Χριστου Παπαγεωργιου, ΚΡΥΒΕ ΛΟΓΙΑ, Κιχλη.

Στις τρεις ενότητες της νέας του ποιητικής συλλογής, Μπαράζ Συλλήψεων / Σκελετοί στην Ντουλάπα / Λάσπη στον Ανεμιστήρα, ο σεμνός και άοκνος εργάτης των Γραμμάτων μας Χρίστος Παπαγεωργίου μας προσφέρει ένα εξαιρετικό έργο, τη νέα του ποιητική συλλογή ΚΡΥΒΕ ΛΟΓΙΑ από τις εκδόσεις ΚΙΧΛΗ. Τις εμφανείς του επιρροές από τους Υπερρεαλιστές -διέκρινα προσωπικά από τον Εγγονόπουλο και από τον Εμπερίκο για παράδειγμα στο ποίημα ‘Η Γέννα’ και στη ‘Βροχή’-, έως τον Σικελιανό, τις μεταβολίζει εύληπτα δωρίζοντά μας το εντελώς δικό του αναγνωρίσιμο στίγμα.
.
Με την ωριμότητα των εννέα προσωπικών του ποιητικών που προηγήθηκαν από το 1977 μέχρι σήμερα, των υπερχιλίων κριτικών του σημειωμάτων για την πεζογραφία, των περισσότερο από διακοσίων θεατρικών κριτικών σχετικά με το τόσο επιδεικτικά αγνοημένο Νέο Ελληνικό Θέατρο των (ενδεικτικά και μόνον εδώ) Σκούρτη, Διαλεγμένου, Μανιώτη, Μουρσελά, στο ΚΡΥΒΕ ΛΟΓΙΑ ο Ποιητής εναλλάσσεται μεταμορφούμενος, καμουφλαρισμένος θαρρείς, δικαιολογώντας άλλωστε και τον τίτλο της συλλογής του.
.
Άλλοτε, στην πρώτη ενότητα, υποδόρια ειρωνικός ή και εκκωφαντικά δηκτικός, στηλιτεύει τον τηλεοπτικό μας πολτό:
΄Διάβασες θεατή την οθόνη και
φίσκα κουκουλοφόρους και
έσπασες θεατή βιτρίνες και
πλιατσικολόγησες αισθήματα και
κατέστρεψες αραγμένα γιωταχί και
πέταξες μολότωφ σε τράπεζες’.
(Θεατή/Μπαράζ Συλλήψεων).

Άλλοτε, στη δεύτερη κυρίως ενότητα, αρθρώνει ατόφιο πολιτικό λόγο με χαρακτηριστικό το “Ο Καιρός”, πάντοτε όμως με την αριστοτελική έννοια του όρου κι όχι με τον τρέχοντα κλειστό ορισμό του γλοιώδη βουλευτή Καλοχαιρέτα, παίρνοντας θέση με βαθιά ανθρώπινο λόγο και το κριτικό του βλέμμα για σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα σε μόλις τέσσερις γραμμές, όπως για παράδειγμα σχετικά με τη λαθρομετανάστευση στη σύγχρονη Αθήνα, τον κρυπτοναζισμό/κρυπτορατσισμό μας, τη μικροαστική υποκρισία της άσκησης εξουσίας από τον καθένα μας:

‘Ρεζίλεψα ένα φτωχό κουρελή
μετανάστη από τη Ζιμπάμπουε
Και πήρα μεγάλη χαρά
ένιωσα και πάλι πατριώτης’
(Ρεζίλεψα/ Σκελετοί στην Ντουλάπα),

ακόμα και με το επιγραφικό ‘Εθνοπατέρας’,
ακόμα και την παραδοχή πως ‘οι Έλληνες δεν κάνουμε χιούμορ, αλλά σπάμε απλώς πλάκα’.
Δύσκολο να το καταπιεί κανείς αμάσητο αυτό το τελευταίο, όσο κι αν το παραδέχεται κατά μόνας.
Η αυτομεμψία, εξάλλου, ποτέ δεν ήταν το φόρτε μας.
.
Κλείνω, όπως και η ποιητική συλλογή, με ένα κείμενο του Παπαγεωργίου από την τρίτη ενότητα, το ‘Η Ιστορία Που Ακολουθεί Είναι Απλώς Αυθεντική’ που ίσως δεν έχει τα τυπολογικά γνωρίσματα ενός ποιήματος τόσο, όσο ενός αφηγήματος με ελλειπτικό τέλος και το οποίο κατά την άποψή μου απογειώνει το βιβλίο συνολικά, τοποθετημένο ως ακροτελεύτιο καθόλου τυχαία από έναν τέτοιο έμπειρο μάστορα των λέξεων:
.
“‘Ενας εκτός ορίων ποιητής έγραψε πολλά εκτός ορίων ποιήματα
μέχρι του σημείου που τα όρια διευρύνθηκαν τόσο πολύ ώστε να χωρούν τα πάντα μέσα
μέχρι που ο εκτός ορίων ποιητής αναχώρησε για να γνωρίσει την πίσω πλευρά του φεγγαριού χωρίς το παραμικρό σημείωμα επάνω του
αφήνοντας τα εκτός ορίων ποιήματά του τα οποία τώρα ήταν εντός ορίων στους ιστορικούς της ποίησης και της τέχνης γενικότερα.”

Να το αγοράσετε και να το διαβάσετε και όταν τελειώσετε την ανάγνωση, σας διαβεβαιώ ότι θα διαπιστώσετε πως έχετε αφαιρεθεί κοιτώντας με ανοιχτά τα μάτια κάπου αδιόρατα ψηλά  -ψηλά πάντως κι όχι στο στο δάπεδο.