Ψωμί, Ελιά, Conchita Βασιλιά

Με αφορμή την είδηση ότι παραιτήθηκε ο βασιλιάς της Ισπανίας, με όλο τον σεβασμό προς το πρόσωπό του ως ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά και ζητώντας προκαταβολικά συγγνώμη από τον Χρήστο Ζαμπούνη ο οποίος ιστοριογραφεί ανάγλυφα τον βίο των royalties της γηραιάς ηπείρου,  δεν κρατιέμαι, θα σου πω κάποιες σκέψεις μου που αναβλύζουν ως πίδακας από μέσα μου:

Ο θεσμός της μοναρχίας και οι βασιλικές οικογένειες στην Ευρώπη έφτασαν με εντυπωσιακό τρόπο θα έλεγα μέχρι και τις μέρες μας να θεωρούνται ισόβιοι εκφραστές, αλλά κυρίως χρήστες κάθε έννοιας εξουσίας την οποία ήταν σε θέση να ασκήσουν στα όρια της επικρατείας τους. Μάλιστα, αυτό επιβλήθηκε να συμβαίνει σχεδόν αμάσητα, να το βαφτίζουν δηλαδή εθιμικό δίκαιο, κοινώς κάθε θρόνος που χηρεύει θα καταλαμβάνεται με τον τσαμπουκά από άλλο μέλος της βασιλικής οικογενείας.

Αυτό το εφευρημένο κληρονομικό δικαίωμα είναι εν πολλοίς αντίστοιχο με εκείνο των βυζαντινών αυτοκρατόρων, οι οποίοι αναφέρονταν σε αυτό το κατά το δοκούν αναφαίρετο προνόμιό τους ως οι “θεόθεν την εξουσίαν εμπεπιστευμένοι”, δηλαδή ο πάνσοφος και δίκαιος Θεός εμπιστεύτηκε σε εκείνους και μόνο σε εκείνους την εξουσία.

Πρόκειται για μια έννοια θεοκρατίας, παρόμοιο με την έννοια του Κισμέτ στο Ισλάμ ή της Κάστας στον Ινδουισμό, όπου τη διαδοχή των αυτοκρατόρων την παίρνουν αμορτί τα παιδιά τους. Για περισσότερα, παραπέμπω στην εξαιρετική μονογραφία του Στίβεν Ράνσιμαν, «Βυζαντινή Θεοκρατία», εκδόσεις Δόμος 1991:
«Καμιά μορφή διακυβέρνησης δεν μπορεί να επιζήσει χωρίς τη γενική επιδοκιμασία του κοινού. Πέρα από τους μοναχούς, οι συνηθισμένοι άνθρωποι στο Βυζάντιο, άνδρες και γυναίκες, πίστευαν ότι η Αυτοκρατορία τους είναι η επίγεια αγία Αυτοκρατορία του Θεού, με τον Ιερό Αυτοκράτορα ως αντιπρόσωπο του Θεού πρό του λαού και αντιπρόσωπο του λαού προ του Θεού. Για ένδεκα αιώνες, από την εποχή του πρώτου Κωνσταντίνου μέχρι τις μέρες του ενδέκατου, ο θεοκρατικός θεσμός της Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητος. Κανένας άλλος θεσμός σε όλη την ιστορία της Χριστιανικής εποχής δεν άντεξε τόσο πολύ».

Χρειάστηκε να περάσουν κοντά στα χίλια οχτακόσια χρόνια για να μάθουμε για τον ιδιωτικό βίο στο Βυζάντιο, μέχρι δηλαδή να εκδοθεί το μνημειώδες εξάτομο έργο του μακαριστού Φαίδωνα Κουκουλέ «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός». Μέχρι τότε, γνωρίζαμε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για τις κωλοτούμπες, κοινώς κυβιστήσεις, της αυτοκρατορικής Αυλής, αυτές που στην επίσημη Ιστορία αποκαλούνται θεωρίες συνωμοσίας και  καταγράφονται ως μηχανορραφίες, μέχρι τότε γνωρίζαμε το αγαπημένο diet πιάτο του Άνακτα και αν έπινε ΕΨΑ μπλε ή με ανθρακικό, αλλά είχαμε βαθύ σκοτάδι για τα επαγγέλματα των ανθρώπων, για τις συνήθειές τους κατά τη διάρκεια των εργασίμων ημερών ή των  αργιών, για τη διατροφή τους, για το μπινελίκι που του έριχναν (του άνακτα) στον Ιππόδρομο «Πάλι τὸν καῦκον ἔπιες, πάλιν τὸν νοῦν ἀπώλεσας», δηλαδή πάλι ήπιες τον άμπακο κι έχεις γίνει κόκκαλο, ζάντα, άγαλμα και τα ρέστα ή τα μπινελίκια που έτρωγαν στο καπηλειό μετά που έριχναν το μπινελίκι  (του άνακτα) συνοδεία του κρασιού τους.

Αυτά τα όμορφα στην Ανατολική Αυτοκρατορία. Στη Δυτική, συνέβαιναν άλλα. Να σου πω ορισμένα, ελάχιστα, που ξέρω μέσες άκρες:

Στην περίπτωση του στέμματος των Μονεγάσκων, εγείρονται ισχυρές απόψεις πως ο γενάρχης του σπιτιού των Γκριμάλντι ήταν ένας άρπαγας τυχοδιώκτης, μέχρι και πειρατή θα τον έλεγες, από τη Τζένοβα που κατέλαβε με το στανιό τον βράχο του Μονακό, κατά τον ίδιο τρόπο που οι συμπατριώτες του οι Γκατιλούζι κατέλαβαν τη Σαμοθράκη και δεν της άφησαν πέτρα πάνω στην πέτρα- που τις έχει και μπόλικες τις πέτρες η Σαμοθράκη.

Να σου θυμίσω ότι μια μεγάλη σε έκταση χώρα και ένα μεγάλο αριθμητικά έθνος της Ευρώπης επίσημα ονομάζεται «Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας». Αυτό είναι το όνομα της χώρας, «Ηνωμένο Βασίλειο» και όχι σκέτο «Μεγάλη Βρετανία». Η Βρετανία, ακόμα και Μεγάλη, κλίνει το γόνυ στο Ηνωμένο της Βασίλειο, ενώ το πολίτευμα της είναι η Βασιλευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. «Βασιλευομένη», μετοχή αντί ενός επιθέτου. Με την ευκαιρία, μια  άχρηστη ίσως επί του παρόντος πληροφορία είναι η απουσία οποιουδήποτε ενιαίου γραπτού κειμένου που να ορίζεται ως Σύνταγμα στη χώρα αυτή.

Στα Βαλκάνια τώρα, ο Άχμεντ Ζόγκου αυτοαναγορεύθηκε το 1928 βασιλιάς της Αλβανίας. Μάλιστα, επειδή προνόησε για την πάρτη του πρώτο τραπέζι στέμμα, πήρε και τον πρώτο αύξοντα αριθμό της δυναστείας: Άχμεντ Ζόγκου ο Α΄. Βήτα δεν προέκυψε ποτέ. Η επικρατούσα μέχρι και σήμερα φήμη που τον ακολουθεί και μετά θάνατον τον θέλει να παραδίδει την Αλβανία στην Ιταλία του Μουσολίνι κατά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και να αποχωρεί από την χώρα της οποίας ήταν βασιλιάς, αρπάζοντας τον κρατικό της χρυσό.

Στη Βουλγαρία σχετικά πρόσφατα, μόλις το 2001, είχαν εκλέξει τον πρώην βασιλιά τους Συμεών του Σαξ Κόμπουργκ πρωθυπουργό και τον ονόμασαν μάλιστα επί το βουλγαρικότερον Σακσκομπουρκόσκι -καλό, ε;-, ενώ ως  πρόεδρο της δημοκρατίας τους ανέδειξαν έναν πρώην κομμουνιστή.
Με δυο λόγια, οι Βούλγαροι το 2001 είχαν βασιλιά πρωθυπουργό και κομμουνιστή πρόεδρο. Τί δεν καταλαβαίνεις; Τί δεν καταλαβαίνεις;

Την ίδια χρονιά, επαναπατρίζεται στη Σερβία ο απόγονος των Καρατζόρτζε, ο γεννημένος στη σουίτα 212 του ξενοδοχείου της φτωχολογιάς Claridge’sτου Λονδίνου. Βέβαια, τόσο οι Βούλγαροι όσο και οι Σέρβοι είχαν στην παράδοση και στην ιστορία του έθνους τους εξαρχής βασιλιάδες με το ίδιο αίμα με εκείνο του λαού τους και συμπορεύτηκαν με αυτόν, ήταν αναπόσπαστο μέρος τους και ήταν επόμενο να δεχτούν και τον ιστορικό του ρόλο, είχαν μάλιστα κοινή λέξη για την προσφώνησή του: Η λέξη “τσαρ” σε όλες τις σλαβικές γλώσσες σημαίνει ακριβώς το ίδιο, τον βασιλιά και σε ορισμένες περιπτώσεις ο τσάρος αγιοποιείται κιόλας υπό του λαού του –αλίμονο, αυτό έλειπε, διότι οι τσάροι εκτός από αρχηγοί του στρατού, ναυτικού και αεροπορίας, ετύγχαναν και θρησκευτικοί ηγέτες ανώτεροι των επιχώριων επισκόπων.

Σε ό,τι αφορά τα δικά μας όμως, η μοναρχία ποτέ δεν υπήρξε μέρος της παράδοσής μας από την αρχαιότητα ως την ίδρυση του σύγχρονου νεοελληνικού κράτους κι από τότε μέχρι σήμερα. Ήταν ξενόφερτη και πάντα αλλήθωρη προς τις χώρες προέλευσής της, δεν αγάπησε ποτέ τον τόπο αυτό παρά μόνο τον άρμεγε, δεν αφομοιώθηκε με αυτόν, δεν τον συμπόνεσε, δεν τον αγάπησε εν τέλει. Επιπλέον, του επιβλήθηκε δια μέσου της πίεσης που άσκησαν οι χώρες της Εγκάρδιας Συμμαχίας και η πίεση ώδινε το βαυαρικό τετρακίνητο μοντέλο Ότο, αυτόν που κάποιοι ακόμα προσφωνούν Όθωνα ή τον ορθογραφούν ανορθόγραφα ως «Όττο», με δύο ταυ.
         
Το 1974 οι Έλληνες πολίτες αποφάσισαν ότι δεν τους χρειάζεται η μοναρχία κι αυτή τους η απόφαση εκφράστηκε με το γνωστό δημοψήφισμα. Δημοψήφισμα βέβαια δεν έγινε για άλλες, εξίσου σημαντικές αποφάσεις της πορείας μας, για παράδειγμα ούτε από τη σοσιαλιστική κυβέρνηση του εκσυγχρονιστή Σημίτη για την ένταξη μας στην ΟΝΕ, ούτε βέβαια επί των ημερών του Παπανδρέου senior, του κανονικού του Παπανδρέου δηλαδή, για την ένταξή μας στη συνθήκη του Μάαστριχτ.

Αλλά μη νομίζεις ότι έτσι εύκολα ξεμπερδεύεις με τους εστεμμένους. Ακόμα  και μετά το δημοψήφισμα του ’74, στην Ελλάδα μόλις το 2005 απεβίωσε ο τελευταίος Βασιλιάς: ο συμπαθής Κωνσταντίνος Χαλιλόπουλος, γνωστός ευρύτερα και ως βασιλιάς των Γύφτων. Όπως έγραψε και η Λαμπρινή Θωμά στο ένθετο «Έψιλον» της Ελευθεροτυπίας -δυστυχώς δεν βρήκα την ημερομηνία δημοσίευσης του σχετικού φύλου- και αναδημοσιεύει στο locandiera.gr, “μπορεί να είναι που ο θάνατος του τελευταίου βασιλιά σημαίνει και το τέλος μιας εποχής. Τα Νέα Λιόσια λέγονται πια Ίλιον, οι τσιγγάνοι λέγονταν Ρομά, ο γιός του Κωνσταντίνου αναλαμβάνει αρχηγός κι όχι βασιλιάς».
Επομένως, δεν έχει ούτε μια δεκαετία που έπεσε η αυλαία οριστικά για τους politically correct βασιλείς στην Ελλάδα. 

Πιστεύοντας στη φυσική ισότητα όλων των ανθρώπων, ανεξάρτητα από διάκριση καταγωγής, φύλου, χρώματος δέρματος και όλων τέλος πάντων των αυτονόητων που γνωρίζουμε, δεν πιστεύω σε βασιλιάδες, σε βασίλισσες, σε πρίγκιπες, στον δούκα, στον κόμη, στον μαρκήσιο και στη μαρκησία, στη λαίδη και στη μυλαίδη –ειδικά αυτό το τελευταίο αποτελεί φωτοβολιδάτο αριστούργημα της μετάφρασης του my lady στα ελληνικά.

Έχω απόλυτη πίστη στο δικαίωμα της επιλογής και στην ελευθερία των λαών εκείνοι, οι λαοί δηλαδή, να επιλέγουν τους ηγέτες τους και τα κοινοβούλιά τους, αντί να τους επιβάλλονται ηγεσίες εθιμικώ δικαίω, παρόλη την σε πολλές περιπτώσεις ψευδεπίγραφη, κίβδηλη ή κατ΄ επίφαση Δημοκρατία των χωρών τους.

Αρχή Παράκαμψης,

εισαγωγικά ανοίγω

          Κι επειδή με πιέζεις -σε παρακαλώ, μη με πιέζεις, σε προειδοποιώ-, προτιμώ πάντοτε την άμεση εκλογή αντί της έμμεσης. Ένα παράδειγμα σου θέτω: η εκλογή του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας να μη γίνεται από τη λίγκα των βουλευτών των κομμάτων με τη λογική του μαντριού και της κομματοσαπίλας, αλλά να προκύπτει απευθείας από τη βούληση του λαού. Αν με ρωτάς -σε παρακαλώ, μη με πιέζεις άλλο, σε προειδοποίησα, να πεις ότι δε σε προειδοποίησα;-, προτιμώ την Προεδρική κι όχι την Προεδρευομένη Δημοκρατία ως πολίτευμα. Προτιμώ επίθετο αντί μετοχής. Μη κοιτάς που την έραψε sur mesure μετά την μεταπολίτευση ο θεός για να λατρεύεται στο μέλλον ως τοτέμ απο τους ιθαγενείς κι από προεδρική την ονόμασε προεδρευομένη. Μπορεί να μην είχε το κληρονομικό δικαίωμα επειδή ήταν από χωριό και δεν είχε οικόσημο κι ασπίδα, είχε όμως το κληρονομικό χάρισμα και είχε προβλέψει και  κατευθύνει προς αυτή τη λύση. Για να επανέλθω, όσο αυτό συμβαίνει με διαφορετικό τρόπο, η εκλογή του Προέδρου μας θα είναι αντικείμενο επιλογής μιας δράκας «ειδικών». Αυτοί ξέρουν. Καλά κάνουν, αλλά εγώ θέλω να ξεμάθουν αυτά που ξέρουν και αυτό απαιτώ να αλλάξει πρωτίστως από εμένα τον ίδιο, διότι με τέτοια σιχαμερή πεπατημένη, οι εμπλεκόμενοι λειτουργούν με όρους Αυλής και ανακτόρων.

          Θέλεις κι ακόμα ένα  παράδειγμα; -μα γιατί με πιέζεις τόσο πολύ; Τέλος πάντων, σε παρακαλώ, για τελευταία φορά-, δες αυτό που συμβαίνει στη εκλογή του Αρχιεπισκόπου μας. Αποφασίζει το club των ευσεβών της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, που αναλαμβάνει εκείνη να επιλέξει τον θρησκευτικό ηγέτη μιας Εκκλησίας ερήμην του Λαού της. Κάπου μέσα στη Μονή Πετράκη λοιπόν, βρίσκεται και το κρεβάτι του Προκρούστη: στην εκλογή του Αρχιεπισκόπου η ΔΙΣ πιστεύει πως δεν χρειάζεται τον Λαό της για να εκφραστεί ο ίδιος διά των κληρικολαϊκών συνελεύσεων. Όταν πρόκειται όμως να συλλέξει υπογραφές για τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, που στο φινάλε είναι (η έκδοση ΑΔΤ) μια αμιγώς πολιτειακή υπόθεση, εκεί προσκαλεί τον λαό να συγκρουστεί με τα ΜΑΤ σε διαδηλώσεις. Και στην περίπτωση αυτή, ο τρόπος λειτουργίας θυμίζει πως ο στενός κύκλος των εμπλεκομένων κινείται με όρους Αυλής και ανακτόρων. Καλά κάνουν αυτοί, αλλά εγώ θέλω να ξεμάθουν αυτά που ξέρουν και αυτό απαιτώ να αλλάξει πρωτίστως από εμένα τον ίδιο κι έπειτα να αλλάξει επίσης αυτή η σιχαμερή πεπατημένη.
Τί κατάλαβες που με πίεσες; Νά, σου τα είπα.

Τέλος παράκαμψης,

εισαγωγικά κλείνω.

Για να ξαναγυρίσουμε στους βασιλικούς εν γένει,
ακράδαντα πιστεύω ότι οι λαοί της Ευρώπης χρειάζεται να έχουν πολίτες κι όχι υπηκόους, ότι οι υπόλοιποι λαοί της Ευρώπης, -όχι εμείς, εμείς το λύσαμε τζετ το ζήτημα, τα είπαμε αυτά-, να αναλογιστούν αν επιθυμούν να καταργήσουν με δημοψήφισμα τον αναχρονιστικό και αντιδραστικό και πανάκριβο θεσμό της βασιλείας, που ζει χαραμοφαγικώς και παρασιτικά σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.

Δε λέω, έχει τη λάμψη του το όλο θέμα, έχει ας πούμε τη χάρη του που οι βασιλιάδες δεν έχουν επίθετα, αλλά προσδιορίζονται με τοπωνύμια, όπως ας πούμε Λεοπόλδος του Βελγίου και του Κογκό, όπως ο Κωνσταντίνος  Ντε Γκρέτσια ή η Αμάντα της “Δυναστείας”.

Κάνω χάζι που τους προσφωνούν γαλαζοαίματους, φαίνεται πως είναι ομόαιμοι με τα Στρουμφάκια. Αλήθεια, αν τύχουν μεταμόσχευσης, που θα βρεθεί το χρώμα του αίματος που χρειάζονται;

Ακόμα περισσότερο χάζι κάνω με τις χαιρετούρες. Όταν ο βασιλεύς χαιρετά τον υπήκοο, τη στιγμή δηλαδή που ο πολίτης-υπήκοος ενός κράτους καταντά υπήκοος μεσαιωνικού φέουδου -ένας τόσος δά τόνος κάνει τη διαφορά: υπήκοος αντί υπήκοος-, «λυγίζοντας μόνο τα τέσσερα δάκτυλα του αριστερού του χεριού, του αντίχειρα εξαιρουμένου, λυγίζοντάς τα μέχρι τη μέση της απόστασης που κλείνει η παλάμη σε γροθιά”, αυτό είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου “Αφήστε με να Ολοκληρώσω”, εκδόσεις Πόλις 2014 -τί νόμιζες, δεν θα το ανέφερα; Αλλά και στην αντίθετη περίπτωση, έχει σημειολογικό ενδιαφέρον όταν οι υπήκοοι κι όχι οι υπήκοοι, ως άλλοι κάτοικοι κάποιου μεσαιωνικού φέουδου, χαιρετούν τους βασιλείς ως γνήσια  δουλικά με  εντελώς εξευτελιστικό για την προσωπική τους αξιοπρέπεια τρόπο, ειδικά οι γυναίκες, κλίνοντας το γόνυ και κάμπτοντας ελαφρώς τον αυχένα, σκύβοντας το κεφάλι.

Γελώ πολύ με τα καπελάκια στις ιπποδρομίες του Άσκοτ, με τα παράσημα με τα χρωματιστά σμάλτα και τις χιαστί κορδέλες των Ενόπλων Δυνάμεων που εκπροσωπούν ως αυτοδίκαιοι μα άκαπνοι στρατηγοί, με τα φτερά των αλόγων, ενώ ταυτόχρονα μου γεννιέται και μια εύλογη απορία: όλοι αυτοί οι λεβέντες με το λουλακί αίμα, ως εξόριστοι ή αυτοεξόριστοι κάποιες δεκαετίες στις ακριβότερες πρωτεύουσες της Ευρώπης, πως την έβγαζαν τόσα χρόνια άραγε, πώς τη γάζωναν τη φτιάξη που θα έλεγε και ο Τσιφόρος;

Μέχρι και τη φιλολογία επιστράτευσα, αλλά ακόμα κι αν το δούμε ετυμολογικά, το πράγμα μιλάει από μόνο του:
Μονάρχης σημαίνει την αρχή του ενός, ενώ Δημοκρατία εκεί όπου ο Δήμος, ο λαός δηλαδή, (επι)κρατεί. Στην εποχή μας βέβαια όπου εκφυλιστικά φαινόμενα και κανιβαλισμός επικρατούν χωρίς καθόλου μα καθόλου διάκριση και σεβασμό στο θεσμό της Μοναρχίας, θα τολμούσα να πω ότι εξακολουθεί να ισχύει η ετυμολογία, εκτός κι αν Μονάρχης κατέληξε χάριν ευφωνίας να σημαίνει αυτόν που έχει μόνο ένα αρχίδι, ενώ όταν μιλάμε για τον Δήμο, δεν εννοούμε τον λαό, αλλά τον Δήμο της περιοχής μας. Επειδή όμως είμαι κύριος και δεν εκφυλίζω ούτε κανιβαλίζω έναν τέτοιο θεσμό κινδυνεύοντας να υποπέσω στο έγκλημα της Καθοσίωσης, δεν θα πω τίποτε το παρόμοιο και βγάζω και τον σκασμό.

Πολλοί φιλομοναρχικοί κύκλοι βέβαια αναφέρουν ότι ένα είδος βασιλέων είναι και οι βουλευτές, οι πρόεδροι της Δημοκρατίας και οι πρωθυπουργοί που εκλέγουμε κι ότι έχουν τα ίδια, αν όχι μεγαλύτερα, προνόμια από τα δικά τους ινδάλματα. Ισχύει σε πολλές περιπτώσεις, αυτό όμως δεν κάνει τους γαλάζιους ανθρώπους ισοπεδωτικά προτιμητέους επειδή ακριβώς οι άλλοι είναι ίδιοι και χειρότεροι. Ίσως αυτό να εκφράζεται στα πλαίσια της αυθαιρεσίας, ένα ‘να ‘χαμε να λέγαμε’ αντεπιχείρημα δηλαδή, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι συμβαίνει με τα κατά συνθήκη ψεύδη στις σχέσεις των φύλων: οι άντρες τάζουμε στις γυναίκες «θα σε κάνω βασίλισσα!», ενώ εκείνες με τη σειρά τους το πιάνουν στον αέρα το δούλεμα κι αντιγυρίζουν το μπαλαμούτι απαντώντας «Πασά μου εσύ!», όπου Πασάς βέβαια ένας ακόμα, οθωμανικός τώρα, τίτλος ευγενείας. Αφερίμ.

Οι βασιλόφρονες αδελφοί, τέλος, επιστρατεύουν και ένα εκκλησιολογικό επιχείρημα από τη φαρέτρα τους, κάνοντας υπακοή στο πολυχρόνιο «νίκας τοις βασιλεύσι», το οποίο η Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδας τροποποίησε μετά το δημοψήφισμα του ’74 σε «νίκας τοις ευσεβέσι» για να μην σκανδαλίζει και προκαλεί την αριστερή πλατφόρμα των πιστών του πληρώματος της. Τζούφιο κι αυτό το βέλος της φαρέτρας, διότι ως γνωστόν ήδη από το μακρινό 1217, βαριά μέχρι το 1235, ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδας Δημήτριος Χωματηνός είχε αναφέρει καίρια ότι «τά ἐκκλησιαστικά τοῖς πολιτικοῖς εἴωθεν συμμεταβάλλεσθαι», δηλαδή όπου φυσάει ο άνεμος πάω.

Όσοι αποκαλούνται βασιλιάδες ή με θαυμασμό θέλουν να προσφωνούνται στον πληθυντικό “βασιλείς” και στον ενικό “ο βασιλέας”, να ξέρεις ότι έχουν κι εκείνοι δυο χέρια και δυο πόδια όπως εσύ. Έχουν τις ίδιες ανάγκες με σένα: αφοδεύουν όπως εσύ, πεινάνε όπως εσύ, διψάνε όπως εσύ, είναι το ίδιο γήινοι όπως εσύ. Είναι το ίδιο υποκριτές όπως εσύ. Έχουν τις ίδιες εμμονές με σένα, φοβούνται όπως εσύ, γερνάνε όπως εσύ, συμπεριφέρονται ίσως με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι εσύ, αλλά σίγουρα δεν είναι ανώτεροι ως προς τη μοναδικότητα του προσώπου τους απ΄ ό,τι εσύ. Απλώς, όλα είναι ένα καλοραμμένο πάνω τους βολικό παραμύθι που θα ήταν καλό σώνει και ντε να το χαύεις δια παντός εσύ και τα παιδιά σου στον αιώνα, διότι διαφορετικά φωτιά στα μπατζάκια τους. Εσύ είσαι ο χορηγός τους. Τους χαρτζιλικώνεις γενναία και σίγουρα εν αγνοία σου, είναι καθ’ έξη τρακαδόροι, σελέμηδες και τσιράκια κι εν πάση περιπτώσει άμα χάσουν τη μαρμίτα, κλάφτα τα τούλια και τα σεμεδάκια και τα ιπποφορβεία και τα ημίψηλα. Τώρα αν με ρωτάς τί θα κάνουν άμα χάσουν τα χαϊλίκια, δεν με ενδιαφέρει καθόλου, ας κόψουν το λαιμό τους να κάνουν καμιά δουλειά που ξέρουν, καθόσον και το χαραμοφαγίλικι τους τέχνη είναι σπουδαία και δουλειά μέγκλα, τα κουβαδάκια τους λοιπόν και σ’ άλλη παραλία, στην άμμο να χτίζουν παλάτια με δικό τους μπακίρι. Εγώ σάμπως και δεν θα μπορέσω άλλο να τσοντάρω.

Για να επιστρέψω εκεί από όπου ξεκίνησα, στον απερχόμενο Χουάν Κάρλος δηλαδή, έχω τρεις ερωτήσεις, μετά από μια σύντομη παράθεση των τίτλων του:

είναι Βασιλιάς
της Καστίλλης, της Λεόν, της Αραγωνίας, των Δύο Σικελιών (Νεαπόλεως, δηλαδή Νάπολης και Σικελίας),
της Ιερουσαλήμ,
της Ναβάρας, της Γρανάδας, του Τολέδου, της Βαλένθιας, της Γαλικίας, της Μαγιόρκας, της Σεβίλλης, της Σαρδηνίας, της Κόρδοβας, της Κορσικής, της Mούρθιας, της Μινόρκας, της Χαέν, των Αλγαρβών, της Αλχεθίρας, του Γιβραλτάρ, των Καναρίων Νήσων, των Ανατολικών και Δυτικών Ινδιών,
των Νήσων και Χωρών του Ωκεανού. 

Η πρώτη μου ερώτησή είναι: τίνος Ωκεανού; Όλων των Νήσων; Και όλων των Ωκεανών; Και όλων των Χωρών των Ωκεανών; Κι η Χαλκιδική μέσα; Περισσεύει τουλάχιστον καμιά παραλία για μας ή δεν; 

Συνεχίζω:

είναι Αρχιδούκας
της Αυστρίας,

είναι Δούκας
της Βουργουνδίας, της Βραβάντης, του Μιλάνου, των Αθηνών και Νέων Πατρών.

Η δεύτερη ερώτηση είναι:
αν νόμιζες μέχρι χτες ότι δε μας αφορά εμάς τους Έλληνες η απόσυρσή του Χουάν Κάρλος για ένα νεώτερο μοντέλο κι ότι δεν είναι και τόσο μακρινή όσο υπέθεσες  η σχέση μεταξύ του θρόνου του και της χώρας μας, μήπως να ξαναδείς ανωτέρω τον τίτλο; Δούκας Αθήνας και Νέων Πατρών, όχι μόνο της πρωτεύουσας δηλαδή, αλλά και της περιοχής περί την Υπάτη Φθιώτιδας.

και ξανά συνεχίζω:

είναι Κόμης
των Αψβούργων, της Φλάνδρας, του Τιρόλο, του Ρουσιγιόν και της Βαρκελώνης,

είναι Κύριος της Βισκαΐας και της Μολίνας και 
Καθολικός Βασιλεύς.

Τρίτη και τελευταία απορία:
Γιατί αυτός να ειναι τόσοι πολλοί κι εμείς να είμαστε τόσοι λίγοι;

Αυτός ο βασιλιάς Χουάν που λες ταξίδεψε στη ζούλα στης Μποτσουάνα τη ζούγκλα για να σκοτώσει ελέφαντες, αν και κατείχε από το 1968 ως το 2012, όταν δημοσιοποιήθηκε το περιστατικό, τη θέση του επίτιμου προέδρου του ισπανικού παραρτήματος της περιβαλλοντικής οργάνωσης World Wildlife Fund (WWF). Για φαντάσου, ο επίτιμος του  WWF Ισπανίας να σκοτώνει ελέφαντες που υποτίθεται τους προστατεύει. Τράτζικ; Καλά, αυτό φαίνεται δεν τον πολυπείραξε, ίσως γιατί οι ελέφαντες εκείνοι δεν ήταν υπήκοοι του ισπανικού στέμματος, ήταν Αφρικανοί.

Τέλος, τα ετήσια έξοδα του στέμματος της Ισπανίας ανέρχονταν -με τιμές 2012- στα 8,3 εκατομμύρια ευρώ στην κούτρα του κρατικού κουμπαρά και στην πλάτη των Ισπανών, όταν πριν από δυο χρόνια το ένα τέταρτο του πληθυσμού δήλωνε επίσημα άνεργο. Κι ενώ η ανεργία στη χώρα των Ιβήρων κοντεύει να ταβανιάσει –ακόμα δεν έχουν μνημόνιο εκεί, για φαντάσου τι θα γίνει αν τυχόν αποκτήσουν-, οι αρχοντολεβέντες του παλατιού έκαναν κι ένα σκόντο στα γούστα τους για να καθησυχάσουν την κοινή γνώμη: περιέκοψαν εκατό ολόκληρες χιλιάδες ευρώ! Χαλάλι και ήμαρτον. Δημοψήφισμα και πάλι δημοψήφισμα, αγαπημένοι μας Ισπανοί, να καταργηθεί αυτή η ασκήμια που είναι τόσο μεγάλη που την γράφω με κάπα, ασκήμια, όχι απλώς ασχήμια.

Και για να ολοκληρώσω με την περιγραφή των αισθημάτων μου προς όλους αυτούς και τα απανταχού και πανταχόθεν σόγια τους,
αν είναι o/η Conchita ταυτόχρονα Βασιλιάς και Βασίλισσα της Eurovision,
επομένως
αν είναι o/η Conchita -κατά μια αφαιρετική και υπεραπλουστευτική έννοια- Βασιλιάς και Βασίλισσα μαζί της Ευρώπης όλης, 
ο/η Conchita που στα ισπανικά σημαίνει νίμου -ψάξε κι εσύ τι κάτι στο λεξικό ντε, όλα εγώ θα σoυ τα λέω;-,
αν λοιπόν αντικαταστήσουμε το όνομα «Κώτσο» με την λέξη Conchita(που κάνει και παρήχηση με τον Κώτσο) στην επικεφαλίδα αυτού του μικρού μου σημειώματος, τότε τα αισθήματα μου είναι οφθαλμοφανή και κορώνα στο κεφάλι μου.

Μετά τιμής,

Γιώργος Γκόζης ο Α΄,

Αυτού Μεγαλειότης του Εαυτού μου,

Άρχων Αστυάναξ του σύμπαντος κόσμου μου.

 

 (Στέμμα, έργο του Ζαν-Μισέλ Μπασκιά, 1983)