Η μνήμη αντί της λήθης, Ευγενία Μπογιάνου, Αυγή

Της Ευγενίας Μπογιάνου

Οι ήρωες του Γιώργου Γκόζη, οι πέντε αφηγητές των πρωτοπρόσωπων διηγήσεων, είναι άνθρωποι στιγματισμένοι από τον ξεριζωμό και την ορφάνια. Έρχονται μέσα από την Ιστορία, αναζητούν νέους τόπους και νέους τρόπους ύπαρξης, προσπαθούν να ορίσουν ξανά εαυτούς και αλλήλους, παλεύουν να μην ξεχάσουν.

Διηγούνται κομμάτια της ζωής τους, αυτά που τους καθόρισαν, παλεύοντας διαρκώς με αυτό που φοβούνται: τη λήθη. «Όλα θα σου τα πω, όλα, όσα θυμάμαι κι όσα δεν μπορώ να ξεχάσω, λες και ήταν ψες» διαβάζουμε διά στόματος Σταυρούλας. «Αυτό με σώζει και με διασώζει. Η μνήμη αντί της λήθης» λέει από πολύ μακριά η Ασπασία, που υπάρχει μόνο σαν ανοίκειο όνομα στις αστυνομικές ταυτότητες των παιδιών της και σε δυο τρεις παλιές φωτογραφίες και ο μόνος τρόπος να μην πάψει να υπάρχει είναι να επιβιώνει στη μνήμη των ζωντανών.

Το παρελθόν είναι παντού. Υπαρκτό και παντοδύναμο. «Είναι, ήταν, πολύ όμορφο» λέει η Κατερίνα, καθώς το παρελθόν μπαίνει μέσα στο παρόν -ή το αντίθετο- και το αναπλάθει. «Ο Σπαρμός καίγεται μέσα μου κάθε μέρα. Σε χρόνο ενεστώτα» διαβάζουμε. Η ολότητα της μοίρας τού κάθε υποκειμένου περιέχεται σε ένα οποιοδήποτε θραύσμα της μνήμης, σε μια οποιαδήποτε στιγμή της προηγούμενης ζωής του.

Αυτό που συνδέει τους πέντε αφηγητές, καθώς ο ένας δίνει τη σκυτάλη στον επόμενο, είναι ο ανώνυμος ακροατής. Ο Γκόζης καταφέρνει να δώσει στις αφηγήσεις ζωντάνια, όλα ρέουν αβίαστα, ο αναγνώστης -που ταυτίζεται με τη θέση του ακροατή- έχει την εντύπωση πως του απευθύνεται προσωπικά, αυθόρμητα, με τη ζέση, την προφορικότητα και την απλότητα που ένας παππούς λέει ιστορίες στα εγγόνια του. Δεν υπάρχουν περιττά στολίδια, η γλώσσα είναι πυκνή, κοφτή, καίρια: ο συγγραφέας καταφέρνει να πει πολλά με λίγα λόγια. Ο Γκόγκος, ένας από τους αφηγητές, λέει: «Έτσι μιλάμε στα ορεινά. Κοφτά, απότομα, όπως θες πες το. Μα αγαπητικά». Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο απευθύνεται ο συγγραφέας, μέσω των ηρώων του, στον αναγνώστη: αγαπητικά. Δημιουργεί συνενοχή, συγγένεια, καθώς η μοίρα της ανθρώπινης ύπαρξης είναι πάντα η ίδια. Τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται -ή μάλλον το θέμα είναι ένα, η προσφυγιά, και όλα όσα την ακολουθούν- είναι τραγικά επίκαιρα. Άνθρωποι ξεριζωμένοι, ορφανεμένοι, αποδιωγμένοι, απελπισμένοι, από αυτούς που έχασαν -άλλωστε οι ιστορίες των χαμένων είναι πάντα πιο ενδιαφέρουσες από κείνες των νικητών-, ηττημένοι θαρρείς για πάντα, θύματα τραγικών γεγονότων, που διαδραματίζονται ερήμην τους και καθορίζουν τις ζωές τους, μοχθούν να επαναπροσδιορίσουν την ύπαρξή τους, με αμφίβολα όμως αποτελέσματα, σε μια πατρίδα αφιλόξενη, ανίκανη να τους περιθάλψει και να τους παρηγορήσει. Ο συγγραφέας, με ισχυρό ένστικτο και οξύτατη ευαισθησία, καταφέρνει να δώσει φωνή σε ανθρώπους απλούς, αφτιασίδωτους, καθημερινούς και οικείους, καθώς πάντα ο άνθρωπος έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την ανθρωπότητα.

Το γκουανό -κοινώς κοπριά- είναι ίσως το αρχαιότερο οργανικό λίπασμα του κόσμου, με πολλές ευεργετικές ιδιότητες, που σε περιπτώσεις όμως υπερδοσολογίας γίνεται εξαιρετικά τοξικό. Την ερμηνεία τη δίνει ο συγγραφέας στο τελευταίο ομότιτλο του βιβλίου κεφάλαιο και σε μια προσπάθεια να συνδέσει τις ιστορίες του με τη σημερινή εποχή. «Το γκουανό, σήμερα, όχι μόνο δεν απειλείται, αλλά θάλλει καρπερό» μας λέει, αναφέροντας παραδείγματα. «Χάνοντας» όμως τις φωνές των ηρώων του, μοιάζει λίγο αμήχανος, επιλέγοντας να τονίσει κάποιες περιπτώσεις και εκβιάζοντας έτσι τα συμπεράσματα, που ούτως ή άλλως βγαίνουν και μάλιστα αβίαστα, από τους πέντε σπαρακτικούς -διαχρονικά επίκαιρους- μονολόγους του. Ο λόγος του Κοσμά λίγο πριν μπει στο χειρουργείο από το οποίο δεν ξέρει αν θα βγει ζωντανός, «Γκουανό και πάλι γκουανό», είναι πολύ δυνατός. Ας μείνουμε σ’ αυτόν.

Γιώργος Γκόζης, «Γκουανό», Εκδ. Πόλις, 80 σελ. Τιμή: 11.00 ευρώ

Δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 5/4/2016