Ένας τρωτός ανδρικός κόσμος

ΤΟ ΒΗΜΑ, 30/03/2002, Θεοδοσοπούλου Μάρη

Νέες φωνές
Ποδοσφαιρόφιλοι και μηχανόβιοι, ραδιοπειρατές και αριστεροί ψάλτες, τσαγκάρηδες και ψαράδες, ζώντες και ασώματοι σκηνοθετημένοι από έναν νέο συγγραφέα.
Εκπληξη προκαλεί με το πρώτο βιβλίο του ο Γ. Γκόζης διαταράσσοντας ομαδοποιήσεις και εφησυχαστικές κατατάξεις. Γεννηθείς το 1970, πρωτοεμφανίζεται με διήγημα στο περιοδικό «Νέα Πορεία» το 1998, οπότε και εντάσσεται στην ομάδα συγγραφέων που είδαν το φως μέσα στη δικτατορία και έκαναν την πρώτη εμφάνισή τους, προτού συμπληρώσουν τα 30, κατά τα τέλη του λήξαντος αιώνα.  Ωστόσο τα διηγήματά του ουδόλως σχετίζονται με τα πεζά των ομηλίκων του, όπως λ.χ. του Μ. Μιχαηλίδη ή του Θ. Χειμωνά, για να περιοριστούμε στους άρρενες, πόσο μάλλον με της Γ. Ριζιώτη ή της Σ. Νικολαΐδου, και ας είναι συντοπίτης με τη δεύτερη. Ως συγγραφικό ταμπεραμέντο συγγενεύει με ορισμένους πρεσβύτερους θεσσαλονικείς λογοτέχνες, με τους οποίους και μοιράζεται την προσήλωση σε μια γενέθλια πόλη οιστρηλατούσα την αφήγηση. Πέραν όλων των άλλων χαρακτηριστικών τους, τα διηγήματα του Γ. Γκόζη αντιβαίνουν και στον πεζογραφικό κανόνα των ημερών μας καθώς αποπνέουν εντοπιότητα και δη αναδεικνύουν την ικμάδα των Μικρασιατών της συμπρωτεύουσας, παραμένοντας ωστόσο μακράν του ελληνικού φολκλόρ. Γι’ αυτό άλλωστε όταν κατήλθε πέρυσι την άνοιξη στην πρωτεύουσα συμμετέχοντας στον διαγωνισμό διηγήματος της «Ελευθεροτυπίας», έμεινε στους επιλαχόντες, παρά το χαμηλό επίπεδο των διαγωνιζομένων, αν κρίνουμε από τα τρία βραβευμένα, αλλά και από τα δέκα επικρατέστερα που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα. Και πάλι καλά, αφού έκανε την αποκοτιά να υποβάλει διήγημα με τίτλο Ο ντουζλαμάς, ήτοι, επί το ελληνικότερον, χοντροκομμένος πατσάς· ανεξάρτητα αν πρόκειται για διήγημα που δένει αριστουργηματικά περιεχόμενο και μορφή, μια και η αφήγηση προσδίδει τον χαρακτήρα ποδοσφαιρικού αγώνα στο γεύμα δύο φίλων, οι οποίοι, απολαμβάνοντας αχνιστό πατσά, αναθυμούνται τις δόξες της ομάδας τους, του ΠΑΟΚ. Ποδοσφαιρόφιλο διήγημα, όπως ορισμένα πεζά του Δ. Πετσετίδη ή του Β. Τσιαμπούση, συναρπαστικά και για έναν μη φίλαθλο. Μόνο που στο διήγημα του Γ. Γκόζη ο Πανθεσσαλονίκιος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών, με έμβλημα τον δικέφαλο αετό, μεγαλύνεται, αφού για τους δύο «αιολείς» συνομιλητές παίρνει τις ηρωικές διαστάσεις που έχουν γι’ αυτούς οι χαμένες πατρίδες. Διήγημα, λοιπόν, όχι μόνο για ποδοσφαιρόφιλους αλλά και για πατριώτες κατέβασε ο Γ. Γκόζης στην Αθήνησι αναμέτρηση, σύμφωνα και με την προτροπή του Τσουκάνταλη που όλο φώναζε «Ελα με την καλή, κουμπάρε», αλλά, δυστυχώς γι’ αυτόν, «κουτούλησε» σε τοίχο.

Τσουκάνταλης είναι το όνομα ενός γραφικού τύπου που εμφανίστηκε σε γειτονιά της Θεσσαλονίκης «μετά τον σεισμό του Ιούνη του ’78». Μέσα από το ολιγοσέλιδο διήγημα προβάλλει τόσο ζωντανός, με όλα τα σουσούμια του, ώστε νομίζεις πως κάπου τον έχεις συναντήσει. Ισως και γιατί θυμίζει εκείνον τον λούστρο της Ομόνοιας, το «συφοριασμένο γεροντοχαμίνι», από το διήγημα Τοκ, τοκ-τοκ, τοκ του Σ. Δημητρίου. Με τους παραλληλισμούς που διακινδυνεύουμε δεν ισχυριζόμαστε πως ο Γ. Γκόζης έχει επηρεαστεί από μεγαλύτερούς του συγγραφείς της λεγομένης γενιάς του ιδιωτικού οράματος. Απλώς εντοπίζουμε κάποιες συγγένειες θεματικές, για να δώσουμε το στίγμα αυτού του καινούργιου πεζογραφικού κόσμου. Ενός κόσμου αποκλειστικά ανδρών, μια και στα 11 διηγήματα της συλλογής δεν εμπλέκονται γυναίκες.

Ποδοσφαιρόφιλοι και μηχανόβιοι, πυροτεχνουργοί του Στρατού και εθελοντές, ραδιοπειρατές και αριστεροί ψάλτες, τσαγκάρηδες και ψαράδες, παιδιά και γέροντες, ζώντες κάποτε και ασώματοι, άγγελοι και ταξιάρχες, όλοι αυτοί απορροφημένοι στις καθημερινές ασχολίες τους, γήινες ενίοτε και επουράνιες, αλλά και σε κόντρες λεκτικές ή και άλλες πλέον επικίνδυνες με τροχοφόρα, όπως στο διήγημα Η κόντρα, γραμμένο στον ίδιο έντονα περιγραφικό ρυθμό με τους Μαντάδες του Γ. Σκαμπαρδώνη -μόνο το είδος του τροχοφόρου διαφέρει. Παρά τη σχεδόν εικοσαετία που χωρίζει τους δύο θεσσαλονικείς συγγραφείς, τα διηγήματά τους συγγενεύουν ως προς τη δυναμική αλλά και την παρουσία του υπερφυσικού που κάποτε διαστέλλει απρόσμενα τα ανιστορούμενα. Αν και ο νεότερος θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός κατά τις απογειώσεις εκτός ρεαλιστικού πλαισίου, όπου και μία μόνο περιττή ή και ανούσια πρόταση δύναται να αποβεί ολέθρια για την όλη σύλληψη.

Προνομιούχος χώρος η Θεσσαλονίκη ως συμμετέχων περίγυρος. Πλατείες και δρόμοι, γειτονιές και εκκλησίες, άλλοτε κατονομάζονται επακριβώς και άλλοτε μόλις που αναφέρονται, σπρωγμένες στις παρυφές του μύθου. Η αφήγηση προσκολλάται με νοσταλγία στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν των δύο-τριών προηγούμενων δεκαετιών, ειρωνευόμενη τη χυδαιότητα ενός μεταμοντέρνου παρόντος. Ωστόσο το βασικό χαρακτηριστικό του βιβλίου που καθιστά τον Γ. Γκόζη έναν πολλά υποσχόμενο πεζογράφο είναι η σφύζουσα παραστατικότητας αφήγηση. Μακροπερίοδη, φτάνει, σε μια περίπτωση, να καλύψει και ολόκληρο το διήγημα, χωρίς ούτε μια τελεία. Και όμως δεν δημιουργεί ούτε στιγμή την εντύπωση πως νεωτερίζει. Αφήγηση συχνά συμβολική, κάποτε και τελετουργική, όπως στο διήγημα Κατάφωτη η Σύναξις, που περιγράφει θρησκευτική πανήγυρι με τον συγγραφέα έμπλεο κατάνυξης αλλά και ενορατικής αισιοδοξίας. Ούτε κατά το ελάχιστον μακρόσυρτη η διήγηση καθώς σκιρτά ενσωματώνοντας έναν χυμώδη προφορικό λόγο. Πολυσυλλεκτικό, αναμειγνύοντα λέξεις τουρκικής προέλευσης με αρχαιοπρεπείς της εκκλησιαστικής γλώσσας και λησμονημένους γραμματικούς τύπους με λαϊκότροπη σύνταξη. Τελικά μήπως η Θεσσαλονίκη, παρά τις βλαβερές για το εντόπιο λογοτεχνικό κλίμα επιρροές της πρωτεύουσας, μας επιφυλάσσει μία ακόμη έκπληξη νεόκοπου διηγηματογράφου; Ίδωμεν.