Μάκης Τσατσόπουλος, “Α, ρε Αλέξη, μ΄ έμπλεξες”.

Κείμενο του αρχιτέκτονα Μάκη Τσατσόπουλου με αφορμή την παρουσίαση του πρόσφατου βιβλίου του Πέτρου Αυλίδη ¨Α, ρε Αλέξη, μ΄έμπλεξες” στον Σύλλογο Αποφοίτων του Πειραματικού Σχολείου Θεσσαλονίκης στις 11 / 05 /2015.

 

Πριν από λίγο καιρό ο συμμαθητής μου ο Πέτρος Αυλίδης μου ζήτησε να συμμετάσχω στην παρουσίαση του καινούργιου του βιβλίου.

Αυτό έγινε ξαφνικά: μου είχε ήδη στείλει με μειλ το βιβλίο του να του πω μια γνώμη, το είχα διαβάσει, δεν μου είχε κάνει κάποια ιδιαίτερη εντύπωση.

Ίσως αυτό οφείλεται στο ότι το διάβασα λίγο βιαστικά, όπως δηλαδή συνήθως οι περισσότεροι διαβάζουμε ένα μυθιστόρημα, προσπερνώντας τις σελίδες και ανυπομονώντας για το φινάλε και τη τελική λύση.

Δεν το είχαμε σχολιάσει καθόλου.

Την ίδια εκείνη εποχή διάβασα σ’ ένα βιβλίο ένα σχόλιο ενός μεγάλου συγγραφέα, ότι οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τη γραφή απλώς ως μέθοδο καταγραφής γεγονότων και τη διαφοροποιούσαν έτσι από το προφορικό λόγο, που ήταν ο κατ’ εξοχήν ποιητικός λόγος, ο λόγος του πνεύματος.

Δεν είναι τυχαίο που η άγραφη λογοτεχνία από τα ομηρικά έπη και την μυθολογία ως τα δημοτικά τραγούδια ή τα παραμύθια του παππού (που τα παιδιά τα ακούν ασταμάτητα χωρίς να τα βαριούνται) έχουν αυτή την εσωτερική δύναμη που δεν μπορεί να αποτυπωθεί στον γραπτό λόγο και αυτό μπορούσε να ονομαστεί η πνοή του.

Τότε ξαναδιάβασα το κείμενο του Αυλίδη, βλέποντας το τώρα σαν μια διαδικασία και μια αγωνία να ειπωθεί κάτι, προσέχοντας αυτή τη φορά περισσότερο το άρρητο, αυτό που προσπαθούσε, αλλά δεν ήταν δυνατόν να γραφεί και το βρήκα τελείως διαφορετικό.

Πάνω σ’ αυτά συζητώντας λοιπόν μου είπε, “δεν παρουσιάζουμε μαζί το βιβλίο μου;” και έτσι προέκυψε αυτή η παρουσίαση.

Το πρώτο που θέλω να πώ λοιπόν είναι ότι μιλάω ως αναγνώστης και όχι ως κριτικός ή ακόμα σαν συμπάσχων, διότι αν υποθέσουμε ότι το θέμα του είναι η καταγραφή μιας διαδικασίας έμπνευσης (νά ‘την πάλι η πνοή!), αυτή η έμπνευση μ’ έχει απασχολήσει και μένα στη δουλειά μου και ξέρω ότι είναι μια μακριά και επίπονη διαδικασία.

 

Το άλλο κοινό μας σ’ αυτή την ιστορία με τον Αυλίδη είναι το στρες.

Το στρες για να γράψει το βιβλίο του, μεταφέρθηκε σε μένα σαν στρες παρουσίασης του βιβλίου του. Το στρες δεν είναι άυλο, είναι κάτι υλικό, στερεό, σαν πέτρα. Δεν χάνεται, το μεταφέρει ο ένας στον άλλο στην προσπάθειά μας να απαλλαγούμε απ’ αυτό, όπως ξεφορτωνόμαστε το μουτζούρη στα χαρτιά, μόνο που εδώ τελικά δεν μαυρίζει κάποιος, αλλά κάποια στιγμή όλη αυτή η προσπάθεια μεταμορφώνεται σε δημιουργία.

Α ρε Πέτρο μ’ έμπλεξες μονολογούσα όσο σκεφτόμουνα την παρουσίαση.

 

Μέσα απ’ όλα τα παραπάνω σαν διαδικασία λοιπόν, έγραψα κάτι για το βιβλίο του Πέτρου που σας τα παρουσιάζω:

 

 

Στο καινούργιο του βιβλίο ο Αυλίδης περιγράφει τη διαδρομή και κυρίως την αγωνία του ήρωα-πρωταγωνιστή του να στήσει έναν λόγο-παρουσίαση για το φίλο του Ακριθάκη, στον οποίο λόγο του όμως θέλει να καταγράψει την ουσία του χαρακτήρα του Ακριθάκη και όχι να είναι απλώς μια εξιστόρηση αναμνήσεων και συναισθήματος.

Να βγει μια ιστορία της προκοπής για το μακαρίτη, όπως λέει ο ίδιος.

 

Σκέφτεται διάφορα.

Και καθώς τα σκέφτεται, τα ψάχνει, τον θυμάται, το μυαλό του ανεξάρτητα απ’ αυτόν, αφήνοντάς τον να τυραννιέται και να αγωνιά, ταξινομεί από μόνο του τα γεγονότα και σιγά σιγά τα ετοιμάζει για την τελική φόρμα.

Έτσι γίνεται πάντα με τις εμπνεύσεις.

 

Όσο γίνεται αυτή η υπόγεια διανοητική διαδικασία, ο ήρωας μας παραθέτει περιστατικά και αναμνήσεις από τη κοινή τους ζωή με το φίλο του:

-Σαν να θέλει να αφήσει εμάς να τον καταλάβουμε.

-Σαν να θέλει να του μιλήσει ο Ακριθάκης μέσα από τις ιστορίες τους και να του πει , πως ακριβώς να μας τον παρουσιάσει.

-Σαν να θέλει να χαλαρώσει ο ίδιος μέσα από τις ιστορίες που αναπολεί, (όπως χαλαρώνει κανείς μετρώντας προβατάκια για να κοιμηθεί το βράδυ), για να μπορέσει έτσι να αφήσει χώρο και να του κατέβει η έμπνευση, που όσο σε καταλαβαίνει τσιτωμένο, τόσο περισσότερο κρύβεται.

 

Κάποια στιγμή ο ήρωας σκέφτεται να ζητήσει βοήθεια ακόμη και από την αποκαλούμενη αρραβωνιαστικιά του, παρόλο που η πείρα του του λέει να μην το κάνει.

Όχι πως φταίει η –μέσα σε εισαγωγικά- αρραβωνιαστικιά.

Απλώς καταλαβαίνει άλλη μια φορά ότι το θέμα του θα το λύσει μόνος του.

Η έμπνευση είναι ένας μοναχικός δρόμος.

Α, ρε Αλέξη μ ’έμπλεξες, μονολογεί συνεχώς.

 

Μια και μιλούμε για πνοές και για εμπνεύσεις, ας μιλήσουμε λίγο και για πνεύματα.

Στην αγωνία του για το στήσιμο της ομιλίας του ο ήρωας σκέφτεται και απευθύνεται συχνά στο Πνεύμα του Μακαρίτη.

Τα Πνεύματα, όχι μόνο του Μακαρίτη Ακριθάκη, είναι κάτι που υπάρχει στην άκρη του μυαλού του ήρωα και στρέφεται σ’ αυτά για να ζητήσει βοήθεια, κάθε φορά που η λογική δεν του αρκεί για να δώσει μία απάντηση.

 

Τα πνεύματα βοηθάνε, όχι όμως από συμπόνια.

Τα πνεύματα δεν έχουν συναισθήματα.

Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος μαζί τους, όπως αναφέρει ο Αυλίδης σ’ ένα παλιότερο βιβλίο του.

-…Εμείς δεν έχουμε συναισθήματα. Δεν βοηθάμε για το καλό κάποιου, αλλά γιατί το ζητάει. Μπορεί και να μη του βγει σε καλό, άμα ζήσει τις επιθυμίες του.

-Και γιατί βοηθάτε; Αφού δεν σας νοιάζει;

_Είναι χόμπι. Περνάμε τον καιρό μας.

_Το χόμπι δεν χρειάζεται συναίσθημα;

-Το χόμπι είσαι εσύ. Αν έχεις συναίσθημα, έχει και το χόμπι σου.

 

 

Ώσπου σ’ αυτήν την πάλη ανάμεσα στις Μνήμες και την Έμπνευση για το στήσιμο του λόγου του, παρεμβαίνει άθελα σαν από μηχανής θεός και ο 95 χρονος πατέρας.

Η σκηνή θυμίζει θεατρικό έργο.

Στο σαλόνι του σπιτιού του ο πατέρας είναι αραχτός στον καναπέ με τα πόδια του απλωμένα στο σκαμπό μπροστά του.

Απέναντι του ανοιχτή η τηλεόραση.

Η μάνα στην πολυθρόνα από την άλλη μεριά.

Δίπλα του χαιδεύοντάς του που και που το κεφάλι ο ήρωας της ιστορίας.

Η μνήμη μου είναι ασυνεχής, δηλώνει κάποια στιγμή ο πατέρας σε τόνο επεξηγηματικό, όχι απολογητικό, ξαλαφρωμένος πια έστω και ακούσια από ενοχές και σχεδόν αθώος. Και τότε μέσα απ’ αυτές τις ασυνέχειες της μνήμης του πατέρα, ο ήρωας βλέπει τη λύση και ξαφνικά φωτίζεται μέσα του και αρχίζει να ενσαρκώνεται η έμπνευση.

Αν η μνήμη είναι η τσιμεντένια πλακοστρωμένη αυλή μας, η έμπνευση είναι η πρασινάδα που ξεπηδάει μέσα από τις μικρές τυχαίες ρωγμές της πλακόστρωσης.

Η έμπνευση λοιπόν αρχίζει, αλλά δεν ολοκληρώνεται. Το έργο έχει βρει τη ροή του, αλλά δεν έχει βρει ακόμη το φινάλε του.

 

Έτσι, η θεατρική σκηνή ξαναστήνεται μπροστά μας. Αυτή τη φορά πρωταγωνιστής είναι ένα παιδάκι.

Θυμηθείτε το παιδάκι της διαφήμισης του Καμμένου, στην τηλεόραση την εποχή των εκλογών, τον μικρό Αλέξη, που το ψάχνει η μάνα του.

Εδώ, δε ψάχνει η μάνα το παιδί, το παιδάκι είναι αυτό που καθοδηγεί τη μάνα του προς τη διπλανή αίθουσα και την τελική λύση.

Αλήθεια ή ψέματα, αλλά μάλλον αλήθεια σύμφωνα με τον συγγραφέα, το παιδάκι που μέσα σ’ όλη του την αθωότητα τράβαγε τη μάνα του προς τη διπλανή αίθουσα και μαζί τράβαγε και τον ήρωα του βιβλίου και ο ήρωας τράβαγε τον συγγραφέα και ο συγγραφέας τράβαγε εμάς, το μικρό αυτό παιδί λεγότανε και αυτό Πέτρος.

 

ΜΑΚΗΣ ΤΣΑΤΣΟΠΟΥΛΟΣ