Ανθρώπινα κοιτάσματα, Λίνα Πανταλέων, Καθημερινή

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΚΟΖΗΣ
Γκουανό
εκδ. Πόλις

​​Ανθρωποι χωρίς τόπο, από κάθε γωνιά του χρόνου, που καταφθάνουν σε μια πατρίδα ακατάδεχτη και ανέτοιμη, σταθμεύουν στις σελίδες του Γιώργου Γκόζη για να αποθέσουν τις ιστορίες τους. Πρόκειται για ιστορίες ξεριζωμού και απώλειας. Οι πέντε αφηγητές είναι διπλά ορφανεμένοι, από τη γενέτειρα και τους γεννήτορες. Θύματα των πιο δραματικών συγκυριών του 20ού αιώνα, καταλύουν ύστερα από απόκρημνες πορείες σε εφήμερες εστίες, που δύσκολα γίνονται σπιτικά, προσπαθώντας να επινοήσουν ένα νέο όνομα, μια καινούργια ταυτότητα, μια νέα συνθήκη ύπαρξης. Το δυσκολότερο για εκείνους είναι να τακτοποιήσουν όλα τα χαμένα μεταξύ μνήμης και λήθης. Πώς θα μπορούσαν να ζήσουν μακριά από όσα είχαν εγκαταλείψει; Ξεχνώντας ή αρνούμενοι να ξεχάσουν; Βέβαια, οι περισσότεροι θυμούνται εκείνα που δεν μπορούν να ξεχάσουν. Διότι ούτε η μνήμη ούτε η λήθη άπτονται της βούλησης.

Η Ασπασία, η τελευταία που μιλάει στο βιβλίο, γράφει από το υπερπέραν σε έναν χαμένο γιο σαν να απευθύνεται σε ένα φασματικό, όπως η ίδια, πλάσμα, σε ένα οιονεί τέκνο της Ιστορίας, που ενσαρκώνει όλα τα φανερά και τα άδηλα, τα περασμένα και τα επικείμενα, δονούμενο από τη λαιλαπώδη ροή της ζωής. Ο γριφώδης παραλήπτης της επιστολής θα μπορούσε να είναι ο συνομιλητής των προηγούμενων αφηγητών, αλλά και, υπό ένα αλληγορικό πρίσμα, ο συγγραφέας της συλλογικής μνήμης. Η μητέρα του με υπερκόσμια διαύγεια αναλογίζεται τα ανώφελα μυστικά της λησμοσύνης. «Μα, ακόμα κι αν κάποτε γίνονταν φανερά, τι το τραγικό της άγνοιας ή της γνώσης θα συνέβαινε άραγε;»

Αλλοι, σαφώς λιγότερο επουράνιοι, θυμούνται την καμένη γη που άφησαν, τους αγαπημένους που πένθησαν, τα σπίτια που ρήμαξαν και τους νέους τόπους, όπου στρίμωξαν την εναπομείνασα ζωή τους. Η Σταυρούλα από τη Θεσσαλία κερνάει τον φιλοξενούμενό της καφέ από κριθάρι, για να μην ξεχνάει τα παλιά. Την ορφάνια από τον πατέρα, την τέφρα του χωριού της, τους Γερμανούς, τον σκοτωμένο αντάρτη αδελφό, τον μαυραγορίτη δωσίλογο θείο, τις αποστάσεις που περπάτησε. Ο Γιώργος από τη Μακεδονία τον κερνάει ξινόμαυρο και του μιλάει για έναν Εβραίο με πολλά βιβλία, που έκρυβαν στο πατρικό του.

Γλίτωσε τους θαλάμους αερίων, όχι όμως και από την ασφυξία της μνήμης, και πήγε να ανασάνει στην Παλαιστίνη. Ο μόνος που δεν φιλεύει τίποτα τον συνομιλητή του είναι ο Κοσμάς από την Καππαδοκία. Ενας νοσοκόμος τού παίρνει αίμα ενόσω εκείνος ξαναβλέπει στη Σμύρνη τη θάλασσα να γίνεται αίμα. Στο πρόσωπο του νοσοκόμου διακρίνει μια γνώριμη μορφή και του εξομολογείται τους τρεις σεβντάδες της ζωής του.

Ο Γκόζης παρουσιάζει τις πέντε εξιστορήσεις υπό μορφή ανάλαφρης κουβέντας, επιμελούμενος σωστά την αυθορμησία του προφορικού λόγου, προσέχοντας τους επιτονισμούς των διαφορετικών ιδιολέκτων, όπου παρεισδύουν λόγιες εκλάμψεις. Ολοι οι αφηγητές απευθύνονται κοφτά «μα αγαπητικά», σε ένα οικείο πρόσωπο, το οποίο παραμένει αμέτοχο στην αφήγησή τους. Ο βουβός ακροατής είναι ο συνδετικός κρίκος των ιστοριών, υποστασιοποιώντας τη συνέχεια και τη συνοχή του χρόνου. Στέκεται παράμερα από τις ιστορίες, χωρίς ωστόσο να παύει να συνιστά μέρος τους. Η πρόδηλη φιλικότητα των συνομιλητών φανερώνει, πέρα από οικειότητα, την αναγνώριση μιας συγγένειας. Τις ζωές τους αρδεύει κοινό αίμα, σε κοινή μήτρα επωάστηκαν, σε μια πατρίδα, που αδιάκοπα αιμορραγεί, κομματιάζεται, ρημάζεται, μοιράζεται, διώχνει και διώκεται, θανατώνει και θανατώνεται.

Το τελευταίο κεφάλαιο, ομότιτλο του βιβλίου, είναι μακράν το σημαντικότερο. Αν ο Γκόζης από τις τέσσερις επιλογικές σελίδες κρατούσε μόνο τις δύο πρώτες, θα είχε γράψει ένα εξαιρετικό αφήγημα. Η αναφορά στο αρχαίο λίπασμα «γκουανό», ευεργετικό όσο και τοξικό, προσδίδει μια καυστική, κυνική διάσταση στη δραματικότητα της ανθρώπινης Ιστορίας. Ομως τα παραδείγματα από την «κοπριά» των ημερών αποδυναμώνουν την ισχυρή εντύπωση της αλληγορίας που υπαινίσσεται ο συγγραφέας. Παρ’ όλα αυτά, ο «ασφυκτικός ελλαδισμός», ο «υποχρεωτικός προαυλισμός του ελληνισμού» και η «περίπου ελληνόφωνη πατρίδα», φράσεις των δύο τελευταίων σελίδων, αποδίδουν προσφυώς το υπόγειο ειρωνικό πνεύμα του βιβλίου.

Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή Της Κυρικακής 6.3.2016