Goodreads, Παναγιώτης Χατζηγιαννάκης: Γλυκόπικρη νοσταλγία με διαβρωτικό χιούμορ

Γλυκόπικρη νοσταλγία με διαβρωτικό χιούμορ

“Αἰσιμίδη, δήμου μὲν ἐπίρρησιν μελεδαίνων
οὐδείς ἄν μάλα πόλλ’ ἱμερόεντα πάθοι”, Αρχίλοχος.

Από τον σκωπτικό τίτλο μέχρι το κείμενο του οπισθόφυλλου ο Γιώργος Γκόζης μας προετοιμάζει για το τι θα ακολουθήσει. Αφήστε με να ολοκληρώσω, φράση χιλιοειπωμένη από ταλαίπωρους καλεσμένους τηλεοπτικών πολιτικών εκπομπών, όπου κανένας δεν αφήνει κανέναν να «ολοκληρώσει» ποτέ αλλά συνεχίζουν ακούραστοι τους μονολόγους τους.
Δώδεκα χρόνια πέρασαν από το πρώτο του βιβλίο «Ο νυχτερινός στο βάθος» των Εκδόσεων Νεφέλη. Μας αποζημιώνει όμως με μια συλλογή δεκαοχτώ διηγημάτων – χρονογραφημάτων, που κινούνται ανάμεσα στην άδολη νοσταλγία μιας εφηβείας που ανδρώθηκε κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και την σκωπτική ματιά στην ελληνική παθογένεια.
Ο Γκόζης με μια πυρετώδη γραφή, που σε παρασέρνει σαν ορμητικός χείμαρρος, θα σε βάλει μέσα στον κόσμο του από το πρώτο κιόλας διήγημα. Το «Έκθεση Ιδεών» είναι μια ιδιοφυής σάτιρα της δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας πολλών μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας, που με στείρο τρόπο κοιτούν μόνο να διεκπεραιώσουν το πρόγραμμα του υπουργείου. Αλήθεια πόσες φορές σκέφτηκα σκυμμένος πάνω από την κόλλα να κάνω ό,τι και ο Μάκης ο Μπουλντούς. Το τελευταίο όμως καρφί στο θέμα παιδεία θα το δώσει στο δηλητηριώδες διήγημα «Ασκήσεις Δημιουργικής Αντι-γραφής». Εκεί η ηρωίδα θα βρεθεί αντιμέτωπη με όλες τις στρεβλώσεις του συστήματος. Από την έλλειψη κτιριακών υποδομών και συγγραμμάτων μέχρι το επίπεδο των καθηγητών και των συμμαθητών, που το μόνο που για το οποίο νοιάζονται είναι το πώς θα κάνουν κοπάνα από την δουλειά τους βάζοντας παράλληλα ένα ακόμα χαρτί στον υπηρεσιακό τους φάκελο που θα μεταφραστεί σε ένα νέο επίδομα.

Την ίδια ίσως και χειρότερη τύχη θα έχουν οι ήρωες που εκπροσωπούν και άλλους θεσμούς όπως η Εκκλησία όπου με βιτριολικό χιούμορ στο διήγημα «Ακηδία. com» καυτηριάζει μέσα από τον διάλογο του πνεύματος ενός καλόγερου με το ζώντα πνευματικό του παιδί τις κοσμικές μπίζνες στις οποίες επιδίδεται μέσω του διαδικτύου. Σειρά έχει ο στρατός που παρουσιάζεται με όλο τον παραλογισμό της ισοπέδωσης της προσωπικότητας του πολίτη μέσα από την γκροτέσκα μα τόσο γνώριμη φιγούρα του υπαξιωματικού καραβανά στο πασίγνωστο «Πλοίο της Αγάπης». Θα τελειώσει με το θέμα εξουσία με το εκπληκτικό «Θεράπων Υπουργός». Εδώ πια γελάς αυθόρμητα, αβίαστα. Αναγνωρίζεις πρόσωπα και καταστάσεις – όχι κάποια συγκεκριμένα – αλλά σχεδόν όλο το πολιτικό κατεστημένο που περιγράφεται με ένα κυνικό κοφτερό λόγο που σε οδηγεί σιγά σιγά σε μια ξεκαρδιστική απομυθοποίηση.

Από το καυστικό του χιούμορ δεν γλιτώνουν ούτε οι απλοί πολίτες όπως ο ιδιοκτήτης του «Τηλεκηδείες live» και ο «Ο Αυτόπτης». Καθήμενοι και οι δυο στους θρόνους που έχουν φτιάξει για τους εαυτούς τους, αυτοθαυμαζόμενοι ως άλλοι Νάρκισσοι θα γίνουν εύκολα θύματα της γελοιότητάς τους.
Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα τρανταχτά γέλια που μου ήρθαν όταν διάβαζα το «Μην κάθεσαι ποτέ στο λεωφορείο» μέσο με το οποίο έχω σχέση έρωτα μίσους ή να μην συγκινηθώ λίγο ανάμεσα στα γέλια στο εξαιρετικό «play bouzouki gia mena», τα μπάνια του λαού και αυτή η κασέτα ΠΛΕΥΡΑ Α΄- ΞΕΝΑ ΔΙΑΦΟΡΑ και ΠΛΕΥΡΑ Β΄ – ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ, αχ αυτή η κασέτα ήταν το soundtrack των εφηβικών καλοκαιριών μας.
Στο διήγημα «Συνταγή Μαγειρικής: Διηγήματα ρολάκι» η κα Σμαρώ ανακατεύει τα πιο απίθανα υλικά από λαχανικά μέχρι παιδικά παιχνίδια και από διαλόγους cult ελληνικών ταινιών μέχρι το αλφάβητο κατορθώνοντας να γελάσουμε από καρδιάς.
Όταν όμως θα γράψει την «Τριλογία των φυλών της πόλης» και το «Από το Degré Zéro ως το Berlin» εξερευνώντας και γνωρίζοντάς μας την τοπιογραφία της πόλη του, τους κατοίκους, τα στέκια τους και τις συνήθειές τους ο λόγος αλλάζει. Το σαρδόνιο χιούμορ θα γίνει φιλικό πείραγμα, κλείσιμο ματιού τα πάντα θα πάρουν το γλυκό χρώμα της σέπιας ακόμα και στο ξεκαρδιστικό «Αποκοπή χαλινού» που ο δύσμοιρος Αερομπέλ προσπαθεί να περάσει απαρατήρητος σε ένα φαρμακείο και αποτυγχάνει παταγωδώς.
Δυο όμως διηγήματα ξεχωρίζουν: το «… και δε με λες σ’ αρέσει ο πουρές;» είναι ένα χαστούκι μνήμης για τους φίλους που δεν τα κατάφεραν και έφυγαν νωρίς από κοντά μας και το «Παραμύθι για ένα Αγόρι» ένα τρυφερό παραμύθι αφιερωμένο στον γιό του. Το βρήκα τόσο μαγικό που το διάβασα στο βαφτιστήρι μου.

Μπορεί ο Γκόζης γράφει για την Θεσσαλονίκη αλλά η πόλη του είναι και πόλη μας. Οι ήρωες του είναι και δικοί μας φίλοι. Όσοι ήμασταν εικοσάρηδες εκείνη την περίοδο ζήσαμε παρόμοιες καταστάσεις. Ακούγαμε τα ίδια τραγούδια είχαμε τις ίδιες ανησυχίες μέχρι και τα ονόματα των club πολλές φορές ήταν ίδια. Όλοι μας είχαμε ένα φίλο σαν τον Άκη τον Αερομπέλ, ένα συμμαθητή σαν τον Μάκη τον Μπουλντού ή εξυπηρετηθήκαμε σε ένα καφέ κάποιου νησιού από έναν Greek Lover σερβιτόρο όπως ο Λεμονής.

Ο Γιώργος Γκόζης είναι βαθύς γνώστης του υλικού το οποίο διαχειρίζεται με μαεστρία. Κινούμενος από την ηθογραφία στον μαγικό ρεαλισμό και χρησιμοποιώντας τέλεια μια γραφή που ακροβατεί ανάμεσα στο λόγιο και στην αργκό θα αφαιρέσει από τα διηγήματα του κάθε τι περιττό δίνοντας φως σε κάποιες λεπτομέρειες. Παρωδώντας πρόσωπα και καταστάσεις σε κάνει να γελάς με το ειρωνικά σαρδόνιο χιούμορ του. Πίσω όμως από τις φαιδρές καταστάσεις που προξενούν τα γέλια, αν προσέξεις κρύβεται μια τραγικότητα βασικό συστατικό της καλής κωμωδίας. Ο Γκόζης μας προσκαλεί σε ένα πάρτυ και ως τέλειος οικοδεσπότης φροντίζει να περάσουμε υπέροχα.
Get into the car
We’ll be the passenger
We’ll ride through the city tonight
We’ll see the city’s ripped backsides
We’ll see the bright and hollow sky
We’ll see the stars that shine so bright
Stars made for us tonight
Iggy Pop «The Passenger»

Παναγιώτης Χατζηγιαννάκης, 

Δημοσιεύτηκε εδώ.