωτικής πόλης», ο οποίος θα γινόταν το νέο της προσωνύμιο για τις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν. Ο Λευκός Πύργος, σωστό σύμβολο φαλλικό, όπως προβάλλει περήφανος μέσα από την ομίχλη του Θερμαϊκού Κόλπου, επιστρατεύτηκε ως τεκμήριο του ερωτισμού της και η πρωτεύουσα των προσφύγων έγινε η πρωτεύουσα του επαρχιώτικου γκλάμουρ.

Κάπου εκεί τοποθετείται το όριο που χωρίζει το πριν από το μετά. Σε αυτό το πριν και το μετά κινείται ο θεσσαλονικιός πεζογράφος Γιώργος Γκόζης (γενν. 1970) στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του. Δεκαοκτώ διηγήματα που άλλα διέπονται από μια έντονα καρναβαλική αίσθηση του κόσμου και άλλα κυριαρχούνται από μια γλυκόπικρη νοσταλγία. «Η Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ΄80 έχει παραμείνει στη μνήμη μου μια εικόνα μαγική» γράφει. «Μαγική και συγχρόνως μεταβατική. Αλλωστε τη δεκαετία εκείνη σχεδόν όλα ήταν μεταβατικά».

Οι χαρακτήρες του Γκόζη, άντρες στην πλειονότητά τους, κινούνται από την πλατεία Αριστοτέλους ως την Καμάρα, από τα μπαράκια της Προξένου Κορομηλά ως τον «Ντορέ» και το λούνα παρκ της Σαλαμίνας. Ο Γκόζης αναπαριστά λεπτομερέστατα τους ανθρώπους, τις γειτονιές, την εποχή. Περιγράφει τα μπάνια του λαού με το εκδρομικό πούλμαν και τον Greek hot lover σερβιτόρο του ζαχαροπλαστείου στη Θάσο των καλοκαιρινών διακοπών με την ευκρίνεια σκηνής από ελληνική ταινία. Είναι το πριν όπου όλοι, ο αιώνιος μαθητής Μάκης ο Μπουλντού, οι κίνδυνος-θάνατος παπόβιοι του κέντρου, οι τζαμπατζήδες των συναυλιών στο Θέατρο Δάσους έχουν παγώσει στον χρόνο, στην εποχή της αθωότητας, και παρουσιάζονται με το χιούμορ της συμπάθειας που μασκαρεύει τη συγκίνηση.

Το μετά είναι η εποχή των τηλεριάλιτι και των τηλεπερσόνων στα παράθυρα που ζητούν να τους «αφήσουν να ολοκληρώσουν», των εκπομπών μαγειρικής και των τηλεκηδειών, μια εποχή την οποία κατοικούν επιτήδειοι επαγγελματίες, αριβίστες πολιτικοί και μετρ της τεχνολογίας και των επικοινωνιών. Ο συγγραφέας τους παρατηρεί από απόσταση κριτική, καυστική, χλευαστική. Σαρκάζει το πολιτικό κατεστημένο, τους συμπλεγματικούς καραβανάδες, το εκπαιδευτικό σύστημα, τους θεράποντες υπουργούς και φιλολόγους και, σε μια στροφή αυτοαναφορική, τον νέο συρμό των εργαστηρίων δημιουργικής «αντι-γραφής».

Απαντά στα κείμενα η οικεία θεματολογία της πρώτης υποσχόμενης συλλογής του Γκόζη (Ο νυχτερινός στο βάθος, Νεφέλη, 2002) – η Θεσσαλονίκη και η ανθρώπινη γεωγραφία της -, χωρίς η γραφή του να δίνει σημάδια εξέλιξης στον χρόνο. Παραμένει δυνατός στην περιγραφή, αλλά η σάτιρά του δεν έχει τη σκαριμπική τρέλα ούτε τα γράδα της ροΐδειας ειρωνείας, αφήνεται να ολισθήσει στο εύκολο γέλιο της καρικατουρίστικης υπερβολής, το προσφιλές στα τηλεοπτικά σόου. Δοκιμάζει πολλούς τρόπους έκφρασης, ασκούμενος ιδιαίτερα στην παρωδία: την παρώδηση της ευαγγελικής γραφής, του τηλεοπτικού λόγου, της τεχνικής της οπτικής ποίησης. Κάποια διηγήματα, σαν χρονογραφήματα του παρελθόντος, εξαντλούνται στη νοσταλγική αναθύμηση («Από το “Degré Zero” ως το “Berlin”»), αλλού δεν κρύβεται ο ρητός διδακτισμός (Ακηδία.com). Στις ιστορίες κάτι λείπει. Δεν είναι ότι ο συγγραφέας στερείται υλικών ή τρόπων. Είναι ότι μάλλον του ξέφυγαν στο ψήσιμο. Οπως λέει η κυρα-Σμαρώ, μία από τις δύο γυναίκες πρωταγωνίστριες των αφηγήσεών του που μαγειρεύει για τις αναγνώστριές της «διηγήματα ρολάκι», το καλό ψήσιμο είναι εξαιρετικά σημαντικό για να γίνουν οι ιστορίες «στιβαρές και με συνοχή μεταξύ τους στην πλοκή και στην ανάπτυξη».