ΝΕΑ της ΚΗΦΙΣΙΑΣ, “Κρίση Ήθους”

Γιώργος Γκόζης« Όλοι μιλάμε για οικονομική κρίση, ενώ στην ουσία πρόκειται για κρίση ήθους»

Με την αμφίσημη φράση «Αφήστε με να ολοκληρώσω» τιτλοφόρησε το βιβλίο του (που κυκλοφορεί από τις εκδ. Πόλις) ο Γιώργος Γκόζης.
Πρόκειται για συλλογή δεκαεφτά διηγημάτων και ενός παραμυθιού για μεγάλους, δοσμένα με υποδόριο χιούμορ και σαρκασμό.
Σύγχρονες, αλλά και παλαιότερες ιστορίες από τη Θεσσαλονίκη του χθες και του σήμερα, με έντονο ωστόσο το στοιχείο της υπερχρονικότητας, αφού, διαβάζοντάς τες νομίζεις ότι αφορούν όλους τους κατοίκους της Ελλάδας.
Τι σημαίνει συγγραφή για εκείνον, ποιες είναι οι προθέσεις του ως συγγραφέας απέναντι στο αναγνωστικό κοινό, πόσο η κρίση απέχει ή εμπεριέχεται στις ιστορίες του, ποια συναισθήματα μοιράζεται μαζί μας, ποιοι συγγραφείς τον επηρέασαν, αλλά και ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά του σχέδια;
«Αφήστε με να ολοκληρώσω» ο τίτλος του βιβλίου σας. Θα θέλατε να μας μιλήσετε γι’ αυτό;
Πρόκειται για μία συλλογή δεκαεφτά διηγημάτων και ενός παραμυθιού για μεγάλους. Ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από τον τηλεοπτικό αυτισμό της πατέντας των τηλεπαραθύρων. Είναι η κριτική μου ματιά σε σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα η Παιδεία με τη φασόν Εκπαίδευση. Η στρατιωτική θητεία εξ εφέδρων που καλό θα ήταν να καταργηθεί άμεσα και να γίνει εξ ολοκλήρου μισθοφορική. Ζητήματα συγγραφής στην κουζίνα του συγγραφέα, αλλά και ζητήματα γραφής με τα ξεπατικωμένα από το εξωτερικό Σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής.
Το Εθνικό Σύστημα Υγείας κι ό,τι απέμεινε από αυτό, με τα παράλληλα ιδιωτικά ιατρεία και τα παρατημένα κέντρα απεξάρτησης από τα ναρκωτικά. Ο γαλαξίας των κομματικών σκυλιών που πουλάνε και τη μάνα τους ακόμα για να γίνουν θεράποντες Υπουργοί. Συνυπάρχουν όμως και οι φυλές της πόλης με τα γλυκά τους νιάτα. Τα μπάνια του λαού, ενώ ακούγεται να παίζει η επιτομή της ποπ μουσικής κουλτούρας στα κασετόφωνα των λεωφορείων. Οι βόλτες στην αγαπημένη μας πόλη από τότε που τις ξεκινήσαμε δειλά, σαν κουτάβια, μέχρι σήμερα κι ένα παραμύθι για το γιο μου και για όλα τα παιδιά του κόσμου.
Όλα αυτά, δοσμένα με υποδόριο χιούμορ και σαρκασμό, με την ειλικρινή μου αγάπη για τους αδύναμους της ζωής, προσπαθώντας να απαθανατίσω τη στιγμή που περνάει και χάνεται, να καταγράψω τα φαινομενικά μικρά, να κάνω στάση στα ασήμαντα.
Ο τίτλος του βιβλίου αποτελεί και μία φράση που ακούγεται συχνότατα στα ΜΜΕ.
Ναι, κατά κύριο λόγο στις τηλεοπτικές εκπομπές με πολιτικό περιεχόμενο. Εκεί ακούγονται παράλληλοι μονόλογοι, όπου κανείς δεν θέλει στην πραγματικότητα να ακούσει κανέναν άλλον, παρά μόνο τον εαυτό του. Εκεί συχνάζουν και θαμώνες γίγαντες της ημιμάθειας και του θράσους. Εκεί το παρά φύσει τείνει να θεωρείται κατά φύση. Κάποτε ακουγόταν συχνά η λέξη «μετερίζι» και η φρικαλέα «πάνελ», τελευταία επικράτησε η «πλατφόρμα» και το «πολιτικό αφήγημα». Το «αφήστε με να ολοκληρώσω» πάντως είναι πασπαρτού. Η δική μου επιθυμία ήταν με αυτή τη φράση να υπονομεύσω εκ των ένδον όλη αυτή τη διάχυτη χυδαιότητα με έναν αμφίσημο τίτλο βιβλίου.
Οι ιστορίες σας αφορούν στη γενέτειρά σας και τόπο κατοικίας σας, τη Θεσσαλονίκη, ωστόσο βρήκα σκηνές που αφορούν στο ηλικιακό μας πεδίο ανά την Ελλάδα.
Ακριβώς! Είναι αλήθεια πως η εντοπιότητα κατέχει σπουδαίο ρόλο στο «Αφήστε με να ολοκληρώσω». Δεν επικρατεί όμως στατικά, με την έννοια δηλαδή της μουσειακής αντίληψης των πραγμάτων ως προς τον τόπο όπου όλα συνέβησαν. Αντιθέτως, το στοιχείο που ήθελα να εισπράξει ο αναγνώστης είναι αυτό ακριβώς που αναφέρετε, η υπερχρονικότητα. Δε θεωρώ τον εαυτό μου τον αφηγητή της γενιάς μου. Φαίνεται όμως πως αυτή η τεράστια βόλτα που περιγράφω στις σελίδες του βιβλίου, ταυτίζεται με τις σελίδες του βιβλίου της ζωής του καθενός μας και τελικά την κάναμε παρέα χιλιάδες ακόμα άνθρωποι μαζί, έτσι όπως σηκωθήκαμε από τα διπλανά στέκια κι ας μη γνωριζόμασταν τότε μεταξύ μας. Ίσως αυτή η ώρα να γνωριστούμε έφτασε τώρα.
Ποια συναισθήματά σας θέλατε να μοιραστείτε με το αναγνωστικό σας κοινό όταν επιλέγατε τις ιστορίες σας;
Εκ προοιμίου, κανένα. Κρίνοντας από το αποτέλεσμα, νομίζω πως οι αναγνώστες ένιωσαν πολύ καλά όλα μου τα συναισθήματα, το θυμό και την οργή μου, την αγάπη και τη συγκίνησή μου. Δεν κρύβομαι. Το βιβλίο είναι ένα μήνυμα μοναχικό. Απαιτεί τη συναίνεση ενός μόνο αποστολέα, του συγγραφέα και ενός μόνο παραλήπτη, του αναγνώστη. Από αυτή την οπτική, οι αναγνώστες μάλλον αισθάνονται κοινωνοί των ιστοριών, ενδεχομένως και συνεργοί – με την καλή έννοια! Επίσης, δεν έχω καταλήξει ακόμα αν επιλέγω εγώ τις ιστορίες ή εκείνες εμένα.
Η σημερινή κρίση πόσο μακριά φάνταζε την εποχή που περιγράφετε στις ιστορίες που αφορούν στα παιδικά και φοιτητικά σας χρόνια;
Πρόκειται σίγουρα για γαλαξιακό σύμπτωμα: Δεν υπήρχε η ιδιωτική τηλεόραση και τα έξυπνα κινητά! Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 η οικονομική ένδεια ήταν μία ρεαλιστική κατάσταση για τους περισσότερους από εμάς. Αν και στερούμασταν πολλών υλικών, ήμασταν πάμπλουτοι – από φίλους, συντροφικότητα, συναισθήματα. Γι’ αυτά γράφω στο βιβλίο. Όταν καταφέραμε να αποκτήσουμε τα υλικά που στερηθήκαμε, χάσαμε πολλά ουσιαστικά – ελεύθερο χρόνο, ανιδιοτέλεια, τη χαρά για τα μικρά, απλά, καθημερινά της ζωής. Επομένως αυτό που ζούμε σήμερα είναι σα να επιστρέφουμε στα παλιά, αλλά με βίαιο τρόπο και χωρίς όραμα. Στα χρόνια του life style χάσαμε την αγωνιστική μας φύση. Μεγάλο λάθος. Ουκ επ’ άρτω ζήσεται άνθρωπος. Με στεναχωρεί που δεν ακούω πια ανθρώπους να τραγουδάνε ή να σφυρίζουνε γύρω μου, χάθηκε το γέλιο μας. Σήμερα όλοι μιλάμε για οικονομική κρίση, ενώ στην ουσία πρόκειται για κρίση ήθους.
Ποιο είναι, κατά την άποψή σας, το μεγαλύτερο προτέρημα και το χειρότερο ελάττωμα του Έλληνα;
Μειονέκτημά μας θεωρώ τα όρια, ή καλύτερα, την έλλειψή τους. Η νοοτροπία της ελευθεριότητας δίχως κανόνες, που αγγίζει τα όρια της αναρχίας σε βάρος της ελευθερίας των υπολοίπων πολιτών κι ένας ατομικιστικός εγωισμός του τύπου «η δουλειά μας να γίνεται μόνο».
Πλεονέκτημά μας θεωρώ πως είναι η ευελιξία. Προσαρμοζόμαστε γρήγορα σε νέα δεδομένα κι αυτό έχει να κάνει εν μέρει κι από την επιρροή που ασκεί επί αιώνες αυτός ο τόπος στον άνθρωπο: Μέσα σε ένα γεωγραφικό ανάγλυφο τόσο μικρό και με τόσες απότομες εναλλαγές σε αυτή τη μικρή κλίμακα, οφείλαμε να αυτοσχεδιάσουμε για να επιβιώσουμε.
Τι είναι η συγγραφή για εσάς;
Νοηματοδοσία ζωής, αλλά και σκληρή δουλειά. Συστηματική εργασία όπως και ο βιοπορισμός, αλλά με πολλαπλάσια ηθική ανταμοιβή. Γλυκεία βάσανος. Να προσπαθώ να ακούω τον εσώτερο εαυτό μου. Απολαυστικές διαδρομές ανάγνωσης πριν, διότι πιστεύω πως όποιος δε διαβάζει, δεν μπορεί να γράφει, αλλά και βιωματική εμπειρία ζωής. Το κάνω με μεγάλο προσωπικό κόστος, αλλά και χαρά. Δεν το κάνω για κανέναν άλλον, παρά μόνο για την αυτού μεγαλειότητα τον εαυτό μου, όσο παρτάκικο κι αν ακούγεται αυτό.
Λογοτεχνικά περιοδικά στην Ελλάδα. Ποια είναι η άποψή σας και ποια η δική σας συμμετοχή σε αυτά;
Τα θεωρούσα και τα θεωρώ εξ ορισμού φυτώρια λόγου και βήμα νέων λογοτεχνών. Βέβαια, τα έντυπα λογοτεχνικά υπήρξαν από τα πρώτα θύματα της ψηφιοποίησης του λόγου, επομένως ανέστειλαν την έκδοσή τους, στην ουσία δηλαδή έκλεισαν. Κάποια από αυτά ανέτειλαν ξανά στο ίντερνετ, ενώ κάποια δημιουργήθηκαν ακριβώς εξ αιτίας του, που μπορεί να τους προσφέρει και έσοδα, άρα και επιβίωση, αλλά και πρόσβαση σε όλους τους ελληνόφωνους στον πλανήτη. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, τα εμπιστεύομαι και δημοσιεύω σε αυτά τις ιστορίες μου. Τον τελευταίο χρόνο για παράδειγμα, αν συγκεντρώσω όλα μου τα κείμενα, προκύπτει μια επαρκέστατη σε μέγεθος συλλογή διηγημάτων ακόμα.
Αγαπημένοι σας συγγραφείς που καθόρισαν ή έδωσαν ώθηση στην πένα σας;
Την καθόρισαν κατά κύριο λόγο δύο: ο Χρόνης Μίσσιος για την αγάπη και την τρυφερότητα με την οποία προσέγγιζε τα πιο σκληρά ζητήματα. Στα δώδεκά μου που τον διάβασα, ήταν σα να έφαγα ένα γερό χαστούκι για ζητήματα τότε ταμπού και ο Τσιφόρος, για την άλωση της υποκρισίας της μικροαστικής μας αντίληψης, ενώ ο ίδιος ανήκε στην αστική τάξη. Όσο για την ώθηση, νομίζω ο Σουρούνης, για την ανυπόκριτη ειλικρίνειά του και ο Πεντζίκης, διότι μου έδωσε να αντιληφθώ την έννοια του δικού του πολυσχιδούς μέτρου, στο οποίο δεν θα καταφέρω να φτάσω ποτέ.
Το επόμενο συγγραφικό σας βήμα;
Μετά από δύο συλλογές διηγημάτων, η επιθυμία μου ήταν να μεταβώ στη μεγάλη, ή έστω μεγαλύτερη, φόρμα, εκείνη του μυθιστορήματος. Ήθελα όμως αυτή η μετάβαση να συμβεί ομαλά, διά του ενδιάμεσου μεγέθους της νουβέλας. Αυτό έκανα λοιπόν και καλώς εχόντων των πραγμάτων, το πρώτο τρίμηνο του 2016 θα κυκλοφορήσει το καινούριο μου βιβλίο, μία νουβέλα, από τις εκδόσεις Πόλις. Μέσα από πέντε διαφορετικές αφηγήσεις, δύο ανδρών και τριών γυναικών, έχουμε να κάνουμε με την επιτομή της νεότερης ιστορίας μας, όπως οι κρίκοι μιας ανθρώπινης αλυσίδας: Προσφυγιά. Εσωτερική μετανάστευση κι αστυφιλία. Ζητήματα εθνικής ταυτότητας και το ανάδελφον όμαιμον. Θύματα ειρήνης στα δίχτυα των δικτύων. Ορφάνια σε έναν κόσμο δίχως βεβαιότητες. Ένα από τα πέντε μέρη του μάλιστα εξελίσσεται στη Θεσσαλία, στις υπώρειες του Ολύμπου, σε μία από τις ρίζες μου, στο Σπαρμό και στην Τσαριτσάνη.

 

Μια συνέντευξη: στη ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ,
πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα ΘΕΣΣΑΛΙΑ 
της Κυριακής, 30 Αυγούστου 2015

αναδημοσίευση στα Νέα της Κηφισιάς,

Δευτέρα, 31 Αυγούστου 2015 12:44