“ΠΑΡΑΒΟΛΟ Ε.Τ.Ν.Ε.”

 

Διήγημα.
Του Γιώργου Γκόζη*

Παραμονή Πρωτοχρονιάς σήμερα οικουμενικώς, λέει, αλλά και τοπικώς, αντιλέει. Στην άλλη πλευρά του πλανήτη αλλάξανε κιόλας έτος. Εμείς εδώ ακόμα δεν. Αναμενόμενο. Εφόσον πολλά από τα καθ’ ημάς λειτουργούν με χρονοκαθυστέρηση, ενίοτε καθυστέρηση και μερικές φορές απλή υστέρηση ή και διαφορά φάσης, αφασικά κι αφάσια, επόμενο είναι.

Όσο για σας τους δύο, να μου κάνετε τη χάρη και να μη σπρώχνετε, δεν πα΄ να ΄στε μαζί ο γερο-Χρόνος και ο Νέος Χρόνος αυτοπροσώπως; Να περιμένετε λιγάκι. Στη σειρά παρακαλώ! Μόνο ένα γκισέ λειτουργεί σήμερα. Μόνη μου είμαι! Πόσα χέρια πια να βγάλω; Οι συνάδελφοι απουσιάζουν. Από Δευτέρα, λέει. Τι; Δε μπορείτε από Δευτέρα; Δε με νοιάζει, ρε, πότε μπορείτε εσείς. Το θέμα είναι πότε μπορώ εγώ. Πώς; Ναι, ε; Τι μου λες! Κι επειδή, δηλαδή, τα πλανητικά φαινόμενα επαναλαμβάνονται με σχολαστική ακρίβεια μέσα στον ενιαυτό, θα περάσουν από την πλάτη μου; Ποινήν εκτίω! Διαφορετικά, τι να σας πω… Κι εγώ υπάλληλος είμαι. Ξαναπεράστε όποτε βολέψει, αλλιώς πηγαίνετε μέσα να ρωτήσετε τον Διευθυντή. Αν μου πει αυτός να σας δεχτώ, η ευθύνη δική του. Εγώ θα είμαι καλυμμένη.

Αλλά, ψιτ, νά σας πω -και να το μεταφέρετε και στους επόμενους παρακαλώ: το ταμείο στις εφορίες, αν και υστερεί εισοδηματικώς, κλείνει στη μία το μεσημέρι ντάνγκα χρονικώς. Άσχετα που από τις παρά δέκα είναι ήδη κλειστό. Σήμερα βρήκατε κι εσείς την ώρα να κάνετε ταμείο της χρονιάς; Παραμονιάτικα; Ένα παραπάνω που την τελευταία Παρασκευή του μήνα, όπως σήμερα, δεν ανοίγει καν, πώωω! Μα, καλά, πού ζείτε; Τί να μας πει κι ο Steven Hawking με το Χρονικό του Χρόνου; Ας κοπιάσει από την εφορία κατά τις δυόμιση το μεσημέρι να του διδάξω εγώ περί χρόνου. Το ΄πιασες; Ή μήπως θέλετε με τα τερτίπια σας να μην αλλάξουμε χρονιά φέτος επειδή, δήθεν, ο Χρόνος θα έχει σταματήσει σε μία ελληνική Δ.Ο.Υ.; Και μετά να μας κατηγορούν στα κανάλια πως “κόλλησε στα γρανάζια της γραφειοκρατίας” κι αηδίες και να ΄χουμε κι άλλα. Κανονίστε!

«Ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος», που λέμε και στην Υπηρεσία. Πλούσιος πραγματικά δεν είναι ο έχων υλικά αγαθά, αλλά όποιος έχει ελεύθερο χρόνο. Θα το έχετε ακουστά φαντάζομαι από κάποιον πρόσφατο πολιτικό μας προϊστάμενο. Καλή του ώρα, όπου κι αν είναι. Αυτός έφυγε, εμείς μείναμε.

Γι’ αυτόν τον λόγο κι εγώ θέλω το απόγευμά μου ελεύθερο. Να δω, ας πούμε, ειδήσεις με την ησυχία μου. Σε όλα τα Δελτία. Μικρά και μεγάλα. Χωρίς την πίεση τη δική σας που θέλετε σώνει και καλά σήμερα να φύγει ο ένας και να έρθει ο άλλος. Να σνιφάρω μια ωραία, υπερβολική δόση νοθευμένων Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης. Και με το Νέον Έτος να σου σενιάρω μετά τις ξεγυρισμένες απόψεις μου για μετανάστευση και αστυφιλία. Να σου τιποτολογήσω για επιγραμματικές και συνθηματολογικές σχέσεις. Να σου ασκήσω δριμεία, που λένε, κριτική για την πατριδογνωσία των εθνικά ευαίσθητων κύκλων και άλλων μισανθρωπικών οργανώσεων. Να σου υποδείξω τον αλλήθωρο διεθνισμό σου. Να σου μιλήσω για τα θύματα ειρήνης και πώς παντού οι λύκοι φυλάνε τα πρόβατα. Για τον αφοπλισμό της Κρήτης -καλά, αυτό με καμιά κυβέρνηση! Για μπαλωθιές που ρίχνουν εκεί πάνω από τα φέρετρα. Φυσικά, θα μπορούσα απλώς να βγάλω και το σκασμό. Μα δε μπορώ. Με ενοχλεί το ανάδελφο όμαιμον μπροστά στο γκισέ. Με σφίγγουν, σαν στενά παπούτσια, τα ανώνυμα και ψευδώνυμα προσωπεία με τα σπασμένα ελληνικά στα δίχτυα των δικτύων. Με στενεύει αυτή η περίπου ελληνόφωνη πατρίδα με τις ελλιπείς περιοδικές δηλώσεις φιπιά. Μου κάθεται στο λαιμό η Καταλλαγή, η Μακροθυμία, το ‘Ινα Πάντες Έν Ώσιν και άλλες άγνωστες λέξεις και φράσεις στις σελίδες του κοινού μας βιβλίου της ζωής.

Σήμερα στα Δημοτικά -σε σένα το λέω, νεαρέ, τα παιδιά πήραν βαθμούς. Στο Λύκειο αργούν ακόμα. Από Γενάρη και βλέπουμε. Μην ανησυχείς. Θα τα μάθεις κι αυτά, με την ώρα σου. Και μια κι είσαι όρθιος, για πετάξου και ρώτα τον ηλικιωμένο σου συνάδελφό που είναι μέσα, τι του είπε ο Διευθυντής τελικά; Ναι; Εντάξει είμαστε; Άντε πάλι, τυχερούληδες! Μισό να εκτυπώσω την ταυτότητα οφειλής, θέλω και πέντε ευρώ από τον καθένα σας για τα παράβολα Ε.Τ.Ν.Ε.-”Ευτυχές Το Νέον Έτος” κι είστε κούκλοι. Καλή Χρονιά!

*Ο συγγραφέας Γιώργος Γκόζης γεννήθηκε το 1970 στη Θεσσαλονίκη. Είναι πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ από όπου έλαβε και μεταπτυχιακό τίτλο. Εργάζεται στον χώρο της ναυτιλίας. Κείμενά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα σουηδικά. Το διήγημά του «Νυχτερινός στο Βάθος» βραβεύτηκε στο διαγωνισμό διηγήματος της «Ελευθεροτυπίας» 2001. Κατά καιρούς υπήρξε συνεργάτης των εφημερίδων «Αγγελιοφόρος», «Μακεδονία» και «Θεσσαλονίκη». Κείμενά του δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά «Επιλογές» και «Fix Carre». Εξέδωσε τις συλλογές διηγημάτων «Ο νυχτερινός στο βάθος», Νεφέλη 2002 και (2014), «Αφήστε με να ολοκληρώσω», Πόλις 2014 και «Γκουανό», Πόλις 2016.

Δημοσιέυθηκε στον Παρατηρητή της Θράκης στις 31.12.2016