“Ένας επίγονος του Ταχτσή”, γράφει ο Θανάσης Νιάρχος

Ένας επίγονος του Ταχτσή

Γράφει ο Θανάσης Θ. Νιάρχος

Ο Νυχτερινός στο Βάθος, του Γιώργου Γκόζη (μια συλλογή έντεκα διηγημάτων), αν και φαίνεται ένα βιβλίο απλό, που διαβάζεται εύκολα, μας πηγαίνει στα βαθιά νερά.

Ενώ και τα έντεκα διηγήματα μας αφηγούνται, άλλοτε πιο εκτεταμένα και άλλοτε εξαιρετικά σύντομα κοινές ιστορίες κοινών ανθρώπων, κατορθώνουν να έχουν μια διπλή απόδοση:

Χάρη σε μια γεμάτη δεξιοτεχνία σύσταση του εκάστου ιστορικού και ψυχολογικού πλαισίου, τα πρόσωπα να γίνονται  τόσο ευδιάκριτα, σα να πρόκειται για μορφές μιας πινακοθήκης, ενώ ο ορυκτός πλούτος μιας ιδιάζουσας μορφής της νεοελληνικής πραγματικότητας, να αποκαθαίρεται σα να πρόκειται για μια συνολική εκδοχή της σύγχρονης ζωής.

Είναι, ίσως από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου, το γεγονός ότι ενώ αναγνωρίζει κανείς πως χώρος δράσης παραμένει η Θεσσαλονίκη και η περιφέρειά της, τα τοπικά στοιχεία δεν αφαιρούν τίποτα από μια έστω και μερική καθολικότητα των ηρώων του. Στοιχείο που επιβάλλεται να αποδοθεί σε μια ιδιότυπη (εντελώς εσωτερικοποιημενη) σχέση που διατηρούν ορισμένοι τουλάχιστον συγγραφείς της πρωτεύουσας με τον γενέθλιο χώρο τους, σχέση που πρέπει να μυθολογεί τα πράγματα την ίδια στιγμή που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη.

Ενώ πολλοί πεζογράφοι της υπόλοιπης επικρατείας για να γίνονται κατά τη γνώμη τους όσο το δυνατόν περισσότερο διαβαστεροι, απλώνονται συνήθως πέραν του χώρου  που έχουν βιώσει με αποτέλεσμα να ατροφεί το αφηγηματικό νεύρο, ο Γιώργος Γκόζης αποδέχεται το “ενδον σκάπτε” με όριο μια συνοικία.

Αξιοσημείωτο παραμένει από την άποψη αυτή το διήγημα “ο ντουλαμάς που ενώ θα μπορούσε να διαβαστεί όπως μια οποιαδήποτε περιγραφή σε αθλητική εφημερίδα, με το να ανακινούνται οι ποδοσφαιρικές συναντήσεις και τα ονόματα των ποδοσφαιριστών ως υλικό μνήμης, μεταβάλλονται σε σημείο αναφοράς μια συναρπαστικής εσωτερικής ζωής. Σε βαθμό που δε χρειάζονται οι απέραντοι αυτοκινητόδρομοι, ευρωπαϊκών η αμερικανικών μεγαλουπόλεων, για να εκτιμήσουμε την περιπέτεια ενός αφηγηματικού ήρωα, αλλά αρκεί μια διαδρομή από τον Λευκό Πύργο ως το αεροδρόμιο της Μίκρας (στο διήγημα ‘Η Κόντρα’) για να έχουμε μια εσωτερική καταβύθιση, που μεταβάλλει, ακόμη και τα εξαρτήματα της μοτοσυκλέτας σε σκεύη άχραντης ζωής.

Όσο περισσότερο αυγαταίνουν οι μηχανές, τα ψαρια, οι πατσάδες, οι αλάνες, οι ποδοσφαιρικές συναντήσεις, τα ζώα, τόσο πιο αστραφτερή γίνεται η ζωή των ηρώων του βιβλίου “Ο νυχτερινός στο βάθος”, όσο πιο κοινόχρηστα τα αντικείμενα και πιο κοινότοπες (που άλλωστε σπανίζουν) οι σκέψεις τους, τόσο πιο αβυθομέτρητη μας αποκαλύπτεται η εσωτερική τους ζωή.  Θα λέγε κανείς πως το βιβλίο  δοξολογεί την εξωστρέφεια, για να κάνει ακόμα πιο άτρωτη την εσωστρέφεια.

Κι από την άποψη αυτή ο Γιώργος Γκόζης μπορεί να λογαριαστεί ένας επίγονος τους Κώστα Ταχτση, αφού και ο τελευταίας στο Τρίτο Στεφάνι (που άλλωστε μέγα μέρος του ξετυλίγεται στη Θεσσαλονίκη), σε μια στροβιλιστική σχέδιο αλληλουχία γεγονότων και πραγμάτων, μας μιλά μόνο για τον κρυμμένο εαυτό των ηρώων του.

Δεν είναι λοιπόν καθόλου περίεργο που τα ορόσημα της προσωπικής ζωής του καθενός ταυτίζονται με τα ενδοσημα του κοινωνικού βίου –και μάλιστα μιας υψηλής “ώρας”.

Φαίνεται πως η πεζογραφία και το διήγημα ιδιαίτερα ως μια φέτα ζωής, δεν μπορεί αν ακτινοβολήσει παρά μόνον όταν τα γεγονότα μικρά ή μεγάλα του κοινωνικού βίου, μεταβάλλονται χάρις τη μνήμη σε προσωπική περιουσία –ακόμα κι όταν η μνήμη αυτή είναι χθεσινή. Πόσο μάλλον όταν το διήγημα “Ο σεισμός, η αλάνα και το καλοκαιρι” μνημειωνει τον σεισμό της Θεσσαλονίκης του 1978, όταν ο συγγραφέας, σύμφωνα με το βιογραφικό του, ήταν οκτώ μόλις χρόνων.

ΗΤΤΑ σε δυο ρόδες

«Το πιο υποτιμητικό για τον ηττημένο όμως ήταν, ανάμεσα στα άλλα, να χάσει τη μηχανή του. Για φαντάσου, να πηγαίνεις  σαν ταύρος, έτοιμος να χάσεις τα πάντα -και τη ζωή σου ακόμα-, να μην σκέφτεσαι καν τη μάνα σου και τον πατέρα σου που σε περιμένουν αλαφιασμένοι στο μπαλκόνι αν και πότε θα φανείς στο δρόμο, να είναι εκείνη τη στιγμή όλα στηριγμένα πάνω σε δυο ρόδες και στο τέλος να επιστρέφεις στο σπίτι με τα πόδια ή, ακόμα χειρότερα -ποιά μεγαλύτερη προσβολή άραγε-, με μια μηχανή ανατολικοευρωπαϊκής προέλευσης της προηγούμενης τεχνολογικής γενιάς, τις μοναδικές μηχανές στον κόσμο ίσως που ακόμα και η μανιβέλα βρίσκεται αριστερά».

 Τα Νέα Σαββατοκύριακο, ένθετο “Βιβλιοδρομιο”, 7-8 Σεπτεμβρίου 2002, σ. 63/7