{ ΕΡΩΣΙΤΕΧΝΗΣ, της Μαρίνας Καρτελιά }

Καταπιάνομαι να γράψω γρήγορα για το βιβλίο αυτό, μη μου ξεφύγει τίποτε. Μη μου ξεφύγει αυτή η αύρα του η ταξιδιάρικη, στη διαδρομή όμως αίματος αδικοχυμένου.

Η νουβέλα αυτή που ήρθε στα χέρια μου χωρίς να την επιδιώξω, τίποτε δε χρωστά στη συγκίνηση της προηγούμενης παρουσίασης. Είναι αυτόφωτη, με φως ολόδικό της, ατμόσφαιρα περιηγητική και καλοπλεγμένες ιστορίες που απλώνουν τα πλοκάμια της.

Ο ξεριζωμός, η προσφυγιά και η γλώσσα της. Αυτό θα έβαζα ως υπότιτλο, όταν όμως είναι διηγημένη από κάποιον που καλά κρατεί τα εργαλεία τους. Είτε από βίωμα που φαίνεται γιατί σκάει αύτανδρο πίσω από τις γραμμές, είτε από ικανότητα χειρισμού των λέξεων, τη γλωσσοπλαστική και την κληρονομική εκείνη ιδιότητα που η γλώσσα ηδονικά παρέχει στο Γιώργο Γκόζη, αποτέλεσμα μελέτης και ενασχόλησης που ενώ φαίνεται αβίαστο, καταλαβαίνουμε ότι εμπεριέχεται στο χειρισμό της: «Μόνο αν σου αρέσουν όμως. ΄Οχι αν σου χρειάζονται».

Γιατί πώς αλλιώς να δένουν έτσι ηδονικά οι ντοπιολαλιές, τα ιδιώματα τα τοπικά, η μορφωτική επίδραση στη χρήση των λέξεων και στην καταγραφή των αναμνήσεων, έτσι που, όποια και αν είναι η φωνή από τις πολλές των αφηγητών της νουβέλας, να μας παίρνει μαζί της εξίσου; Να μας χώνει στις ιστορίες, όχι ως αναγνώστες απλά, αλλά ως πολεμικούς ανταποκριτές, παρατηρητές καταγραφής μνήμης, λογοτεχνικούς ληξίαρχους: «Ταξιδεύει η μνήμη μέσα από το κρασί σαν το αίμα μέσα στη φλέβα.»

Η διαδρομή του αίματος έχει επίσης θεματογραφική ταυτότητα. Η περιγραφή έχει θέση. Επιλέγει τις ιστορικές στιγμές με συναίσθημα, τις καταγράφει ιστορικά αλλά τις ντύνει με το αποτύπωμά της στον άνθρωπο. Στον κάτοικο. Στον πρόσφυγα. Στο παιδί, στον ενήλικα. Ντύνει το αίμα με μυρωδιές, αρώματα, οι αναμνήσεις έχουν χρώματα, είναι καρφιά που πονάνε, έχουν αποδοχή, αλλά όχι συμβιβασμό.

Το πολυκομποστοποιημένο γκουανό, είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς ενασχόλησης και φροντίδας. Η ηδονική διαδρομή μέσα στις λέξεις έχει σεβασμό απέραντο για το κορμί της. Για την γενετική καταβολή και εξέλιξή τους στους αιώνες και στις χώρες. Τα ορφανεμένα συναισθήματα είναι δυνατά, κι οι ορφανεμένοι άνθρωποι είναι λεβέντικες οντότητες, αν και ιστορικά θύματα.

Η κοινοτοπία του κακού νικά; Μα όχι, γιατί η μνήμη ουσίας, η κληρονομιά των νυχτερίδων επιστρέφει δυνατή και κυριαρχεί στις κακουχίες. Συνταγογραφήθηκαν χαρτομάντηλα, αρχικώς γερμανικής φίρμας, για την αντιμετώπιση της ανάγνωσης αυτής. Αλλά δεν κρίθηκαν απαραίτητα τελικώς.

Τα δάκρυα, υπερήφανα, πότισαν, λέξεις, γραμμές, σελίδες, υφάσματα επιπλώσεων, ρούχα. ΄Εγιναν το πιο θρεπτικό γκουανό σε μια «πυρίκαυστο διαδρομή» υπηρετημένη μέχρι τέλους στο όνομα της αλήθειας. Στο όνομα της Αγάπης με την αγιολογική έννοια που ο συγγραφέας ξέρει να μεταδίδει με τη γραφή του. Να ενσταλάζει μέσα σ΄αυτήν. Από το Γκουανό, ως τη Θραύση Κρυστάλλων κι από κει στο Ζαφείρη, μη φοβάσαι, Πάρε μια βέσπα. Με πίστη στο Μητερικό της Θράκης, ασφαλώς.

Ψάχνεις, λέει, για σπάνειες λέξεις και φράσεις στις συνταγές των φαρμακοποιών: Η κατάποσις του βλωμού. Το ρινικόν εκνέφωμα.Η απρόχρεμψις. Ο κνησμός. Η γέλη. Μα σε καταλαβαίνω κι ας μην ξέρω γράμματα. Θέλεις να κατέχεις τις λέξεις. Να τις λύνεις και να τις δένεις. Να τις κάνεις κομμάτια και να τις συναρμολογείς ξανά, αλλά με άλλο τρόπο. Να τους δίνεις νέο νόημα. Να τις κρατάς εσύ από το χαλινάρι, όπως οι άντρες του τόπου μας το άλογο από τα γκέμια. Να ξέρεις πώς γράφεται ολογράφως το κάθε γράμμα της αλφαβήτας. Να γνωρίζεις τη σημασία του κάθε σημείου στίξης, της κάθε συλλαβής. Και να είναι αυτή η ελευθερία σου: Να ορίζεις εσύ τον κάθε τόνο, το κάθε παράταιρο σχήμα λόγου.

{Ο Ζαφείρης με τη βέσπα του είχε ήδη υπάρξει Γκουανό.}

Δημοσιεύτηκε εδώ: https://erwsitexnis.wordpress.com/