Του Χριστου Παπαγεωργιου στο Diastixo.gr.


Κριτική του Χρίστου Παπαγεωργίου στο ηλεκτρονικό περιοδικό
για το Βιβλίο και τον Πολιτισμό diastixo.gr.

Δημοσιεύτηκε τη Μεγάλη

[*]

Το κύριο χαρακτηριστικό των διηγημάτων του Γκόζη έχει να κάνει με το απλόχερο, άφθονο, ζωντανό, εντέλει άψογο και εντελώς προσωπικό εγχείρημα παραγωγής μιας εύθυμης κατάστασης, ενός ασυγκράτητου γέλιου, ενός, πλην των άλλων, αυθόρμητου και σαρκαστικού χιούμορ. Πράγματι, το δεύτερο βιβλίο του Γκόζη δομείται με τέτοιον τρόπο, ώστε η βασική συνιστάμενη, που είναι η χαλαρότητα η αναγνωστική και παράλληλα η ελαφρότητα της παράθεσης, λειτουργεί ως καθαρτήριο, προκειμένου να δούμε όλοι και τα δικά μας βιώματα, που ταυτίζονται με αυτά του δημιουργού, γυρνώντας πολλά χρόνια πίσω, όταν πηγαίναμε στο σχολείο, όταν παρακολουθούσαμε λάθρα κινηματογραφικές και θεατρικές παραστάσεις, όταν κυκλοφορούσαμε με τα επαρχιακά αστικά λεωφορεία, όταν ήμασταν φαντάροι, όταν χαρτογραφούσαμε την πόλη μας, όταν είχαμε ως βασικό εξάρτημα το μηχανάκι, όταν γνωρίζαμε περίεργους τύπους, όταν πηγαίναμε εκδρομή για μπάνιο στη θάλασσα, όταν λέγαμε παραμύθια στα νεογέννητα παιδιά μας. Άρα, ο Γκόζης, αληθινά ευφυώς, πραγματοποιεί μια κατάδυση στον χρόνο και περιγράφει συμβάντα άλλων εποχών, προκειμένου να διασχίσει, να τεμαχίσει, να αφηγηθεί, να αποθησαυρίσει, να δημιουργήσει, να συνομιλήσει με τον αναγνώστη, ο οποίος είναι σίγουρος πως ο συγγραφέας γράφει ειδικά για αυτόν. Το βιβλίο –που περιλαμβάνει 17 αφηγήματα– μιλάει βέβαια και για άλλα θέματα, ξεκινώντας από τη συνομιλία δυο μοναχών για διαδίκτυο και χρηματιστήριο, και φθάνει ως τις τηλεκηδείες. Αυτά τα υπόλοιπα κομμάτια, που δεν έχουν εξόφθαλμα χιουμοριστικό χαρακτήρα αλλά επεξεργάζονται υποδόρια και σκωπτικά διάφορες πτυχές, όχι μόνο δεν υπολείπονται σε ποιότητα αλλά, το αντίθετο, την ενισχύουν. Έτσι, η όλη προσπάθεια καταλήγει επιτυχώς σε ένα αποτέλεσμα, η λειτουργία του οποίου, εντελώς διάφανη, υποστηρίζει πως αξία έχει μόνο το παρελθόν, ενώ το παρόν και το μέλλον, καθολικά άγνωστα, δεν προξενούν το παραμικρό ενδιαφέρον. Καθίστανται, δηλαδή, άχρωμα και άγευστα, συγκροτούν μια καθημερινότητα που θα ζήσεις επειδή πρέπει να ζήσεις, και όχι γιατί υπάρχουν θέματα που αξίζει να φέρεις εις πέρας, μέσα από μια μεγάλη χαρά και ικανοποίηση, ακόμη και αν δεν την καταλαβαίνεις.

Είναι, λοιπόν, αλήθεια πως ο Γκόζης γράφει με μεγάλη έφεση, ταλέντο και ωριμότητα, καθώς τόσο η απόσταση η χρονική από τα θέματά του, όσο και η καβάντζα των δεκατριών χρόνων από την πρώτη του εμφάνιση, του δίνουν τη δυνατότητα να μπολιάσει τα κείμενά του με απροκάλυπτη υπερβολή, που προξενεί, όπως αναφέραμε, μια ατμόσφαιρα ποτισμένη με την υψηλότερη παράμετρο ευφυΐας, που είναι το γέλιο. Στα διηγήματα όπου αυτό γίνεται πράξη περισσότερο από τα υπόλοιπα, που στέκονται όμως οι βάσεις για να παίξει πεζογραφικά, ο Γκόζης εμφανίζεται περίπου όπως πολλοί θεατρικοί συγγραφείς που έγραψαν για τον κινηματογράφο και το θέατρο της μεταπολεμικής περιόδου, αλλά και πολλοί Νεοέλληνες, που αποτέλεσαν το νεότερο ελληνικό θέατρο και, παρότι δεν έγιναν ευρέως γνωστοί, παρά μόνο στους υποψιασμένους, και παρότι δεν αξιολογηθήκαν όσο θα έπρεπε, άφησαν στίγμα τρομερό για τα γράμματα εν γένει. Ο λόγος –για να έρθουμε στο ψαχνό– που ο Γκόζης διαχειρίζεται, έχει όλα τα σημεία αλλά και τα σημάδια μιας ακραιφνούς ελληνικότητας –παρά τους ξενισμούς που χρησιμοποιούνται και οι οποίοι, κατά τη γνώμη μου, ξενίζουν, πλην ορισμένων καταστάσεων όπου είναι απαραίτητοι– και μάλιστα εκπορευόμενος ως γνήσιος εκπρόσωπος της βόρειας Ελλάδας, οι συγγραφείς της οποίας τόσα έχουν προσφέρει στη λογοτεχνία. Άρα, ο ίδιος ο δημιουργός είναι βαθιά διαβασμένος, γνωρίζει τους συντοπίτες του, γνωρίζει τους συμπατριώτες του, έχει ψάξει πολύ, ώστε το γλωσσικό του ιδίωμα, χωρίς την παραμικρή φιοριτούρα, απλό, κατανοητό, διεισδυτικό και παλλόμενο –τόσο που, όπως φαίνεται, του δίνει κατά τη διάρκεια της εργασίας του μεγάλη ικανοποίηση– αφήνει ίχνη προσωπικά, ατομική –παρότι είναι πολύ νωρίς– παρακαταθήκη, συγγραφική μαεστρία, ιδιαιτερότητα στη διαλογή επεισοδίων, εντέλει διηγηματική ευρωστία, η οποία γίνεται αμέσως αντιληπτή. Με δυο λόγια, ολοκληρωμένη και συστηματική λογοτεχνική ευεξία και υγεία.

Πιάνομαι από την τελευταία λέξη για να πω πως, παρότι οι ήρωες του Γκόζη μπορεί να είναι περιθωριακοί, εκτός των κοινωνικών και πολιτικών πλαισίων, στην πλειονότητά τους λαϊκοί άνθρωποι που παλεύουν για το μεροκάματο, φτάνουν χωρίς υπερβολή, χωρίς τίποτα το αρρωστημένο στα κείμενα, τίποτα το νοσηρό, στην κορυφή της αισιοδοξίας τους, που συντροφεύει το ήθος και την ηθική τους. Έτσι, στις δυο μέρες που χρειάζονται για να διαβάσουμε το βιβλίο –που δεν έχει σχέση με τους τιποτολόγους της τηλεόρασης, όπως ο τίτλος και το οπισθόφυλλο του βιβλίου λένε–, ας αφεθούμε στη ζωντάνια και τη δροσιά των σελίδων του, επανερχόμενοι για λίγο σε χρόνους ευχάριστους και σε εποχές μαγεμένες.

[*]

Αφήστε με να ολοκληρώσω