Η Λογοτεχνία ως παιχνίδι, Εφημερίδα των Συντακτών, Κυρ. 15.06.14

Η Λογοτεχνία ως παιχνίδι

Του Ιάκωβου Ανυφαντάκη

«Ιστορία είναι αυτό που έγινε και όχι αυτό που θα ’θελες να γίνει» έγραφε ο Μάριος Χάκκας στο διήγημα «Έτσι σαν πρόλογος». Ιστορία είναι αυτό που έγινε και στην προσπάθειά της η λογοτεχνία να το αποτυπώσει οφείλει να χρησιμοποιήσει τα υλικά που δίνει το ίδιο το παρελθόν. Ακόμα κι αν αυτά είναι τα πλέον κιτς και κακόγουστα, όπως οι στίχοι των ποπ τραγουδιών που βομβαρδίζουν την καθημερινότητά μας από ραδιόφωνα, τηλεοράσεις και υπερμεγέθη ηχεία αυτοκινήτων δημιουργώντας ένα περιβάλλον χαμηλού γούστου για μια ανάλογη εποχή.

Τέτοιους σαχλούς στίχους τραγουδιών, όπως και ανούσια ευφυολογήματα από αυτά που δεν θα αντέχαμε ούτε σε παρωχημένες επιθεωρήσεις ενσωματώνει στην αφήγησή του συνειδητά και ακατάπαυστα ο Γιώργος Γκόζης στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του (προηγήθηκε «Ο νυχτερινός στο βάθος», Νεφέλη, 2002). Οι ιστορίες διαδραματίζονται στη Θεσσαλονίκη τις δυο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα και μεταφέρουν το κλίμα μιας «μεταβατικής εποχής», όπως τη χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, τα προβλήματα και τις εξάρσεις της. Ο Γκόζης παίζει με τη γραφή και με τον αναγνώστη, εκπλήσσοντάς τον με τυπογραφικά τεχνάσματα και απρόσμενες αναφορές στην ποπ κουλτούρα. Εστιάζει στη μορφή και στα παιχνίδια των λέξεων αποφεύγοντας συνειδητά να εμβαθύνει σε θέματα και χαρακτήρες. Μπορεί να απογοητεύσει κάποιους αναγνώστες, αλλά θα κερδίσει άλλους με το φαρσικό βλέμμα του.

Το παιχνίδι της μορφής είναι σε συμφωνία και με τους ήρωες που πλάθει στα διηγήματά του. Πρόσωπα αβέβαια, χωρίς μεγάλα πάθη, μικρομέγαλοι ενήλικοι και παιδιά με πρόωρη ωριμότητα, πανίσχυροι πολιτικοί αδύναμοι απέναντι στο σώμα τους, νοσταλγικοί σαραντάρηδες για το παρελθόν της πόλης και τα χαμένα τους ινδάλματα. Ταυτόχρονα η κατάσταση στη λογοτεχνία σήμερα παρωδείται μέσω των σεμιναρίων δημιουργικής γραφής και των προσχηματικών συνταγών τους.

Ο καρναβαλικός κόσμος που χτίζει ο Γκόζης, θυμίζει περισσότερο ανιαρό πάρτι με αποτυχημένες μεταμφιέσεις, παρά μια διονυσιακή γιορτή, μια λυτρωτική μέθεξη.

Έχουν περάσει περισσότερα από σαράντα χρόνια από τότε που ο Μάριος Χάκκας έδινε ορισμένα από τα καλύτερα διηγήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, βασιζόμενος στο διαβρωτικό χιούμορ του για τη μεταπολεμική Ελλάδα. Ο Γκόζης δεν φτάνει σε ανάλογα ύψη, αλλά δείχνει να ακολουθεί παρόμοια στρατηγική, διακωμωδώντας τα «χαλαρά» χρόνια της Μεταπολίτευσης με άξονα το γλωσσικό ήθος της.