Νατάσα Κεσμέτη, Προσανατολισμοί.

H Νατάσα Κεσμέτη τον μήνα αυτό διάβασε:

Γιώργου Γκόζη, Ο νυχτερινός στο βάθος, εκδ. Νεφέλη 2002

Πρώτη συλλογή ενός νέου διηγηματογράφου από τη Θεσσαλονίκη, όπου γεννήθηκε το 1970

Και ως διαδηλώνουν τα κείμενα του, καθαρίσθηκε σαν πάλλουσα συνείδηση και θερμή καρδιά σε μια πολη με σπουδαία παράδοση στο είδος.

Γι αυτό και η στήλη σπεύδει να συγχαρεί τις εκδόσεις Νεφέλη που επιμένουν επίσης στη δική τους παραδοση να εντοπίζουν και να ενθαρρύνουν ταλέντα σαν αυτό του Γιώργου Γκόζη.

Παρ όλη την ποικιλία των θεμάτων στα οποία εστιάζεται η ματιά του διηγηματογράφου, ο μεγάλος σεισμός του 1978 παραμένει ευδιάκριτος ως δρών χρονικός άξονας στην αυτοσυνειδησία του καθώς και η λαχτάρα υπέρβασης της χρονιότητας ως ουσιώδης συγκινησιακή συνιστώσα του ψυχισμού του. Η αλλιώς: ήρωες καταστάσεις και πράγματα υπάρχουν εν χωρω και επομένως εν χρονω  αλλά στη μάτια που τα ενοφθαλμίζεται (και στην οποία κατευθύνει ή ενδεχομένως παγιδεύει τη δική μας ο συγγραφέας ) βρίσκονται Eν Πορεία προς …

Δεν θα ήθελα να ορίσω προς που, πράγμα που άλλωστε και ο ίδιος ο Γκόζης αποφεύγει συνήθως να κάνει . Παραμένει μάλλον υπόθεση του αναγνώστη να νιώσει, ονοματίζοντας ταυτόχρονα, το στόχο αυτής της πορείας στην οποία ο διηγηματογράφος συνοδεύει τα πλάσματα του. Για τη δική μου ανάγνωση, ο στόχος σχετίζεται με την έξοδο από την ενθαδικότητα, μια ενθαδικότητα ορμητικά και τρυφερά αγαπημένη ωστόσο.

Επομένως εδώ έχουμε να κάνουμε με την ποιότητα μιας συγκινημένης ματιάς (κατά τη συγκινημένη νόηση του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου) που προσδιορίζει τα μικρά ή μεγάλα γεγονότα, τις στιγμές συλλογικής δράσης η μοναχικής αντιμετώπισης των αιωνίων μεγάλων προκλήσεων ζωής και θανάτου. Αλλά πρόκειται και για κάτι ακόμα: όταν η διήγηση είναι σφιχτή και συχνά σύντομη, τότε ο διηγηματογράφος χρειάζεται τη δύναμη της ατμόσφαιρας που δημιουργεί και τη δεξιοτεχνία στο πως χειρίζεται την ταχύτητα που απαιτείται. Χαρίσματα που μας παραπέμπουν στον προπάτορα τους είδους, δηλαδή τον Τσεχωφ. Νομίζω πως τα σπέρματα αυτών των δυνατοτήτων βρίσκονται εν ενεργεία και μάλλον εν αφθονία στο υπέδαφος του ταλέντου του Γ. Γκόζη. Και μόνον η μορφή του Τσουκανταλη στο διήγημα, Ελα με την καλή, κουμπάρε αρκεί ως τεκμήριο για την βάση του επαίνου.

Αλλά επειδή μια τέτοιου είδους αφηγηματικότητα εστιαζόμενη κυρίως στο φαινομενικά ασήμαντο, γειτνιάζει ή και αρδεύεται από την ποίηση, εκείνο που κατά την άποψή μου απλώνεται ως γήπεδο ωραιων και σκληρών αγώνων για τον Γκόζη είναι η επίπονη άσκηση γύρω από την λειτουργικότητα τόσο της πρότασης όσο και του επιθέτου, κάποτε και της σύνταξης. Αυτά έχει να τα δουλέψει με το ίδιο πάθος που ζωντανεύει τους λεγόμενους απλούς ανθρώπους όπως: τους δυο φίλους του Ντουλαμά, όπου ένα αχνίζον πατσατζίδικο της πλατείας Αριστοτέλους αναδεικνύεται σε τέμενος ανδρικής φιλίας, τον Χάρη το Πουλί και τον Συμπαίκτη του σε μια ιδανική Κόντρα , τον Καμπουριασμένο στον παράνομο ερασιτεχνικό του ραδιοφωνικό σταθμό Σάκη ο Σαφάρι (κεντρική φυσιογνωμία και στις μυθιστορηματικές Απέραντες Συνοικίες του Γεράσιμου Δενρινου – Κέδρος 2001) η ακόμα τα ζώα, όπως την τυχερή Σαλώμη στο Ο σεισμός, η αλάνα και το καλοκαίρι.

Αν ίσως οι ψηφίδες αρχαιοπρεπούς εκκλησιαστικής λαλιάς που κάπου κάπου παρεμβάλλει ο Γκόζης, σκοπό έχουν να θυμίσουν πως ο κόσμος , με όλα τα ελώδη ύδατα του, εξακολουθεί να ανυψώνεται στο μέγεθος και το νόημα Ναού, τότε επιπρόσθετα χρεώνεται  με τη σχολαστική ευλάβεια απέναντι στα γλωσσικά μέσα με τα οποία οικοδομεί το έργο του. Μακάρι, ακολουθώντας τους δασκάλους μας της διηγηματογραφίας, να τολμά το αφοσιωμένο τους κουράγιο ως τέλους, αν υπάρχει τέλος στην τέχνη του λόγου.

Νατάσα Κεσμετη, περιοδικό ΕΥΘΥΝΗ, τεύχος Ιανουαρίου 2003