«ΤΟ ΓΚΟΥΑΝΟ, ΕΝΑ ΚΕΡΑΚΙ ΟΛΩΝ ΜΑΣ, ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ».

01.04.2017

Συνέντευξη στη Νατάσσα Βαφειάδου στο ραδιόφωνο του “Παρατηρητής της Θράκης”, με αφορμή την παρουσίαση του “Γκουανό” στην Κομοτηνή την Πρωταπριλιά του 2017:

«Με ενδιαφέρει μέσα από το μωσαϊκό της αφήγησης να υπάρχει και το παλίμψηστο του λόγου» – «Ορφανός είναι αυτός ο οποίος στερείται της πατρίδας του, αυτός που υποχρεώνεται να εγκαταλείψει τη γλώσσα του»

Δείτε περισσότερα στον “Παρατηρητή της Θράκης”. 

«Το “Γκουανό” δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα παραμύθι, με τα καλά κρυμμένα μυστικά του, βγαλμένα κατευθείαν από το σεντούκι της μνήμης»…

Το πορτραίτο μιας πατρίδας, τοιχογραφία μιας εποχής, η επιτομή της σύγχρονης νεοελληνικής Ιστορίας μέσα από πέντε διαδοχικές αφηγήσεις, όπως οι κρίκοι μιας αλυσίδας. Κάπως έτσι θα μπορούσε σε δύο προτάσεις να περιγράψει κανείς το νέο συγγραφικό έργο, το τρίτο κατά σειρά, του Θεσσαλονικιού συγγραφέα Γιώργου  Γκόζη.

Το «Γκουανό» ξετυλίγει τη συλλογική μας μνήμη, μέσα από τις αφηγήσεις πέντε προσώπων,  χαρακτήρων υπαρκτών, οι οποίες ενισχύονται με μυθοπλαστικά στοιχεία, που εξυπηρετούν την αφήγηση.

Ο Γιώργος Γκόζης, σήμερα επιστρέφει στην Κομοτηνή, για να μιλήσει στο φιλαναγνωστικό κοινό της πόλης, για την «περιπέτεια» της καταγραφής των αφηγήσεων αυτών και του περάσματός τους στο χαρτί. Με τη βοήθεια του επίκουρου καθηγητή του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ, Βασίλη Δαλκαβούκη και της φιλολόγου Σοφίας Σουβατζόγλου, ενώ αντίστοιχα την ευκαιρία θα έχουν την Κυριακή 2  Απριλίου, οι «γείτονες» Εβρίτες στην παρουσίαση που θα πραγματοποιηθεί εκεί με τη συμμετοχή της επιμελήτριας εκδόσεων κ. Τζένης Κατσαρή – Βαφειάδη και του ποιητή και καθηγητή αγγλικών κ. Κωνσταντίνου Παπαγιάννη.

Με αφορμή το  «οδοιπορικό» που μας καλεί να κάνουμε μέσα από τις σελίδες του «Γκουανό» στην συλλογική μας μνήμη, ο Γιώργος Γκόζης μίλησε στο «Ράδιο Παρατηρητής 94fm» και στη Νατάσσα Βαφειάδου, δίνοντάς μας πολύτιμες, για το ταξίδι αυτό οδηγίες…

Γιώργος Γκόζης όμως…

ΠτΘ: κ. Γκόζη ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο του βιβλίου σας, ο οποίος ομολογουμένως κεντρίζει το ενδιαφέρον. Τι σημαίνει «Γκουανό» λοιπόν;
Γ.Γ.: 
Η λέξη γκουανό σημαίνει στα ισπανικά κοπριά. Ήταν ένα δικό μου αλληγορικό ή παραβολικό σχόλιο, σε όλο αυτό το σύγχρονο νεοελληνικό κοινωνικό γίγνεσθαι, όπου θυμίζει πάρα πολύ τα περιττώματα των πουλιών, έχοντας προηγουμένως αντιπαραβάλει ή αφηγηθεί πέντε ιστορίες προσφυγιάς, μετανάστευσης, δοσίλογων που έγιναν ταγοί στο μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος, εκτόπισης του εβραϊκού ελληνισμού, της Ελλάδας των εργολάβων. Μέσα από τις αφηγήσεις του παππού και της γιαγιάς  του, ο καθένας θα μπορούσε να βάλει στη θέση των αφηγουμένων, τον δικό του πρόγονο. Θέλησα, λοιπόν, να κάνω αυτήν την αλληγορία και επέλεξα αυτόν τον τίτλο, ο οποίος προκαλεί κάποια ίντριγκα. Η εξήγηση δίνεται άλλωστε στο τέλος και νομίζω πλέον ότι το γκουανό, εκτός από λίπασμα είναι γνωστό και ως βιβλίο.

«ΠροτιμΩ τις ζεστΕς αφηγΗσεις των ανθρΩπων που Εχουν σΑρκα, οστΑ και αΙμα»

ΠτΘ: Πέντε διαφορετικά διηγήματα, πέντε διαφορετικά πρόσωπα, πέντε διαφορετικές αφηγήσεις.  Πώς επιλέξατε να ασχοληθείτε με αυτά τα διηγήματα και πώς καταλήξατε σε αυτά τα πέντε συγκεκριμένα πρόσωπα; Είναι υπαρκτά πρόσωπα;
Γ.Γ.:
Η νουβέλα, αρχικά, αναπαριστά τις αφηγήσεις πέντε ανθρώπων. Ως προς τα ονόματα, είναι υπαρκτά. Για την αφήγηση χρησιμοποίησα τα ονόματα των δικών μου γιαγιάδων και παππούδων έχοντας πάρει την άδεια των επιγόνων. Εν πολλοίς η ιστορία αφορά τους ίδιους. Είναι δηλαδή οι δικές τους ιστορίες οι οποίες σχηματίζουν το υπόβαθρο της Ιστορίας, με την έννοια της επιστήμης της ιστοριογραφίας. Δεν είναι αμιγώς επινοημένες ιστορίες. Θα μπορούσα να πω ότι ποσοστιαία το 80% είναι αληθινές διηγήσεις και το υπόλοιπο είναι στοιχεία μυθοπλασίας, έτσι ώστε η νουβέλα να προβάλει το  ιστορικό υπόβαθρο ως ψηφιδωτό, ως μια τοιχογραφία του σύγχρονου νεοελληνικού κράτους ή ως επιτομή της νέας ελληνικής ιστορίας μέσα από αφηγήσεις ανθρώπων που με ενδιέφεραν  προσωπικά περισσότερο, παρά την εξιστόρηση της ίδιας της ιστορίας, η οποία προσωπικά δεν είναι ούτε επιδίωξή μου και ούτε με ενδιαφέρει. Προτιμώ άλλωστε τις ζεστές αφηγήσεις των ανθρώπων που έχουν σάρκα, οστά και αίμα.

«Η λΕξη γκουανΟ στην αφΗγηση παΙζει ακριβΩς τον ρΟλο του προϊδεασμοΥ για το τι ακριβΩς μπορεΙ να σημαΙνει στο τέλος»

ΠτΘ:  Επιλέγετε να χρησιμοποιήσετε έναν πιο μεστό, απλό και  λαϊκό ίσως λόγο. Ήταν μία  επιλογή εξ επί τούτου;
Γ.Γ.:
  Συνήθως όταν γράφει κανείς ή προσπαθεί να γράψει λογοτεχνία τα ερωτήματα που γεννιούνται στους αναγνώστες είναι δύο. Τελικά τι είναι πιο σημαντικό η γλώσσα από μόνη της ή η ιστορία ως πυρήνας της αφήγησης; Πολλοί σπουδαίοι δάσκαλοι των γραμμάτων μας  έχουν πει πως φυσικά είναι η τέχνη του λόγου, η γλώσσα δηλαδή και όχι αμιγώς ο πυρήνας της ιστορίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τα πρόσωπα τα οποία χρησιμοποιώ εγώ δεν θα μπορούσαν να μιλούν με μια άλλη γλώσσα από αυτήν την οποία χρησιμοποιούσαν στην καθημερινότητα, την οποία γλώσσα μιλάμε όλοι στην καθημερινότητά μας. Είναι η γλώσσα που τους διαμόρφωσε, έχει  στοιχεία ντοπιολαλιάς, άρα έχουμε πέντε διαφορετικά πρόσωπα με πέντε διαφορετικές γλωσσικές εκφορές του λόγου και αυτό έγινε κατ’ επιλογήν, για να βρίσκεται κοντά στο πρωτότυπο και γιατί με ενδιαφέρει μέσα από αυτό το μωσαϊκό της αφήγησης ή  των ιστοριών να υπάρχει και το παλίμψηστο του λόγου. Διαφορετικά, δηλαδή, μιλούν οι Θεσσαλοί, οι οποίοι είναι πιο εύθυμοι τύποι, είναι χιουμορίστες και πιο πολυλογάδες σε σχέση με τους βουνίσιους Βλάχους, οι οποίοι είναι ολιγόλογοι και πιο στακάτοι. Επομένως  η γλώσσα ακολούθησε την αφήγηση και αυτό έγινε με σκοπιμότητα διότι αυτοί θα ήταν και οι άνθρωποι στην πραγματικότητα αν μας μιλούσαν. Τα λόγια – στοιχεία τα οποία έχουν μπει σαν αλατοπίπερο μέσα στην ιστορία ή  η λέξη γκουανό, η οποία είναι μια επιστημολογική έκφραση και μπαίνει πολλές φορές σαν επωδός στις αφηγήσεις τους, όχι περισσότερο από μια ή δύο φορές  στη κάθε αφήγηση, παίζει ακριβώς τον ρόλο του προϊδεασμού για το τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει αυτή η λέξη στο τέλος, αν και νομίζω ότι μέχρι να φτάσει κανείς εκεί θα έχει ήδη αντιληφθεί περί τίνος πρόκειται.

«Το βιβλΙο παρΟλο που αφηγεΙται μια πικρΗ διαδρομΗ στις σΥγχρονες σελΙδες του νεοελληνικοΥ μας βΙου, εξακολουθεΙ και παραμΕνει αισΙΟδοξο»

ΠτΘ: Διαβάζοντας το «Γκουανό» κάποιος που έχει συνομιλήσει και με τους δικούς του προγόνους, ταυτίζεται ή τουλάχιστον είναι κοινά πολλά συναισθήματα, τα οποία στην πλειοψηφία τους είναι οδυνηρά. Γράφοντας το βιβλίο αυτό, εσείς δυσκολευτήκατε καθόλου σε συναισθηματικό επίπεδο ερχόμενος αντιμέτωπος με τα λάθη και τις σκοτεινές πλευρές της δικής μας ιστορίας, της ιστορίας των προγόνων μας;
Γ.Γ.:
Το βιβλίο αυτό  ήταν σε έκταση το διπλάσιο και αποφάσισα να το περικόψουμε σχεδόν κατά το ήμισυ, έτσι ώστε ο πυρήνας των ιστοριών να είναι αυτές οι πέντε ιστορίες  και να τονιστεί καλύτερα το αφηγηματικό πλαίσιο ή και οι ίδιες οι ιστορίες. Νομίζω ότι ήταν εύστοχο διότι αναδύθηκαν έτσι ακριβώς όπως θα ήθελαν και ο ίδιοι οι αφηγούμενοι ή αν θέλετε είναι και ένα δικό μου κεράκι στη μνήμη τους ή και ένα δικό μας κεράκι, όλων των αναγνωστών, στη συλλογική μας μνήμη. Οι ιστορίες της προσφυγιάς, της μετανάστευσης, της αστυφιλίας, είναι οδυνηρά περιστατικά. Στην ουσία είναι η ιστορία του αίματος, η ιστορία της συλλογικής μας μνήμης. Παρόλα αυτά, εγώ, επειδή εμπλεκόμουν και συναισθηματικά, με την έννοια ότι χρησιμοποίησα ένα μέρος της ιστορίας των ανθρώπων αυτών αλλά  και τα πραγματικά τους ονόματα, επέλεξα να αποστασιοποιηθώ από το υλικό, όπως ακριβώς ένας γιατρός-χειρουργός πρόκειται να χειρουργήσει κάποιον δικό του άνθρωπο με τον οποίο εμπλέκεται συναισθηματικά και καλό είναι να έχει μια απόσταση γιατί δεν θα είναι μετά καλός ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων του. Όχι ψυχρά αλλά όχι και συναισθηματικά. Το βιβλίο παρόλο που αφηγείται μια πικρή διαδρομή στις σύγχρονες σελίδες του νεοελληνικού μας βίου, εξακολουθεί και παραμένει αισιόδοξο. Ας μη νομίσει κανείς ότι το «Γκουανό» του αφήνει στο τέλος μια πικρή γεύση. Και αυτός ο ρόλος είναι που παίζει το λίπασμα γκουανό. Δηλαδή, χρησιμοποιείται ως καταλύτης της καλλιέργειας, όπου δηλαδή ο καρπός σαπίζει στη γη. Από αυτόν βγαίνουν σκουλήκια, υπόσχεται πάντοτε, όμως, το νέο καρπό, τον καινούριο, άρα στην ουσία την αναγέννηση της ζωής και αυτό θέλω να είναι και το μήνυμα το αισιόδοξο που περνάει το βιβλίο.

«Το ΓκουανΟ ενδεχομΕνως να αποτελΕσει μια παραπομπΗ για τον ιστορικΟ του μΕλλοντος σε Ενα μικρΟ παρΑθυρο του νεοελληνικοΥ μας πολιτισμοΥ»

ΠτΘ: Μέσα από τη συγγραφή προσφέρεις ενδεχομένως τη δυνατότητα να γνωρίσει ο αναγνώστης πτυχές της ιστορίας, δια στόματος των ίδιων των πρωταγωνιστών. Έχουμε δει πως πολλές φορές η ιστορία όπως καταγράφεται στη μυθιστορία έρχεται σε αντίθεση με την επίσημη πλευρά της, αυτή που διδασκόμαστε στα σχολεία.  Το «Γκουανό» θεωρείται ότι αποτελεί ένα τέτοιο ανάγνωσμα;
Γ.Γ.:
 Δεν ξέρω αν το βιβλίο έχει φτάσει στο να γίνει ένα εγχειρίδιο. Έχει δοθεί ως μεταπτυχιακή εργασία σε φοιτήτρια στο Τμήμα Γαλλικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ εξ όσων γνωρίζω. Ωστόσο δεν είχα τέτοια επιδίωξη, να γράψω δηλαδή ένα εγχειρίδιο της επιστήμης της ιστοριογραφίας. Πάντοτε επιλέγω τις ιστορίες των ανθρώπων, γιατί με ενδιαφέρει η ζώσα ιστορία, οι δικές τους αφηγήσεις. Παρόλα αυτά το βιβλίο περιείχε σαφώς πολύ μελέτη εκ μέρους μου σε σχέση με τα ιστορικά περιστατικά, χρονολογίες και διασταύρωση αφηγήσεων, απ’ όλα αυτά τα οποία αναφέρει, όπως π.χ. η συνεργασία των Ναζί και των Βουλγάρων. Οπότε, ναι, χρησιμοποίησα κάποια στοιχεία της επίσημης ιστορίας έτσι ώστε να ταυτοποιηθούν οι νεώτερες, δηλαδή το περιέχον μέσα στο περιεχόμενο. Ενδεχομένως να αποτελέσει μια παραπομπή για τον ιστορικό του μέλλοντος σε ένα μικρό παράθυρο του νεοελληνικού μας πολιτισμού. Αν συμβεί αυτό θα είμαι διπλά χαρούμενος και για μένα αλλά και για τους ανθρώπους που ήταν μέρος αυτού του μωσαϊκού και τυχαίνει να ήταν και δικοί μου άνθρωποι.

«Ο συνεκτικΟς δεσμΟς των ιστοριΩν της νουβΕλας Ηταν και εΙναι η ορφΑνια»

ΠτΘ:  Οι άνθρωποι αυτοί είναι αυτοί στους οποίους αφιερώνετε το βιβλίο; Αυτά «τα ορφανοπαίδια που μας διαμόρφωσαν», όπως αναφέρετε στην αρχή του;
Γ.Γ.:
Ο συνεκτικός δεσμός των ιστοριών της νουβέλας, γιατί πρόκειται για μια σπονδυλωτή αφήγηση, ήταν και είναι η ορφάνια. Αυτό το στοιχείο ήθελα εγώ να αναφέρω. Πολλά κοινά έχουν ακόμα μεταξύ τους, όμως, το σημαντικότερο είναι η ορφάνια. Η ορφάνια, βέβαια, και τα ορφανοπαίδια, στα οποία το αφιέρωσα, δεν είναι κατ΄ ανάγκην αυτοί  που είναι ορφανοί από τον έναν ή τους δύο γονείς. Ορφανός είναι αυτός ο οποίος στερείται της πατρίδας του, είτε επειδή επιλέγει οικειοθελώς να την αφήσει είτε γιατί τον εκβιάζουν σε κάτι τέτοιο. Ορφανός είναι αυτός που υποχρεώνεται να εγκαταλείψει την γλώσσα του, γιατί και η γλώσσα είναι μια πατρίδα. Και ήθελα να τονίσω το στοιχείο της ορφάνιας, ως έννοια απώλειας, όχι μόνο αυτού που εννοούμε ως έλλειψη του φυσικού προσώπου.