ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ, Goodreads.com

Επίσημη και ανεπίσημη ιστορία-
Ο ρόλος της μνήμης.

Η Ιστορία είναι μια επιστήμη συναρπαστική. Μελετά κυρίως γραπτές πηγές, που μας δίνουν πληροφορίες για το παρελθόν. Η μελέτη των γεγονότων περιλαμβάνει την καταγραφή τους αλλά και τα αίτια που οδήγησαν σε αυτά, όπως και τους γενικούς νόμους της ιστορικής εξέλιξης. Δεν αποτελεί απλή αφήγηση τετελεσμένων γεγονότων αλλά προσπάθεια αναδόμησης και ερμηνείας του παρελθόντος, με στόχο συνήθως την ερμηνεία του παρόντος και την πρόβλεψη του μέλλοντος. Ερευνά τις τάσεις της κοινωνίας σε διάφορες περιόδους και σε διάφορους τομείς, τις οικονομικές συνθήκες, την εξέλιξη του πολιτισμού, της επιστήμης, της φιλοσοφίας και της τέχνης. Θα ασχοληθεί με πρόσωπα που οι αποφάσεις και οι πράξεις τους επηρεάζουν μια ολόκληρη εποχή. Ο συνηθισμένος άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως αριθμός, μέρος του συνόλου. Ο αριθμός εργατών στα υφαντουργία του Μάντσεστερ κατά την έκρηξη της Βιομηχανικής Επανάστασης, ο αριθμός των νεκρών στη μάχη της Καλλίπολης, τα θύματα του ολοκαυτώματος. Έτσι έχουν καταγραφεί στην συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας.

Υπάρχει όμως και μια άλλου είδους καταγραφή. Προφορική, γραπτή σε ημερολόγια ή πίσω από παλιές κιτρινισμένες φωτογραφίες. Μια αφήγηση του παππού πριν τον βραδινό ύπνο, μια αφιέρωση ή μια συνταγή ακόμα. Η ιστορία των απλών ανθρώπων που πιάστηκαν στα σαγόνια του μεταίχμιου των εποχών. Που είδαν τις ζωές τους να αλλάζουν από την μια στιγμή στην άλλη. Για αυτούς το κλέος της επίσημης ιστορίας είναι θαμπό.

Η εξιστόρηση των μαρτυριών τους μας είναι απαραίτητη, μας βοηθάει να θυμόμαστε ότι μιλάμε για ανθρώπινες ζωές. Η οικογενειακή ιστορία είναι πολύτιμη. Η αφήγησή της βοηθάει στο να μην σπάσει ο κρίκος που μας συνδέει με το ίδιο μας το παρελθόν. Αυτό είναι ένα από τα πράγματα που θέτει το «Γκουανό». Την διατήρηση της ιδιωτικής μνήμης. Της ιστορίας της οικογένειας. Αν χαθεί θα χαθούν οι ρίζες μας. Θα κοπεί το νήμα που συνδέει τις γενιές των ανθρώπων. Κάθε ατομική μαρτυρία είναι ένα μικρό κομμάτι του μωσαϊκού που λέγεται ανθρωπότητα. Για αυτό το «Γκουανό» είναι ένα σημαντικό βιβλίο. Γιατί, πέρα από τα αδιαμφισβήτητα λογοτεχνικά του χαρίσματα, μας δείχνει τον δρόμο.
Οι άνθρωποι που έζησαν σε σημαντικές στιγμές του 20ου αιώνα λιγοστεύουν. Ας σταθούμε να τους ακούσουμε. Ακούγοντας τους μπορούμε να αποφύγουμε τα τέρατα του παρόντος και του μέλλοντος. Οι ιστορίες τους είναι μια ανάσα που οξυγονώνει τον εγκέφαλό μας. Τις έχουμε ανάγκη. Η μνήμη διαμορφώνει την συνείδησή μας. Δεν είναι εύκολη δουλειά η διατήρησή της. Θέλει κόπο και αγώνα πρώτα με τον ίδιο μας τον εαυτό. Η Σταυρούλα το επισημαίνει στον αγαπημένο της επισκέπτη.«Να διαβάζεις και να θυμάσαι. Τα πάντα, οτιδήποτε. Να μην ξεχνάς. Θέλει κόπο αυτό το τελευταίο.»
Αν νομίζετε δε ότι όλα αυτά αφορούν ένα μακρινό παρελθόν κοιτάξτε γύρω σας, παρατηρήστε έχοντας τα λόγια του Γκόζη στο μυαλό σας. «Παντού υπάρχει λίγο γκουανό ακόμα, εκεί όπου νομίζει ότι η φλέβα έχει μόλις στερέψει.»

Η Κατερίνα –Λίνα από την Νέβεσκα Μακεδονίας. Γεννημένη το 1910. Ορφανή ξεπεσμένη αρχοντοπούλα – Γκουανό.
Ο Γκόγκος Μπρντας ή Γιώργης Μπρέντας Βλάχος με καταγωγή από τη Μοσχόπολη. Γεννημένος το 1912 στη Νέβεσκα . Ορφανός καρβουνιάρης. –Γκουανό
Σταυρούλα από τον Σπαρμό Ολύμπου. Γεννημένη το 1928. Ορφανή και ψυχοκόρη – Γκουανό
Σαρηκοσμάς Σεκερίογλου ή Κοσμάς Νικολαΐδης από το Ιντζέσου της Καππαδοκίας. Γεννημένος το 1914. Πρόσφυγας, ορφανός – Γκουανό.
Ασπασία από την Τυρολόη της Ανατολικής Θρακής. Πρόσφυγας κι ορφανή – Γκουανό.
Πέντε άνθρωποι ανοίγουν την πόρτα τους σε έναν πολυαγαπημένο επισκέπτη. Άνθρωποι λαϊκοί με βασική ή καθόλου μόρφωση. Άνθρωποι που η κοινωνία κάποτε τους θεωρούσε βάρος, τους είχε καταστήσει αποσυνάγωγους. Το πρόσωπό τους όμως είναι καθαρό και τα χέρια τους άξια. Πάλεψαν κι έζησαν παρ’ όλες τις δυσκολίες. Τον προσκαλούν μέσα στο σπίτι τους, στις δουλειές τους. Τα κεράσματα είναι όμορφα τακτοποιημένα, νοικοκυρεμένα. : πέτουρα , ξινόμαυρο κρασί, καφές από ρεβίθι. Τον περιποιούνται: «Καλά όλα αυτά δε λέω, αλλά βάλε κι άλλη ζάχαρη στα πέτουρα, σηκώνουν.» «Έλα στην υγειά μας ακόμα ένα. Αντέχεις; Να χαρώ εγώ!» «Σ’ έπιασα στα λόγια όμως και ξέχασα να σε ρωτήσω πως σου φάνηκε το κριθαρόζουμο;» Καίγονται να πουν την ιστορία τους σε αυτόν, όχι μόνο γιατί είναι η συνέχειά τους ,αλλά γιατί κατέχει την Τέχνη των λέξεων. Αυτός θα συντηρήσει την ιστορία τους. Μια ιστορία πικρή, πολλές φορές αβάσταχτη αλλά γεμάτη θέληση για ζωή και ελευθερία.
Την αφήγηση θα την ξεκινήσει η Κατερίνα. Αυτή θα αρχίσει να υφαίνει τον μύθο. Κι όσο ο επισκέπτης, σαν προσκυνητής, θα περνά από τον ένα αφηγητή στον άλλο, τα γεγονότα στημόνι και υφάδι θα πλέκονται. Οι ιστορίες ενώνονται σχηματίζοντας μια μπάντα σαν αυτές που κρεμούσαν παλιά στους τοίχους. Μια μπάντα με τίτλο «Η Ωραία Ελλάς». Από τους Βαλκανικούς πολέμους στην Μικρασιατική καταστροφή, από τις μετακινήσεις πληθυσμών μέχρι την κατοχή, από τον εμφύλιο μέχρι την ανασυγκρότηση Καραμανλή και την εσωτερική μετανάστευση. Υφασμένη με ζοφερά και λαμπερά χρώματα, όπως οι αναμνήσεις τους.
Εκεί είναι σκυμμένος πάνω στον πάγκο του ο Μίχας Λουπέγκου να φτιάχνει κοσμήματα αφάνταστης ομορφιάς. Ο Θωμάς πατέρας του Γκόγκου με τα στιβαρά του μπράτσα να πριονίζει κορμούς από το Βίτσι. Τα αδέλφια της Σταυρούλας, ο Νίκος θύμα του εμφύλιου, ο Σπύρος εργάτης στην Πάουερ – μετέπειτα ΔΕΗ – να σκάβει τρύπες σε όλη την Ελλάδα για να τοποθετηθούν οι κολώνες. Η αφράτη κα Νιόβη, μαμά του Κοσμά, και ο πατέρας Σάββας με το παχύ τσιγκελωτό μουστάκι. Μια ξεθωριασμένη φωτογραφία με το όνομα Ασπασία γραμμένο.
Εκεί είναι κεντημένη η ανθρωπότητα με το διπλό της πρόσωπο, σαν του Ιανού. Το φωτεινό του εβραίου Σαμπεντάι Μορντώ, αυτού του ισχνού μικροκαμωμένου ανθρώπου με την βαλίτσα γεμάτη βιβλία. Επειδή τον έκρυψε ο Γκόγκος κατά την διάρκεια της κατοχής θα του χαρίσει το σπίτι του πριν την αναχώρησή του για την Χάιφα. Το σκοτεινό πρόσωπο είναι ο θείος της Σταυρούλας . Δοσίλογος, μαυραγορίτης, καταδότης θα πλουτίσει από τον πόνο τον άλλων.
Η Κατερίνα, ο Γκόγκος, η Σταυρούλα, ο Κοσμάς, η Ασπασία μιλάνε στον αγαπημένο τους αλλά σιγά σιγά παίρνεις την θέση του εσύ ο αναγνώστης. Γίνεσαι ο εξομολογητής τους. Εσένα κερνάνε, εσένα τυλίγουν με στοργή. Γιατί ξέρουν ότι καταλαβαίνεις. Φαίνεται στα τελευταία λόγια του Κοσμά πριν μπει στο χειρουργείο «Μωρέ που σε ξέρω εγώ εσένα, σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ. Σαν δικό μας παιδί μοιάζεις, αλλά εκείνο που μ’ έρχεται στο μυαλό μικρό είναι ακόμα. Ίδιοι είστε. Βρε ίδιοι! Είναι κι αυτή η νάρκωση, βλέπεις, που με μέθυσε και δε βοηθάει η μνήμη μου. Άιντε γκελ τώρα, έλα να σε φιλήσω.»

Παναγιώτης Χατζηγιαννάκης
Goodreads.com,
23/2/2016,

(less)