Πέτρου Αυλίδη, “Α, ρε Αλέξη, μ΄ έμπλεξες”,

Κείμενό μου από την παρουσίαση του βιβλίου του Πέτρου Αυλίδη
“Α, ρε Αλέξη, μ’ έμπλεξες”, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2015

στο Βιβλιοπωλείο Γιάφκα της πλατείας Ναυαρίνου την Πέμπτη 14/15/2015

[

Eίναι η πρώτη φορά της συγγραφικής μου ζωής που παρουσιάζω το έργο ενός άλλου συγγραφέα. Τυγχάνει βέβαια αυτός ο συγγραφέας, με μια άλλη του ιδιότητα, να είναι ψυχίατρος. Ελπίζω αυτό να μου βγει σε καλό.

Ας ξεκινήσω όμως από την αρχή. Ας πούμε για παράδειγμα πώς  ψηλάφησα και πώς άγγιξα αυτό το βιβλίο.

Ο Πέτρος Αυλίδης το αφιερώνει στα ερείπια της ζωής. Εύλογα, θα πει κανείς. Μετά από τόσα χρόνια στον χώρο της ψυχικής υγείας, κάτι παραπάνω θα ξέρει εκείνος ως παρατηρητής ψυχών. Αν όμως εστιάσει καλύτερα στην αφιέρωση, η φράση τα ερείπια της ζωής είναι γραμμένα με πλάγια γράμματα, πράγμα δηλαδή που σημαίνει πως πρόκειται για δάνεια φράση κάποιου άλλου. Όντως έτσι είναι, διότι για τον Ακριθάκη, ερείπιο της ζωής όπως στο τέλος των σελίδων μας αποκαλύπτεται, δε σημαίνει τον καταραμένο ήρωα, αλλά τον γνήσιο Καλλιτέχνη που δε βλέπει γύρω του, αλλά μέσα του, εντός του, ενδοσκοπεί. Συνεπής καλλιτεχνικά λοιπόν ο συγγραφέας Πέτρος Αυλίδης που αφιερώνει το βιβλίο του σε συναδέλφους του.

Στο αυτί του εξωφύλλου επίσης, αναφέρει πως παραχωρεί την αμοιβή του από την είσπραξη των πνευματικών του δικαιωμάτων στο Ανοιχτό Σχολείο Μεταναστών Πειραιά. Ανάργυρος λοιπόν ως Ιατρός ο Πέτρος Αυλίδης, τιμώντας τον τίτλο των αγίων συναδέλφων του Κοσμά και Δαμιανού, Ανάργυρος και ως συγγραφέας, άρα δυο φορές συνεπής με την ιδιότητά του αυτή του καλλιτέχνη.

Προχωρώ στο σώμα του βιβλίου. Ο παιγνιώδης Αυλίδης κάνει ένα διαρκές παιχνίδισμα με τις γραμματοσειρές. Τα σημερινά αφηγούμενα, σε γραμματοσειρά ηλεκτρονικού υπολογιστή. Τα τότε ιστορούμενα, σε γραμματοσειρά γραφομηχανής.

«Νύχτα. Οι νιφάδες χοντρές και νωθρές, αράζουν στην παγωμένη άσφαλτο». Ο συγγραφέας μεταφέρει τον αναγνώστη του στο Βερολίνο του ’80, στο λίκνο της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας του περασμένου αιώνα, με το Τείχος να στέκει ορθό κι ακμαίο, στην πόλη όμως όπου το τείχος της ανοχής είναι διάτρητο σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας της κοινωνικής ζωής. Σχεδόν όλα είναι ανεκτά εκεί. Οι εικόνες του Αυλίδη τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα ως κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ, ενώ ταυτόχρονα ξεπηδούν αβίαστα και ορμητικά με αφορμή μια ομιλία του σε κάποιο εκπαιδευτήριο της Αθήνας επί τη ευκαιρία των είκοσι χρόνων από την εκδημία του Ακριθάκη.

Όταν εν τέλει ολοκλήρωσα την ανάγνωση και έκλεισα και το αυτί του οπισθόφυλλου, με βεβαιότητα μπορώ να πω ότι δεν πρόκειται στα σίγουρα για μια αναθηματική πλάκα του Πέτρου Αυλίδη στη μνήμη του Αλέξη Ακριθάκη, ούτε μια μουσειακή καταγραφή της μακρόχρονης σχέσης τους. Παραμένει και σήμερα μία δυναμική Μαρτυρία. Η Μαρτυρία ενός νεαρού τότε άνδρα είκοσι πέντε ετών που στο πρόσωπο του σαραντάρη Ακριθάκη συναντά τον μεγάλο του αδελφό, τον πατέρα του, τον μέντορα, τον μύστη στο χρονικό μιας αλητείας, έναν Δάσκαλο στο μεδούλι και  στη μαθητεία της Ζωής. Το χρονικό μιας γνήσιας ανδρικής και αντρίκιας παντοτινής φιλίας, ένα κατ’ αναλογία πατερικό χρονικό στην κλίμακα των χρόνων του Βερολίνου.

Ποιός είναι όμως ο Αλέξης Ακριθάκης σήμερα; Πόσο γνωρίζουμε τον ίδιο; Δεν θα σας πω πολλά, διότι υπάρχει το έργο του πίσω μας να μας τον θυμίζει και το κληροδότημα του οικουμενικού αυτού Έλληνα είναι προσβάσιμο σε κάθε γωνιά στο διαδίκτυο. Όποιος ψάχνει, βρίσκει, επομένως αυτό το αφήνω πάνω σας. Θα σας πω μόνο σε ένα σύντομο κολάζ δυο λόγια για εκείνον προς χάρη της σύζευξης του προσώπου του με το βιβλίο του Πέτρου:

Αντιγράφω δημιουργικά:


“Ο Ακριθάκης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαΐου του 1939. Η μητέρα του ήταν απόγονος εύπορης βαυαρικής οικογενείας και ιδιοκτήτρια  οίκου μόδας, ενώ ο πατέρας του πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία και εξόριστος ως κομμουνιστής στον εμφύλιο. Αυτή η αντίφαση στους δύο οικογενειακούς πόλους τον έκανε να εξοικειωθεί με τα άκρα, να μεταβαίνει με άνεση από τους προσφυγομαχαλάδες της μεταπολεμικής Αθήνας στην κοσμικότητα του Κολωνακίου, να αναπτύξει αντισώματα στα όποια κοινωνικά ή ταξικά συμπλέγματα, αλλά και εκ φύσεως να δει από νωρίς τη ζωή με ένα φίλτρο απόλυτης ανεξαρτησίας, αρνούμενος να μπει σε κανόνες.

          Αυτό δεν άργησε να φανεί. Το 1955 αποβλήθηκε “δια παντός” από το σχολείο ως ταραξίας: ένα παιδί στα δεκάξι του, στην κορυφαία παραβατική στιγμή του καίει μία σχολική αίθουσα της Λεοντείου Σχολής όπου φοιτούσε, γεγονός που προκάλεσε την οριστική αποβολή του όχι μόνο από το δικό του, άλλα από όλα τα σχολεία της Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα στη συλλογική μνήμη των συμμαθητών και συγχρόνων του ήδη εκκίνησε η δημιουργία του προσωπικού του μύθου.

          Την επόμενη χρονιά γνωρίστηκε κατά τις ολονυκτίες του στο καφενείο ‘Βυζάντιο’, ανάμεσα σε άλλους σημαντικούς του σύγχρονου νεοελληνικού μας πολιτισμού, με τον φιλόσοφο Γιώργο Μακρή, ο οποίος αναγνώρισε το ταλέντο του και τον ενθάρρυνε να ασχοληθεί με τη ζωγραφική. «Μου έμαθε να βλέπω και όχι να ζωγραφίζω», αναφέρει ο ίδιος για τον Μακρή χρόνια μετά. 

          Ο Ακριθάκης συνεχίζει αφρενάριστος που λέει κι ο Πέτρος: παραβιάζει στα δεκαεννιά του το χρηματοκιβώτιο της οικογενειακής επιχείρησης, αγοράζει μία μηχανή και βρίσκεται στο Παρίσι, κέντρο της πρωτοπορίας των καλλιτεχνικών κινημάτων. Εκεί ζει από το 1957 ως το 1960 ως μποέμ, βυθισμένος στον τζόγο, στο ξενύχτι, στο αλκοόλ, στα ναρκωτικά, δοκιμάζοντας τις αντοχές και τα όριά του στην αυτοκαταστροφή και την αντισυμβατικότητα, ως καταραμένος καλλιτέχνης -απαρνιόταν τον όρο ζωγράφος-,  ανένταχτος και πρωτοπόρος. Μέχρι τότε δεν έχει σπουδάσει συστηματικά τη ζωγραφική τέχνη, ενώ το 1961, στα είκοσι δύο του χρόνια επιστρέφει στην Ελλάδα έχοντας παντρευτεί κιόλας δυο φορές! Το 1968 κερδίζει εικαστική υποτροφία του γερμανικού κράτους και ενώ στην Ελλάδα μεσουρανεί η Χούντα, φεύγει για το Βερολίνο. Στην πόλη αυτή η μανιέρα της γραφής του βρίσκει έκφραση στην περίφημη πατέντα του «τσίκι τσίκι», ένα αυτόματο, πυκνό πλέξιμο της σινικής μελάνης πάνω στο χαρτί, πάνω στον καμβά, πάνω στον πίνακα. Πρόκειται για μια αφηρημένη φαινομενικά γραφή που όλοι ασυναίσθητα κάνουμε όταν για παράδειγμα μιλάμε στο τηλέφωνο και  που προσωπικά μου θυμίζει τα σχέδια και τα κοσμήματα του Πεντζίκη στο χαρτόνι, τα αποτελέσματα της οποίας όπως προκύπτουν στο χαρτί είναι εντελώς συγκεκριμένα. Στη Γερμανία θα παραμείνει ως το 1984 διανύοντας μια εκρηκτική παραγωγικότητα στα πλαίσια μιας εκρηκτικής εποχής, μέχρις ότου να επιστρέψει οριστικά πια στην Ελλάδα και να εγκατασταθεί εκ νέου στην πόλη όπου γεννήθηκε.

          Η υγεία του ωστόσο είναι κατεστραμμένη. Από τα εφηβικά του χρόνια έχει δεθεί ασφυκτικά με τα ναρκωτικά κάθε είδους, μαλακά και σκληρά και την τελευταία δεκαετία της ζωής του, φρόντιζε να ρίχνει μέσα του καθημερινά δυόμιση μπουκάλια βότκα. Κάποιος είπε ότι δε βρήκε ίσως το θάρρος να αυτοκτονήσει όπως ο δάσκαλός του Μακρής και γι’ αυτό φρόντιζε ο ίδιος να καταστρέφει συστηματικά τον εαυτό του μέχρι να οδηγηθεί από μόνος του στον αργό του θάνατο.  

          Τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του ο Αλέξης Ακριθάκης τα πέρασε σχεδόν στην απομόνωση. Αν και είχε σταματήσει τη χρήση ουσιών εδώ και δέκα χρόνια, διπλασίασε την κατανάλωση αλκοόλ. Ετσι άρχισε να μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία. Δεν σταμάτησε όμως να ζωγραφίζει. Με ψυχολογικά προβλήματα και εξάρτηση από το αλκοόλ, ο Αλέξης Ακριθάκης θα βγει τελευταία φορά από το Δαφνί. Στις 19 Σεπτεμβρίου 1994 φεύγει από τη ζωή, αφήνοντας πίσω του ένα πολυδιάστατο και πληθωρικό έργο που τον κατατάσσει αδιαμφισβήτητα στους σημαντικότερους εκπροσώπους του μοντερνισμού”.

Αυτά λένε οι ηλεκτρονικές εγκυκλοπαίδειες. Εκείνο που δε λένε κι ούτε ποτέ πρόκειται να πουν είναι για παράδειγμα εκείνος ο ζεστός και σαρκωμένος τρόπος, αντί του ψυχρού ψηφιακού, μέσω του οποίου (σ. 24) ο σοφέρ Αυλίδης μας κάνει κοινωνούς της μεταξύ τους γνωριμίας στο Δυτικό Βερολίνο:

«Ο Ακριθάκης είναι σαράντα ένα. Δεν ζωγραφίζει, ψάχνει ατελιέ, κάνει διάλειμμα απ’ τα χόμπι του και πίνει. Ανταποδοτικά για το διάλειμμα. Κι επειδή η πόλη είναι φουλ στο αλκοόλκοντρόλε, ψάχνει σοφέρ, κάποιον στεγνό, νυχτερινό ωράριο κυρίως. Έχει και αϋπνίες. Ταιριάζω στο κοντσέπτ».

Η γλώσσα του Πέτρου είναι προφορική κι αβίαστη. Διέκρινα εκλεκτική συγγένεια με εκείνη του συμπολίτη μας Αντώνη Σουρούνη. Ίσως οφείλεται στην κοινή πατρίδα Θεσσαλονίκη, ίσως οφείλεται στην κοινή λογοτεχνική σχολή της γενέτειρας, ίσως οφείλεται στα «Μερόνυχτα Φρανκφούρτης»,  τίτλος βιβλίου του Σουρούνη, ίσως  στην κοινή πατρίδα Γερμανία. Αυτή η γλώσσα λοιπόν, σύγχρονη και σημερινή, στακάτη και στρέιτ, η χωρίς περιστροφές, μπαίνει κατευθείαν στο θέμα (σελ. 17):

          “Περιφερόμουν στην πόλη με την άνεση του αργόσχολου συγγραφέα που περιμένει να τον ανακαλύψουν,
έκανα τις βόλτες μου στην παραλία και στο λιμάνι,
τριγύριζα στα βιβλιοπωλεία που είχαν τα βιβλία μου τσεκάροντας με τρόπο στα ράφια αν είχαν λιγοστέψει τα διαθέσιμα αντίτυπα, όλα παρόντα,
στα πιο μεγάλα ξεφύλλιζα βιβλία αλανών παραμονεύοντας κάνα πελάτη να ξεφυλλίζει τα δικά μου, δεν έτυχε,
αραχτός σε καφενεία χάζευα τις γκόμενες, τις κάπως σιτεμένες, οι ασίτευτες δεν ήταν του χεριού μου,
έκανα τουρνέ σε ουζερί και σουτζουκερί που είχα πεθυμήσει,
τα βράδια έπαιζα τάβλια με τους δικούς μου καθότι τη μέρα δεν μπορούσαν, όλοι ακόμα δραστήριοι επαγγελματικά και λιγότερο σεξουαλικά καταπώς δείχνουν, και καταπώς λένε οι ίδιοι δηλαδή, βλέπαμε παρέα ματσάκια ενόσω οι κυρίες τους ετοίμαζαν κατιτίς για τσίμπημα, μια χαρά περνούσα.
Για την ομιλία, πέρα έβρεχε. Ώρες ώρες περνούσε κι αυτή απ’ το μυαλό μου, ευχάριστα, την ανέφερα σε φίλους, σου ’πα, ρε, που με κάλεσαν να μιλήσω για τον Ακριθάκη; καμάρωνα, αλλά δε μ’ απασχολούσε. Την είχα είπαμε.

Κομπλέ”.

Ως αφηγητής ο Αυλίδης διαθέτει μνήμη ακέραια: πότε ακριβώς κατέβαζε ταχύτητα στο κουρσάκι το Πεζώ πριν από τριάντα χρόνια, πόσο πολύ έβρεχε όταν έπαιρνε τη στροφή στο φανάρι αριστερά προς τη Φαζάνενστράσε, πότε ακριβώς προσπερνούσε το μπροστινό αυτοκίνητο. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι και στις μέρες μας κρατάει στο συρτάρι του όλα τα γράμματα του φίλου του Αλέξη μαζί με τους φακέλους τους, ένας εκ των οποίων κοσμεί το εξώφυλλο και που οι πιο πολλοί από εμάς συνήθως πετάμε στα σκουπίδια.

Ο Αυλίδης γράφει απνευστί. Αν και χρησιμοποιεί επιφανειακά κοφτές και ξερές, φαινομενικά ενίοτε στεγνές φράσεις, ο λόγος του είναι σκόπιμα ασθματικός. Βιάζεται να προλάβει να τα πει όλα, να τα γράψει όλα, όσα θυμάται, να μη λησμονήσει και να μην παραλείψει τίποτε. Το καταφέρνει: σε μόλις δεκαπέντε μέρες, από τις 10 μέχρι τις 25 Νοέμβρη του 2014 ολοκληρώνει το γράψιμο αυτού του βιβλίου, προφανώς χωρίς να κοιμάται και πολλές ώρες στο ενδιάμεσο. Τί δεν είναι η γραφή του; Δεν είναι ακαδημαϊκή, δεν είναι καθόλου μικροαστική, δεν είναι καθώς πρέπει, δεν είναι καθόλου αναμενόμενη από έναν ψυχίατρο, επιστήμονα άνθρωπο. Τί είναι η γραφή του; Είναι κατά βάθος  μετοχική, καιόμενη βάτος, ναι, δίχως όμως να γίνεται ως εξιστορητής γλυκερός και σαλιάρης. Ο τότε νεαρός άντρας των είκοσι πέντε ετών είναι πλέον μέντορας ο ίδιος. Ο προσποιούμενος τον άνετο μαθητευόμενος της αλητείας του ’80 είναι σήμερα εδώ μεστός εμπειριών και μας περιγράφει με στιβαρότητα και ακρίβεια τη διαδρομή του Καλλιτέχνη που έζησε τη ζωή του  κόντρα με εκείνη των ομοτέχνων του: ενώ πολλοί εξ αυτών πατούν επί πτωμάτων προκειμένου να κατακτήσουν τον κόσμο όλο, εκείνος πατούσε πάνω στο δικό του πτώμα προσπαθώντας να κατακτήσει τον δικό του έσω κόσμο: «Ο καλλιτέχνης», λέει ο Ακριθάκης στη σελίδα 104, «είναι από τη φύση του ένα ερείπιο της ζωής».

Ας μη βιαστεί κανείς να πει πως ο Αυλίδης δυο δεκαετίες μετά σκάρωσε στα φτερό ιστορία με έτοιμο το υλικό του ή πως ο μαθητής δίνει τον δάσκαλο ή πως ο φίλος δίνει τον φίλο. Ούτε να βιαστεί να σκεφτεί πως θα κονομήσει στη μνήμη και στην πλάτη του Ακριθάκη πνευματικά δικαιώματα εν μέσω κρίσης, δημοσιεύοντας μάλιστα και την ανέκδοτη ως σήμερα επιστολική τους αλληλογραφία όπως μας παραδίδεται στο τελευταίο μέρος του βιβλίου. Γιατί; Διότι βρήκα το κείμενο του διάσπαρτα σπαρακτικό κατά την δική μου ανάγνωση, αντιστρόφως ανάλογο με αυτό που λέγανε κάποτε οι μανάδες στα παιδιά τους «οι άντρες δεν κλαίνε» κι άλλες στρεβλές πεποιθήσεις. Ο Αυλίδης κλαίει σιωπηλά σε πολλά σημεία, αλλά και διατηρεί ασφαλή απόσταση από τα ίδια του τα γραφόμενα. Βρήκα το «Α, ρε Αλέξη, μ’ έμπλεξες» κτισμένο με ένα καλά καμωμένο προπέτασμα συναισθηματικής ουδετερότητας, ένα επίπλαστο και λεπτό στρώμα πηλού που όμως αν το ξύσεις, γρήγορα θα δεις συμμετοχή σε αδιέξοδα αχνιστά και συμβίωση με μια παλλόμενη ψυχή που βασανίζεται από την απόγνωση, όπως ας πούμε στη σελίδα 83:

«Σήμερα 14.12.89.

Σε λίγες μέρες οι απαίσιες αυτές Γιορτές.

Τι φταίμε εμείς οι Αγνοί Αμαρτωλοί να μπλεκόμαστε σε τέτοιες Ιστορίες;»

κι αλλού,
όπως ας πούμε στη σελίδα 96:
«Πέτρο, υποφέρω σε τούτη την παρανοϊκή χώρα»

κι αλλού,
όπως ας πούμε στη σελίδα 98:
«το επόμενο άνθος είναι μαραμένο
σα τη ζωή μου σιγά σιγά»

κι αλλού,
όπως ας πούμε στη σελίδα 106:
«Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να ζητάς το Υπέρτατο!
και να μη βρίσκεις τη διεύθυνση του;»,
με υπογραμμισμένες τις δύο λέξεις Υπέρτατο και διεύθυνση,

κι αλλού,
όπως ας πούμε στη σελίδα 108
«μέσα σε όλα τούτα τα σκατά ζούμε
κι η ερημιά είναι πάντα γύρω μας»,

κι αλλού,
όπως ας πούμε στη σελίδα 152,
«Πέτρο βλέπω γύρω μου τεράστια τέρατα,
έκανα 4 μήνες στο ψυχιατρείο
χωρίς να είμαι τρελός».

Όσο ο ίδιος ο Ακριθάκης ερωτοτροπεί με τον θάνατο, τόσο περισσότερο όλα του τα έργα ξεχειλίζουν από παιδικότητα, από χρώματα έντονα, ολόφωτα, ζωηρά, αυτόφωτα. Όσο η αδικία ολόγυρά του ασχημονεί, εκείνος, ως μια πράξη καθαρότητας, ως μία πράξη εξαγνισμού, ως μία πράξη ηθικής, ζωγραφίζει τις  διάσημες βαλίτσες του και τα χάρτινα κοκκινόχρωμα καραβάκια του, να συμβολίζουν το διαρκές ταξίδι, την περιπέτεια, τον αναχωρητισμό εκ του κόσμου τούτου, τη φυγή από την πραγματικότητα, αυτή στην οποία αδυνατούσε να ζήσει εντός της με επάρκεια.

Με αυτόν τον τρόπο κι ενώ ο Αυλίδης εγείρει και λογοτεχνικά ερωτήματα, ας πούμε ζητήματα αμιγώς της τεχνικής της αφήγησης όπως στη σελίδα 50:

 

«Τί θα πω;…

Πώς θα το πω;…

Πώς θ’ αρχίσω;…

Πώς θα τελειώσω;…»

Κι ενώ
κυλούν οι λέξεις
εμφανίζεται ο αιχμηρός αντικομφορμιστής Ακριθάκης:

«ήρωας δεν έγινα.
Ευτυχώς όμως,
γιατί οι Ήρωες σήμερα είναι πολυέξοδοι,
προτομές ή κι ολόσωμα αγάλματα, φιλοτεχνημένα από διάσημους επαρχιακούς γλύφτες»

κι ενώ
ο Ακριθάκης επιθυμεί να γράψει κάποτε μικρά αφοριστικά κείμενα, όχι ποίηση όπως επιθυμεί, εν τούτοις αρθρώνει
ώριμο ποιητικό λόγο (σ. 136):

«Πριν από μερικά χρόνια
τράβηξα μια ευθεία γραμμή
κι έβαλα πάνω της ένα ζωάκι»

κι ενώ
ο Καλλιτέχνης αναζητά την κορύφωση της ύπαρξης, την ίδια στιγμή βουτάει στον πάτο της (σ. 144):

«Φτάνω χαμηλά στον βυθό της ζωής μου
με μια μάσκα κι ένα καλάμι»

κι ενώ
ο Ακριθάκης μας τραβά από το μανίκι για την ματαιότητα του κόσμου:

«Σκέφτηκες ποτέ
τη μοναξιά του Ήλιου στον ουρανό;»

κι ενώ
κι ενώ
κι ενώ
ατελείωτα κι ενώ
κι ενώ
ο Ακριθάκης ήταν Ένας Άλλος κι όχι Άλλος Ένας,

έχεις καταλάβει ότι, με την παρόμοια με του Αλέξη τεχνική του τσίκι-τσίκι, α, ρε Πέτρο, έχεις καταλάβει πόσο μας έμπλεξες;

]

 

Με την αγάπη μου,

Γιώργος Γκόζης

Στη γνωστή Γιάφκα

Πέμπτη 14 Μαΐου 2015,

20:30 ντάνγκα