ΣυνΕντευξη στον ΠαρατηρητΗ της ΘρΑκης 05.11.14

Γιώργος Γκόζης, συγγραφέας:
«Δεν μπορεί να ζήσει κανείς μόνο από τη συγγραφή αν εκδίδει τα βιβλία του στα ελληνικά».
«Το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν είναι καθόλου μαθητοκεντρικό».
«Τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων με τη μορφή των τηλεπαραθύρων είναι η δική μας έκδοση των ελληνικών windows».

Με ουκ ολίγα πράγματα έχει ασχοληθεί ο Γιώργος Γκόζης. «Ένα σωρό αντιφατικά πράγματα», που όμως, όπως ο ίδιος εύγλωττα δηλώνει στον ιστότοπο που διατηρεί υπό την ονομασία «Georgegozis.gr», «αν τα δεις εποπτικά, κατευθύνονται με μεθοδικό τρόπο σπειροειδώς προς τα άνω, μία Ατέρμων Σπείρα»…

Θεσσαλονικιός ων, ασχολήθηκε σε νεαρή ηλικία με τον αθλητισμό (στίβο, μπάσκετ, πολεμικές τέχνες σε συλλόγους της πόλης) και σπούδασε Θεολογία στο ΑΠΘ, απ’ όπου έλαβε και μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών από τον τομέα Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Χριστιανικής Γραμματείας, Αρχαιολογίας και Τέχνης με ειδίκευση στην Αγιολογία. Επαγγελματικά έχει ασχοληθεί με τα ναυλομεσιτικά «στις μεγαλύτερες ναυτιλιακές εταιρείες containers του κόσμου» μέχρι που ίδρυσε τη δική του, υπό την ονομασία «My Shipping», ασχολούμενος παράλληλα με την εμπορία και τη διανομή κρασιού.

Για μια άλλη ιδιότητά του όμως, αυτή του συγγραφέα, μίλησε στο Ράδιο Παρατηρητής, στη Σοφία Τριανταφυλλίδου και τον Θάνο Βαφειάδη, όπως και για το αναπόφευκτο του μπολιάσματος του συγγραφικού του ύφους από όλες τις παραπάνω εμπειρίες ζωής. Γιώργος Γκόζης λοιπόν, για τον «τηλεοπτικό αυτισμό που βλέπουμε στα δελτία ειδήσεων» και τον ενέπνευσε ως προς τον τίτλο του βιβλίου του, τις «φέτες ζωής», ήτοι τα διηγήματα που αυτό περιλαμβάνει, τη διαφορετική αντίληψη του καθενός για το θείο, τις δυνατότητες της πατρίδας του Θεσσαλονίκης να παράγει καλλιτέχνες, τον λάθος προσανατολισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, τις δυσκολίες, τέλος, που αντιμετωπίζουν όσοι επιλέγουν να γράψουν τα βιβλία τους στην ελληνική γλώσσα.

«Όλοι στις μέρες μας αναζητούν το διαφορετικό, την ετερότητα»

ΠτΘ: Κ. Γκόζη με τι καταπιάνεται το καινούριο σας βιβλίο;

Γ.Γ.: Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων. Τα διηγήματα είναι «φέτες» της ζωής, στην ουσία δηλαδή αυτοτελείς ιστορίες. Επομένως μπορεί να τα διαβάσει κανείς όχι απαραίτητα με τον συμβατικό τρόπο, δηλαδή από την αρχή ως το τέλος, αλλά και από το τέλος προς την αρχή ή και ανάκατα ακόμα χωρίς να αλλάζει το νόημά τους. Ο τίτλος μπορεί να θεωρείται πιασάρικος και εμπορικός, όμως στην ουσία για μένα ήταν η αντιγραφή του τηλεοπτικού αυτισμού που βλέπουμε στα δελτία ειδήσεων. Είναι η έκδοση των ελληνικών «windows»: η οθόνη είναι μοιρασμένη σε κομμάτια, «σαν ένα ταψί μπακλαβά», όπως λέω και στο οπισθόφυλλο, όπου κάποιοι, κατά κύριο λόγο πολιτικοί, προσπαθούν να μας πείσουν διακόπτοντας συνεχώς τους συνομιλητές τους και προτάσσοντας το «αφήστε με να ολοκληρώσω», διότι θέλουν να ακούνε τον εαυτό τους ή να κάνουνε παράλληλους μονολόγους. Παράλληλα, ήταν και ένα λογοπαίγνιο σχετικά με μένα, επειδή μεσολάβησε μια δεκαετία και παραπάνω από το πρώτο μου βιβλίο μέχρι το σημερινό, ένας υπαινιγμός ότι επιτέλους κατάφερα κι εγώ να ολοκληρώσω.

ΠτΘ: Σε ό,τι αφορά στο έργο σας, δεν φαίνεται να έχετε επηρεαστεί από τις θεολογικές σπουδές σας…

Γ.Γ.: Κάποιοι που κατέχουν τέτοιου είδους θέσεις, π.χ. ένας καθηγητής θεολογίας στο Πανεπιστήμιο, συνήθως έχει ένα συγκεκριμένο ύφος ομιλίας, έναν προδιαγεγραμμένο τρόπο απαντήσεων. Κατά τη δική μου άποψη, ο Θεός βρίσκεται παντού και ο καθένας μπορεί να τον εννοεί με διαφορετικό τρόπο. Οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες του Ισλάμ, του Χριστιανισμού και του Ιουδαϊσμού αν και εννοούν τον Θεό ως έναν, εκφράζουν μεταξύ τους εντελώς διαφορετικές απόψεις ερμηνείας ή προσέγγισής του. Η άποψή μου για τα πράγματα, λογοτεχνικά και θεολογικά, είναι διαφορετική από την αναμενόμενη χωρίς ωστόσο να είναι αιρετική.

ΠτΘ: Όπως δηλώνετε στο ιστολόγιό σας, προσπαθείτε να αντισταθείτε «στην εποχή της κατευθυνόμενης κι εντατικής αποβλάκωσης»…

Γ.Γ.: Ζούμε σε συνθήκες αμιγούς μαζικοποίησης. Ο οικουμενισμός, με την έννοια του πλανήτη ως ένα παγκόσμιο χωριό, επιβάλλει κάτι τέτοιο. Ωστόσο, όλοι στις μέρες μας αναζητούν το διαφορετικό, την ετερότητα. Η διαφορετική ματιά του καθενός είναι πάντοτε μια πολύ ωραία αφορμή για να διηγηθούμε ιστορίες.

«Η Θεσσαλονίκη έχει όλα τα φόντα να παράγει καλλιτέχνες»

ΠτΘ: Μέσα από τη διήγηση μας μεταφέρετε υπέροχες εικόνες από τη Θεσσαλονίκη. Οι ιστορίες σας εκτυλίσσονται σε συγκεκριμένο ή αόριστο χρόνο;

Γ.Γ.: Αυτό αποτελεί συνέχεια του βιβλίου «Ο νυχτερινός στο βάθος». Ξεκινάει από τη δεκαετία του ’80 και τελειώνει κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Όντως υπάρχει μια παραστατικότητα στον τρόπο που περιγράφεται η περιήγηση του σαββατόβραδου που διήρκησε 4-5 χρόνια, ανάλογα με το πόσο ο καθένας από εμάς είχε περιθώριο. Μια εποχή που δεν υφίσταται πλέον και μια περιπλάνηση στους τόπους που αγαπήσαμε και στα νιάτα μας, χωρίς να είναι νοσταλγική ή μουσειακή, σε αγαπημένα στέκια. Αναφέρω την έλλειψη του μουσειακού γιατί στο τέλος του συγκεκριμένου διηγήματος λέω ότι «τώρα που έχω ανοίξει τα μάτια και βλέπω ότι αυτή η βόλτα έχει τελειώσει, ακόμα και αυτό που βλέπω σήμερα εξακολουθεί να μου αρέσει”. Αρκετοί μου είπαν ότι εκείνες τις βόλτες δεν τις έζησαν επειδή ήταν για παράδειγμα αγέννητοι ή από άλλη πόλη. Απαντώ με φράση από το διήγημα «Από το Ντεγκρέ Ζερό ως το Μπερλίν»: «Δεν πειράζει που δεν ήσουν μαζί μου σε αυτή τη βόλτα, σκέψου ότι σήμερα είναι η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής σου». Το βιβλίο περιέχει υπερτοπικότητα. Επειδή αναφέρω και στίχους από την «Αλεξάνδρεια» του Καβάφη, ουσιαστικά αναφέρομαι στην αγαπημένη πόλη του καθένα μας και όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη.

ΠτΘ: Είναι η Θεσσαλονίκη η δική σας «Αλεξάνδρεια»; Η πόλη στην οποία πάντα θα επιστρέφετε, συνειρμικά ή ρεαλιστικά;

Γ.Γ.: Θέλοντας να αποφύγω τον περιορισμό της εντοπιότητας, νομίζω ότι η αγαπημένη πόλη του καθένα μας είναι η δική του Αλεξάνδρεια. Το μήνυμα του ποιήματος του Καβάφη είναι και διαχρονικό και υπερθετικό. Ρεαλιστικά μιλώντας, αυτή τη στιγμή η Θεσσαλονίκη έχει μία κάθετη, μια ολοταχώς προς τα πίσω πορεία, έχει επαρχιοποιηθεί πάρα πολύ σε σχέση με τις δυνατότητές της και είναι λυπηρό να το βλέπει κανείς αυτό. Όταν όμως επιλέγεις όλο το πακέτο, το επιλέγεις και με τα θετικά του και με τα αρνητικά του.

ΠτΘ: Υπάρχει μια γενικότερη κατάπτωση σε ό,τι αφορά στο πολιτισμικό κομμάτι στη Θεσσαλονίκη. Για ποιον λόγο θεωρείτε ότι συμβαίνει αυτό;

Γ.Γ.: Είναι αλήθεια αυτό. Πραγματικά η Θεσσαλονίκη τροφοδοτούσε επί δεκαετίες το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι της Ελλάδας. Στα γράμματα, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, ιδιαίτερα στη μουσική όπου διέθετε και εξαιρετικά πρωτοποριακές μπάντες και μεμονωμένους καλλιτέχνες με σόλο καριέρα. Νομίζω ότι ο λόγος είναι ένας: δεν έχουμε πιστέψει ακόμα στον εαυτό μας. Πάντα βλέπουμε μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη και πιστεύουμε ότι μας φταίνε «οι άλλοι», «το υδροκέφαλο κέντρο» και βρίσκουμε δικαιολογίες να ρίχνουμε αλλού τις ευθύνες. Δεν μας φταίει κανείς άλλος όμως παρά ο κακός μας εαυτός. Αν θέλουμε όντως να δημιουργήσουμε καλλιτεχνικά μπορούμε να το κάνουμε πάρα πολύ καλά. Παρόμοιες κινήσεις μπορούν να γίνουν και σε μικρότερες πόλεις και θα τις αγκαλιάσει ο κόσμος. Καταλαβαίνω ότι μία πρωτεύουσα όπως η Αθήνα είναι επαγγελματικά μια πολύ σοβαρότερη διέξοδος αλλά ας εξαντλήσουμε πρώτα τις δικές μας δυνάμεις. Εξάλλου η Θεσσαλονίκη έχει τεράστιες δυνατότητες: Πάντοτε υπάρχει αυτή η σχέση με τη θάλασσα. Έχει καλή σχέση με το φενγκ σούι (γέλια) -διαχέει την ενέργεια από το βουνό στη θάλασσα. Έχει την αναφορά στις γειτονικές χώρες με πρόσβαση σε έξι αγορές. Βρίσκεται στην Εγνατία Οδό μεταξύ της Τουρκίας και της διεξόδου προς Ιταλία. Έχει όλα τα φόντα για να παράγει εξωστρεφείς καλλιτέχνες.

«Ήδη από τις τάξεις του δημοτικού τα παιδιά προσανατολίζονται να γίνουν άλογα κούρσας»

ΠτΘ: Γιατί επιλέξατε τα διηγήματα;

Γ.Γ.: Το βιβλίο αυτό έχει γραφτεί περίπου από το 2003 σε μια ημιτελή μορφή και τα έχω συνδέσει με το παρόν και με το μέλλον με κάποιες αναφορές έτσι ώστε να μη φαίνεται η ηλικία του. Συνέδεσα τη δεκαετία του ’70 με αυτές του ’80 και του ’90. Για μένα είναι η λογική συνέχεια του προηγουμένου και γι’ αυτό τον λόγο έγραψα διηγήματα. Στις μέρες μας οι Έλληνες δεν διαβάζουν εκτενή κείμενα. Στον παραδοσιακό ή ηλεκτρονικό Τύπο σε οποιοδήποτε άρθρο παρεμβάλλονται εμβόλιμα φωτογραφίες ή ακόμα και video για να σπάει στο μάτι η μονοτονία της συνεχούς γραφής. Εντούτοις -κι αυτό είναι ένα ακόμα παράδοξο, αγαπούμε το μυθιστόρημα. Σε ό,τι με αφορά, ελπίζω κάποια στιγμή στο μέλλον να γράψω και ένα εκτενέστερο κείμενο υπό μορφή μυθιστορήματος.

ΠτΘ: Ο χαρακτήρας των διηγημάτων σας είναι διαχρονικός, αν και σε κάποια ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί την επικαιρότητα. Ποιος ήταν ο αρχικός σας στόχος;

Γ.Γ.: Η ματιά μου δεν έχει σε καμία περίπτωση επικαιρικό χαρακτήρα. Ίσα ίσα κάποιος που θέλει να επεξεργαστεί τα γεγονότα της εποχής του και αυτά να ωριμάσουν μέσα του, χρειάζεται να τα δει με κάποια χρονική απόσταση ακόμα και ως υποκείμενο των ιστοριών του. Δηλαδή ακόμα και αν κάποια από αυτά έχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία, εγώ τα βλέπω με μια εποπτική απόσταση, διότι αλλιώς δεν θα υπήρχε αντικειμενικότητα. Το πρώτο διήγημα για παράδειγμα, η «Έκθεση ιδεών» που είναι και το αγαπημένο μου, είναι μια σκωπτική ματιά στο εκπαιδευτικό σύστημα και αφορά τις παθογένειες που δημιουργούνται με την παραπαιδεία, τις πανελλήνιες και τη δημοσιοϋπαλληλική συμπεριφορά των καθηγητών, ενός συστήματος που δεν είναι καθόλου μαθητοκεντρικό. Ήδη από τις τάξεις του δημοτικού τα παιδιά προσανατολίζονται να γίνουν άλογα κούρσας που θα δώσουν εξετάσεις για να περάσουν στο πανεπιστήμιο χωρίς να υπάρχει επαγγελματική διέξοδος. Κάποια άλλα διηγήματα τα ομαδοποιώ ως «Φυλές της πόλης»: οι πακετάδες-πιτσαδόροι, αυτοί οι σύγχρονοι άγγελοι των δρόμων, έχουν επίσης μια διαχρονικότητα, όπως και οι τσιγγάνοι της πλατείας που πουλάνε απομιμητικά γυαλιά ηλίου ή και οι Εφοπλιστές του βουνού, οι τζαμπατζήδες δηλαδή των συναυλιών όπου ακούνε Κούτρα, Ρασούλη και  Παπάζογλου. Επικαιρικά πάντως ή διαχρονικά μιλώντας, αν κανείς θελήσει να συγκρουστεί με την εξουσία είναι σαν να παίρνει την απόφαση να στουκάρει σε έναν τοίχο. Γι’ αυτόν τον λόγο λοιπόν προκειμένου να την αλώσουμε χρησιμοποιούμε την υποδόρια ειρωνεία.

«Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν συλλάβει πάρα πολύ καλά το νόημα του θείου»

ΠτΘ: Ο Αλμπέρ Καμύ έχει γράψει ότι μέσα από το ποδόσφαιρο γνώρισε καλύτερα την κοινωνία. Εσείς έχετε τέτοια οπτική ως προς τη σχέση σας με τον αθλητισμό;

Γ.Γ.: Θεωρώ το ποδόσφαιρο περισσότερο παιχνίδι, ότι δηλαδή δημιουργεί παίχτες παρά αθλητές. Εκεί κανείς δε δοκιμάζει τις αντοχές του, όπως για παράδειγμα στον στίβο. Επειδή όμως ο αθλητισμός είναι πράξη επικοινωνίας των ανθρώπων, γνωρίζει κανείς διά μέσου αυτού καλύτερα τον κόσμο. Στα ατομικά αθλήματα όμως γνωρίζει κανείς καλύτερα τον εαυτό του καθώς έρχεται αντιμέτωπος μαζί του, αναμετράται μαζί του. Ειδικά στις πολεμικές τέχνες, όπου κάποιος ταπεινώνει τον εγωισμό του ή την υπερφίαλη αισιοδοξία του νομίζω ότι η φράση του Καμύ είναι ακόμα πιο ακριβής.

ΠτΘ: Οι θεολογικές σπουδές σας τι πνευματικό πλούτο σας μετέδωσαν;

Γ.Γ.: Η θεολογία προσφέρει πρόσβαση σε τουλάχιστον άλλους πέντε γνωστικούς τομείς, Κοινωνιολογία, Ιστορία, μερικές φορές Γεωγραφία, Πολιτικές Επιστήμες, ίσως και Πολιτική Οικονομία. Πάντοτε ο άνθρωπος αναζητούσε το αρχέτυπο. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν συλλάβει πάρα πολύ καλά το νόημα του θείου, όπως το περιέγραψε ο Αριστοτέλης, ως «εν εσόπτρω και εν αινίγματι» και το οποίο υιοθέτησε αργότερα η θεολογία του χριστιανισμού ως «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν». Αυτό σημαίνει ότι εμείς στην αρχή ήμασταν μια αρμονική ολότητα, ένα ενιαίο σύμπαν, αρμονικά ζώντας οι άνθρωποι με τη φύση και τον θεό, όπως ένας μεγάλος καθρέφτης, που όμως κάποια στιγμή έσπασε και όλοι μαζί μετά σαν σπασμένα κομμάτια γυαλιού, σα καθρεφτάκια, προσπαθούμε να ξαναβρούμε την αρχική μας μορφή, το Όλον. Γι’ αυτό κι εγώ αναφέρω ότι καθένας από μας κουβαλά τις ρωγμές του και προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε και δια της θρησκείας.

«Η γλώσσα μας, εφόσον έχει συρρικνωθεί αγοραστικά στο εσωτερικό είναι πολύ δύσκολο να μεταφραστεί και στο εξωτερικό»

ΠτΘ: Μπορεί κανείς να ζήσει μόνο από τη συγγραφή;

Γ.Γ.: Αν εκδίδει τα βιβλία του στα ελληνικά σίγουρα όχι, για δύο πολύ απλούς λόγους: Ο ένας είναι πως οι Έλληνες δεν διαβάζουμε. Μια πρόσφατη έρευνα του Ε.ΚΕ.ΒΙ. έδειξε ότι το τελευταίο βιβλίο που διάβασε το 50% του πληθυσμού ήταν το σχολικό εγχειρίδιο. Το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα είναι συνολικά περίπου εκατό χιλιάδες άνθρωποι και από αυτές ένα μόνο μέρος του διαβάζει λογοτεχνία. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η γλώσσα μας, εκτός που έχει συρρικνωθεί αγοραστικά στο εσωτερικό, είναι πολύ δύσκολο να μεταφραστεί και στο εξωτερικό. Πρέπει δηλαδή να πάρει την απόφαση ο συγγραφέας ότι θα ζήσει με ψίχουλα. Οπότε ή θα το κάνει για να εκφράσει τις προσωπικές του αναζητήσεις αναμένοντας ελάχιστα ως αντίτιμο ή θα εξαχθεί στο εξωτερικό. Και εκεί όμως η πολιτική μας ήταν πάντα εντελώς λάθος, διότι ψάχναμε τον καλό μεταφραστή και όχι τον καλό ατζέντη που θα απευθύνει το βιβλίο σε ένα πολυπληθές κοινό, προτιμότερο στοχεύοντας το ισπανόφωνο ή το αγγλοσαξονικό.

ΠτΘ: Σύμφωνα με το βιογραφικό σας έχετε ασχοληθεί επαγγελματικά τόσο με τα ναυλομεσιτικά όσο και με την εμπορία και διανομή κρασιού…

Γ.Γ.: Από το 1986 εξαιτίας του εκτελωνιστή πατέρα μου, κατέβηκα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, στο οποίο κάποια στιγμή γνώρισα και τη μεταφορά εμπορευμάτων με containers που ήταν η ανερχόμενη τάση της δεκαετίας του ’80. Η ναυτιλία στην Ελλάδα πηγαίνει πολύ καλά κυρίως γιατί συνδέεται άμεσα με το εξωτερικό και με προσέλκυσε διότι δεν έκανα ποτέ το ίδιο πράγμα την επόμενη μέρα. Η εμπορία κρασιού ήταν κάτι εμβόλιμο από την αγάπη μου για τον ελληνικό αμπελώνα και κυρίως για τις εξαιρετικές μας ποικιλίες. Ξέρετε ότι Έλληνες μαζί με τους Ιταλούς έχουμε τις περισσότερες παγκοσμίως, περίπου τριακόσιες, ενώ οι Γάλλοι αν και κατέχουν παγκοσμίως τη μεγαλύτερη οινοπαραγωγή σε τόνους, δεν έχουν περισσότερες από δέκα; Συνεταιρικά με έναν φίλο μου λοιπόν ανοίξαμε την επιχείρηση, από την οποία κάποια στιγμή αποχώρησα λόγω του απαιτητικού της ωραρίου.

ΠτΘ: Διαβάζετε εξίσου ελληνική και ξένη λογοτεχνία;

Γ.Γ.: Επί του παρόντος προτιμώ να μιλήσω καλύτερα στη δική μας γλώσσα. Επιλέγω να παρακολουθώ την νεοελληνική παραγωγή ή την αρχαία ελληνική γραμματεία. Διαπιστώνω ότι υπάρχει μια ελληνικότητα την οποία είχαμε παρανοήσει. Ο Τσιφόρος με επηρέασε πάρα πολύ, ο Μίσσιος είναι ένας από τους αγαπημένους μου, ο Παπαδιαμάντης και ο Βιζυηνός είναι από τους αναγεννητές του ευρωπαϊκού κατά την άποψή μου διηγήματος. Έχουμε έναν ατελείωτο πολιτιστικό πλούτο που γεννά εξαιρετικούς συγγραφείς, επιτέλους και από μικρή σχετικά ηλικία. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουμε μία ευάριθμη βιβλιοπαραγωγή, ότι έχουν αυξηθεί οι τίτλοι παρά την κρίση. Αν κάποιος θέλει να ενημερωθεί για τα ελληνικά γράμματα μπορεί να κάνει κάτι πολύ απλό: να πηγαίνει στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς του και να αγοράζει την πρόσφατη βιβλιοπαραγωγή. Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα θα αποκτήσει μια σαφέστατη εικόνα για τις τάσεις που επικρατούν και κάπου εκεί θα ανακαλύψει και την Πηγή ή τις Πηγές. Τη μεταφρασμένη λογοτεχνία την παρακολουθώ εξίσου. Υπάρχει βέβαια ο ενδιάμεσος σταθμός της μετάφρασης, η οποία δεν ήταν πάντοτε η καλύτερη, αν και τώρα τελευταία έχουν βελτιωθεί πάρα πολύ τα πράγματα. Γενικώς, προσπαθώ να διαβάζω όσο περισσότερο μπορώ.

Η συγγραφή ως μέσο αντίστασης

Το 2002 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις «Νεφέλη» η συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Γκόζη «Ο Νυχτερινός στο βάθος», ενώ ο ίδιος συμμετείχε σε αρκετά συλλογικά έργα μέχρι την έκδοση της δεύτερης του συλλογής, υπό τον τίτλο «Αφήστε με να ολοκληρώσω», τον περασμένο Μάρτιο από τις Εκδόσεις «Πόλις». Έχει συνεργαστεί με εφημερίδες, περιοδικά και κινηματογραφικά έντυπα ενώ έχει αποσπάσει αρκετές διακρίσεις και βραβεία για το συγγραφικό του ταλέντο. «Στην εποχή της κατευθυνόμενης κι εντατικής αποβλάκωσης, προσπαθώ να αντισταθώ», δηλώνει.

«Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έχει καταπιεί αμάσητο τον γερμανικό τρόπο»

Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και ειδικά οι σοφοί του Υπουργείου που καταρτίζουν το Αναλυτικό Πρόγραμμα της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης έχουν καταπιεί αμάσητο τον γερμανικό τρόπο. Επιλέγουν την προτεσταντική μέθοδο της συστηματικής ερμηνείας. Συστηματική ερμηνεία σημαίνει παίρνω μια σελίδα ενός κειμένου και την εξετάζω από άποψη μορφής, τυπογραφικών λαθών, σημείων στίξης, γραμματικής, συντακτικού. Για το περιεχόμενο, την ψυχή του κειμένου δεν λέει κανείς τίποτα. Υπάρχει μια αλλήθωρη στροφή προς τα δυτικά γιατί εμείς οι Έλληνες είμαστε και εδώ μάλλον ξενόφιλοι αντί φιλόξενοι και υιοθετούμε τα κακά τους πρότυπα.

«Το e-book συνιστά εν πολλοίς μια απαξίωση του βιβλίου»

Το e-book συνιστά εν πολλοίς μια απαξίωση του βιβλίου κι αυτό γιατί ο τρόπος του είναι να παίρνεις κάτι ανέξοδα και με τη λογική της ήσσονος ή της καθόλου προσπάθειας. Όταν κάτι μας παρέχεται δωρεάν, συχνά το υποτιμούμε. Αυτό που παρατηρώ με μεγάλη μου χαρά είναι ότι αν και οι ψηφιακές συσκευές ανάγνωσης εμφανίστηκαν ήδη από το 2000, εντούτοις το τυπωμένο βιβλίο όχι μόνο δεν έχασε το προβάδισμα, αλλά επικράτησε μέχρι σήμερα, ενώ για παράδειγμα η μουσική και η εικόνα έχασαν κατά κράτος από την ψηφιακή εκδοχή τους.

Συνέντευξη: Θάνος Βαφειάδης, Σοφία Τριανταφυλλίδου,

Η Συνέντευξη στον “Παρατηρητή της Θράκης”.