Αρχεία προσωπικής και συλλογικής μνήμης, Άκης Παπαντώνης – Εφ. Συν.

❖❖❖❖❖

Κι έτσι τα χάσαμε όλα. Είχαμε χάσει την πατρίδα μας. […]
Εκαψαν ζωντανή ακόμα και τη μια μας γίδα. […] Φτάσαμε στο
τίποτα, στο μηδέν, κι από το μηδέν ακόμα πιο κάτω. (σ. 47)

«Γκουανό» είναι τα περιττώματα και τα υπό αποσύνθεση σώματα των πουλιών – το αρχαιότερο, γνωστό, λίπασμα. Το φυσικό κλείσιμο της αλυσίδας της ζωής. Αυτή η λέξη, την οποία ο συγγραφέας δεν μας εξηγεί παρά στο αντί κατακλείδας κεφάλαιο του βιβλίου, βγαίνει κάθε τόσο από τα χείλη της Κατερίνας, του Γκόγκου, της Σταυρούλας, του Κοσμά ή της Ασπασίας – των πέντε πρωτοπρόσωπων, λαϊκών, αφηγητών του βιβλίου.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΚΟΖΗΣ «Γκουανό» Νουβέλα Εκδόσεις Πόλις, 2016, σ. 80 |

Ο Γκόζης, στο τρίτο του αυτό βιβλίο, δεν συνθέτει μια νουβέλα, ούτε παραθέτει πέντε διηγήματα. Θα λέγαμε μάλλον πως αφηγείται την ίδια ιστορία δίνοντας διαδοχικά τη σκυτάλη σε πέντε πρόσωπα – ένα σπονδυλωτό αφήγημα, στο μήκος εκτενούς διηγήματος.

Οι πέντε αφηγητές μιλάνε λιτά, εξομολογητικά, σκηνοθετημένοι να απευθύνονται σε κάποιο πρόσωπο, γνώριμο (πάνω-κάτω) σε όλους. Εξαίρεση αποτελεί η Ασπασία, η οποία αποστέλλει επιστολή από το επέκεινα. Παραλήπτης μοιάζει να είναι ο σιωπηλός συνομιλητής των τεσσάρων προηγούμενων αφηγητών. Ο Γκόζης συνθέτει πειστικά πέντε διακριτές φωνές. Εξίσου καλά αναπαράγει την αναπνοή του καθημερινού, λαϊκού, λόγου –παρά τα όποια κλισέ, τα οποία άλλωστε είναι «κλισέ» ακριβώς επειδή απαντούν τόσο συχνά στον καθημερινό λόγο.

Οι ανάλαφρες εξιστορήσεις του βιβλίου, άλλες μακρύτερες και άλλες πιο συνοπτικές (όπως της Κατερίνας και του Κοσμά), έχουν μια σκοτεινιά να τις συνοδεύει. Ιστορίες από την ταραγμένη πραγματικότητα του 20ού αιώνα στα Βαλκάνια και την Ευρώπη, ενοχές και παράπονα, μνήμη που δεν σε αφήνει να ξεχάσεις και να ξεχαστείς. Από τη διπλή προμετωπίδα του βιβλίου κιόλας είναι σαφές στον αναγνώστη πως ο συγγραφέας θέλει να αναμετρηθεί με τη συλλογική μνήμη. Τον απασχολεί η «μεγάλη Ιστορία» όπως έχει αποτυπωθεί στις «προσωπικές ιστορίες».

Ο Γκόζης επιχειρεί μια τοιχογραφία της σύγχρονης νεοελληνικής Ιστορίας (αν και εκατό χρόνια σε ογδόντα σελίδες δύσκολα στριμώχνονται). Οι πέντε αφηγητές κοιτάζουν πίσω στον χρόνο με την ελπίδα να έχουν ξεχάσει τη βίαιη ενηλικίωσή τους, τις απογοητεύσεις τους. Έχουν όμως, εξίσου, την ελπίδα να μην έχουν ξεχάσει όσους τους στήριξαν, όσα τους χαλύβδωσαν.

Το βιβλίο περιέχει αρκετά χαμηλόφωνα νεύματα προς τον αναγνώστη: π.χ. ο βουβός συνομιλητής μπορεί να αποτελεί εξίσου έναν φασματικό συγγενή που συμβολίζει την κοινή ρίζα, ένα νεότερο προσφιλές πρόσωπο που συμβολίζει το μέλλον ή κάποιον που έχει αναλάβει την αποτύπωση της συλλογικής μνήμης στο χαρτί.

Αν το βιβλίο έκλεινε με το πέρας των πέντε αφηγήσεων, νεύματα σαν κι αυτό θα έμεναν ανοιχτά σε κάθε ερμηνεία. Όμως, ο Γκόζης επέλεξε να προσθέσει ένα τελευταίο, ομότιτλο του βιβλίου, κεφάλαιο, όπου αρχικά μας εξηγεί την έννοια του «γκουανό», αλλά εν συνεχεία αφήνεται σε έναν κατηγορητικό λόγο περί «ασφυκτικού ελλαδισμού» και «περίπου ελληνόφωνης πατρίδας» (μεταξύ άλλων). Κι εκεί χάνεται μεγάλο μέρος της αμφίσημης ατμόσφαιρας των ιστοριών που προηγήθηκαν.

Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 3/4/2016.