Περί του υμνογραφικού έργου του χορωδού της ζωής Θωμά Κοροβίνη, τοιχογράφου εποχών και ψηφιδογράφου ορφανών ψυχών.

Το πολυσυλλεκτικό και πολυσχιδές πεζογραφικό έργο του απεριχώρητου Θωμά Κοροβίνη δε περιχωρείται σε ένα σύντομο σημείωμα, ακόμα και αν είναι εκτενέστερο του συνηθισμένου, όπως είθισται στα αφιερώματα.

Ο ίδιος, παραμένει ένας συνεπέστατος συγγραφέας δύο περίπου δεκάδων προσωπικών έργων λόγου από την πρώτη του δημοσίευση μέχρι τις ημέρες μας. Εκτός από την ατομική του εργογραφία, ωστόσο, έχει συμβάλλει γενναιόδωρα στα ελληνικά γράμματα με τα πολλαπλά του ιδιώματα: ως επιμελητής, στην επιμέλεια έκδοσης θεματικών συλλογών, όπως το ρεμπέτικο, το λαϊκό μας τραγούδι και η Λογοτεχνία ως πατρίδα· ως μεταφραστής και ανθολόγος, έχει αποδώσει στα ελληνικά κατόπιν επιμελούς του ανθολόγησης Τούρκους ποιητές, αναρίθμητες τουρκικές παροιμίες, αλλά και τον μνημειώδη Τσακιτζή του Γιασάρ Κεμάλ· ως δωρητής χαριστήριων λέξεων σε συλλογές διηγημάτων με θέμα αγαπημένες του πόλεις, όπως η Σμύρνη, η Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη, αλλά και το δικαίωμα στην ετερότητα ή τον έρωτα· ως λαογράφος, έχει λαογραφήσει υποδόριες πτυχές του πολιτισμού εκατέρωθεν του Αιγαίου· ως κριτικογράφος, έχει δημοσιεύσει δεκάδες βιβλιοκρισίες στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο· ως υιός γενναιοδωρίας, προλογίζει πρωτοεμφανιζόμενους των Γραμμάτων· ως συστηματικός αρχειακός ερευνητής, μας έχει χαρίσει σπάνιες μονογραφίες, όπως οι Ασίκηδες καιοι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας· ως αρθογράφος, συχνά παρεμβαίνει στο δημόσιο λόγο με θεματικό άξονα ζητήματα πολιτιστικής αισθητικής εντός της τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας με τη γενναιότητα και το κριτήριο της καθαρής ματιάς του πολίτη, με τον τρόπο που αυτός ο τρόπος αναδεικνύεται στον Επιτάφιο του Θουκυδίδη.

Ο Θωμάς Κοροβίνης, βέβαια, δεν είναι μόνο αυτά, αλλά πολλά ακόμα: συνθέτει, στιχουργεί και ερμηνεύει τραγούδια δικά του και τρίτων, γράφει θεατρικά έργα, παραμένει αγαπημένος Δάσκαλος των μαθητών και των μαθητριών του ανά την Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη, ενώ σκέπει με τη σκευή του ως στιβαρός κλασικός φιλόλογος και τη στέρεη βάση της πεζογραφικής του Μαρτυρίας το συλλογικό λογοτεχνικό μας ήθος. Προσωπικά, τον ξεχωρίζω για τη γενναιότητα να αρθρώνει λόγο για δύσβατα κοινωνικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα ο καταπιεσμένος αισθησιακός και ευσεβιστικός νεοελληνικός μας κόσμος, ως φίλο γνήσιο, μπεσαλή και καρδιακό, αλλά και για την εκπληκτική ικανότητα μετάβασης από την ακάματη φθοροποιό κοινωνικότητα στην πειθαρχία της μονήρους άσκησης της συγγραφής του. 

Ας μη παρεκκλίνω όμως. 

Γνώριμο σκηνικό του αφηγηματικού του πανθέου αποτελούν οι πόλεις της πολύβουης, πολυφυλετικής, πολύγλωσσης, πολυθρησκευτικής, πολυεθνοτικής φυγόκεντρης Ανατολής, δίχως τα εθνικά, γλωσσικά και θρησκευτικά στεγανά του παρόντος χρόνου και προτού αυτές καταλήξουν στην πλειονότητά τους κεντρομόλες μάντρες συγκέντρωσης ομογενοποιημένων, μονόχρωμων πληθυσμών και αμιγών, ‘καθαρών’ κοινοτήτων.

Τα ορμητικά ποτάμια των κατοίκων τους εκβράζονται καθημερινά με παφλασμό στις εκβολές τους. Ρωμιοί, Εβραίοι, Τούρκοι, Φραγκολεβαντίνοι, επήλυδες από την κεντροδυτική Ασία, Άγγλοι και Γάλλοι της συμμαχικής Στρατιάς της Ανατολής, Μουσουλμάνοι, αλλά και Χριστιανοί, κλωστοί, γυρισμένοι δηλαδή στο Ισλάμ Ορθόδοξοι, ντονμέδες, ορθόδοξοι της πίστης τους, αλλά και αιρετικοί, ζηλωτές και Μπεκτασήδες, τζαμιά και τεκέδες, συναγωγές, σεφαραδίτες, γυρολόγοι πραματευτάδες, σλαβόφωνοι, χαμάμ, ελληνόφωνοι, καπηλειά, τουρκόφωνοι, αρβανίτες, πορνεία, μία πανδαισία ποικιλότητας, αλλά καθόλου δυσαρμονίας θυμίζει το καράκαζαν της Βοσνίας του Ίβο Άντριτς όπως περιγράφεται ανάγλυφα στο Γεφύρι του Δρίνου ή την Άκκρα της Παλαιστίνης της εποχής των σταυροφόρων των μεσαιωνικών χρονικών.

 Ο Κοροβίνης χαρίζεται γενναιόδωρα στις πόλεις τις οποίες αγάπησε και που τον τίμησαν με τη φιλοξενία τους. Ως αντίδωρό του, το ’55 αποτίει φόρο τιμής στην Κωνσταντινούπολη περιγράφοντας την εκδίωξη των τελευταίων Ρωμιών από την Ιωνία και τη Μικρά Ασία, αλλά και στη μητέρα Θεσσαλονίκη με τον Ασλάν Καπλάν, τη Φαχισέ Τσίκα και το Κανάλ ντ΄αμούρ. Παρακολουθεί από απόσταση τις πόλεις του ως κατασκηνωτής εντός των ορίων τους, αλλά και ενταγμένος πλήρως στο αφηγηματικό πλαίσιο που ο ίδιος στήνει, σκηνοθέτης και ηθοποιός μαζί της ίδιας θεατρικής παράστασης, καθώς εκείνες αλλάζουν αργόσυρτα συμπεριφορά στο χρόνο, σταδιακά γονιδιακό χαρακτήρα, εν τέλει το δέρμα τους, ώσπου μεταλλάσσονται οριστικά. Τις παρακολουθεί ως άνυδρους τόπους του απαγορευμένου έρωτα, όπως εκεί όπου συμπλέκει αριστουργηματικά στο Γύρο του Θανάτου τη δολοφονία του Αρίστου Παγκρατίδη, το παντοκρατορικό παρακρατικό καθεστώς της Δεξιάς και τις ανομολόγητες σαρκικές επιθυμίες της Ελλάδας των τελών του ’60. Τις καταγράφει στο Κανάλ ντ΄Αμούρ κατά τη μετάβαση από την αυθεντική, ξέχειλη, ζουμερή και γνήσια ερωτική έκφραση στην επιτηδευμένη επιφάνεια του αποξηραμένου λάιφ στάιλ του ’90. Τις κεντάει αφηγηματικά στο Χτικιό της Άνω Τούμπας με την πυροδότηση μίας προσωπικής του ανάμνησης από τη στρατιωτική θητεία την ημέρα της κηδείας του ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου. 

Ο συγγραφέας κατέχει εξαιρετικά τους τόπους όπου αναφέρεται και αφηγείται. Δεν είναι ο αμέτοχος και απόμακρος περιπατητής τους, δεν είναι ο διεκπεραιωτικός καταγραφέας αστικών περιστατικών, αλλά ο βαθιά βιωματικός και δρων αφηγητής της συλλογικής διά μέσου της προσωπικής μνήμης. Ο σκηνογραφικός εξοπλισμός των πεζογραφημάτων του Κοροβίνη ήταν και παραμένει η Μνήμη. 

Στα κείμενά του η ανθρωπογεωγραφία του κινείται τοπικά και χρονικά εντός ορίων της επίσημης Ιστορίας, καθώς ο ίδιος φροντίζει να εξαντλήσει τη βιβλιογραφία του τόπου και του χρόνου που τον αφορούν, κάτι το οποίο γίνεται προφανέστατο στον αναγνώστη, επιπλέον όμως του παρατίθεται έντιμα και ως επίμετρο, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο. Ως αφηγητής κρατά τον μίτο της αφήγησης στιβαρά και επί της τοιχοποιίας της εκάστοτε εποχής εικονοποιεί ή σμιλεύει ανάγλυφα, αναπαριστώντας τις ανθρώπινες μορφές της. Οι σαρκωμένοι ή επινοημένοι του χαρακτήρες του, ωστόσο, στη μεγάλη τους πλειοψηφία αντιήρωες, ηττημένοι, ελάχιστοι, αποδιοπομπαίοι, ασήμαντοι, μη δεσποζόμενοι, κατοικούν εξίσου και στον πυρήνα, αλλά και στις παρυφές της προσωπικής τους ιστορίας, η οποία ψηφιδωτά  συσχηματίζει το μωσαϊκό της συλλογικής μνήμης. Με τον τρόπο αυτό αλληλοπεριχωρούνται η επιστημολογική εκδοχή της Ιστοριογραφίας με την ανεπίσημη ιστορία των ανθρώπων σε ένα αμάλγαμα αδιαίρετο. Ο Κοροβίνης παραμένει συμμετρικός τοιχογράφος εποχών και ψηφιδογράφος αδέσποτων και ορφανών ψυχών. 

Ζυμώνει τις πρώτες ύλες των χαρακτήρων του με ταχύτητα υψηλής επιτάχυνσης, όσο και ακαριαίας ακινητοποίησης· ως πολύπειρος τεχνίτης, συχνότατα ως ο δημιουργός τους, τούς εμφυσά ζωή, τους μαλάσσει και τους πλάθει, έτσι ώστε η πλαστικότητά τους να εκτείνεται από την πλήρη τιθάσσευση ως την άκρατη αποχαλίνωση, ενώ ο ίδιος παραμένει ο ψύχραιμος ρυθμικός χορωδός του τέμπο το οποίο ελέγχει με πληρότητα από την αρχή ως το τέλος των αφηγήσεών του. Ως μαΐστωρ ισορροπιστής του λόγου, αναβιώνει εποχές και τόπους και τοποθετεί τους χαρακτήρες του εντός τους, δίχως όμως να τους πνίγει  γλυκερά ούτε στο ελάχιστο και δίχως να επιδεικνύει αυτοαναφορικά την τέχνη και μαεστρία του -ας προκύψει αυτό αβίαστα στον αναγνώστη. Ο συγγραφέας  αντικρύζει τους χαρακτήρες του κατάματα και στα ίσα. Πρόκειται για μία ισότιμη συνοδοιπορία, μία κατ’ αντιστοιχία βιβλική συνοδοιπορία προς την Εμμαούς. Ξεχωρίζω την οφειλή του με τη μορφή τριλογίας-αίνου πολυφίλητων για τον ίδιο προσώπων: το πρώτο φιλί του Γιωργάκη, όπως με τρυφερότητα τον αποκαλεί, Βιζυηνού, την καταπιεσμένη ταυτότητα του φύλου στο ερωτικό σκίρτημα του Κωνσταντίνου Καβάφη και το αγγελόκρουσμα του θανάτου του κυρ- Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. 

Κρατά τους ήρωές του από το χέρι προκειμένου να διαβούν βουστροφηδόν μαζί την αφήγηση εντός αδιάπτωτου ρυθμού, με ενσυναίσθηση για το χοϊκό της ανθρώπινης συνθήκης, δίχως να τους ασκεί κριτική, ενώ κλίνει το γόνυ κάθε φορά που η κάθαρση παραμονεύει ως αναπόδραστη συνέπεια της τραγωδίας τους στη μεθόριο του πάθους τους: γεύονται μαζί του την πίκρα της προδοσίας από φίλιο χέρι, όπως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος εκείνη του Γκούρα· είναι αποσυνάγωγοι κι εκείνος το γνωρίζει καλά· του εξομολογούνται πως επισκέπτονται εναλλάξ χώρους λατρείας, ενώ την επόμενη στιγμή συνειδητά ή εξ ανάγκης εκπορνεύονται· παζαρεύουν ενώπιόν του την πραμάτεια τους στις υπαίθριες αγορές, κυρίως όμως τον ίδιο τους τον εαυτό· είναι οικειοθελώς πεπτωκότες εκ του παραδείσου της κοινωνικής νόρμας κι εκείνος τους ανασύρει από τη λήθη· είναι ευάλωτοι κι εκείνος τους προστατεύει όσο εκείνοι πίνουν και χορεύουν, μία πανήγυρις είναι ο επίγειος βίος, άλλωστε κι ας χωνεύει εντός του η φωτιά που σαν εκείνη του Αυγούστου του 1917 στη Θεσσαλονίκη καίει τα πάντα στο πέρασμά της, πανήγυρις και σάρκα πυρέσσουσα η ζωή, ύμνος η ίδια κι υμνητές της ο συγγραφέας και οι χαρακτήρες του. Εντέλει, αλληλοπεριχωρούνται ή ταυτίζονται; Και ποιοι είναι οι χαρακτήρες του και ποιος ό ίδιος; Ο παραμυθάς Κοροβίνης παραμένει τόσο ένας εικονοπλάστης, όσο και ένας εικονοκλάστης αφηγητής. 

Το κύριο σκηνικό ωστόσο της πεζογραφίας του παραμένει η γλώσσα, στο παλίμψηστο της οποίας μπαίνει και βγαίνει με εξαιρετική μαεστρία. Διατρέχει με εμφατική άνεση όλες τις εποχές της μητρικής του και σε όλες της τις μορφές, απο την αρχαΐζουσα μέχρι τη δημοτική και από την καθαρεύουσα ως τη ντοπιολαλιά. Με την ίδια άνεση, όμως, εισέρχεται κι εξέρχεται και σε άλλες γλώσσες και ιδιώματα, σλαβικά, τουρκογενή, αλβανικά και σεφαραδίτικα, χωρίς ωστόσο να πρόκειται για τη βιβλική Σύγχυση, αλλά για τη γλωσσική αρμονία του παλαιοδιαθηκικού “καὶ ἦν πᾶσα ἡ γῆ χεῖλος ἕν, καὶ φωνὴ μία πᾶσι” (Γένεσις 11,1). 

            Τα κείμενά του διά της γλώσσας όσο ξεχωρίζουν, άλλο τόσο εντάσσονται αφομοιωτικά στην υπόλοιπη λογοτεχνική παραγωγή του δημιουργού τους. Η γλώσσα του αναπλάθει την Ιστορία παρά την καταγράφει. Διά μέσου αυτής, οβιογράφος χαρακτήρων, συμπάσχει μαζί τους, συνεκφράζει το θαυμασμό ή το πένθος του· από τη γραφίδα του πηγάζουν ορμητικοί πίδακες συναισθημάτων, καθώς εκείνη μιλά για λογαριασμό του με τολμηρό τρόπο και ευθύτητα, παραμένοντας πάντοτε εξαιρετικά επεξεργασμένη λογοτεχνικά. Αν και συχνότατα  περιγράφει εγκλήματα μεμονωμένα ή συλλογικά, εξακολουθεί να είναι σταθερά ψύχραιμη, όχι ψυχρή, μα ψύχραιμη. Αν και γνωρίζει εκ των προτέρων την έκβαση της κάθε ιστορίας της, δεν αποζητά την ελεημοσύνη της Ιστορίας ή των ανθρώπων. 

            Η γλώσσα του διακρίνεται για τη λειτουργία της τόσο κατ’ ακρίβεια, όσο και κατ’ οικονομία. Δε νοείται, επίσης, με την έννοια της επικαιρότητας, αλλά της διαχρονικότητας. Δεν τον αφορά η δημοσιογραφική ή των πολιτικών αναλυτών της εποχής του, αλλά η ομολογία του επέκεινα. Δεν αποδίδει το δημόσιο και ιδιωτικό βίο με διδακτισμό, αλλά με διάκριση. Εκθειάζεται την ίδια στιγμή που αυτοϋπονομεύεται στην ίδια παράγραφο, εκεί όπου λόγιες φράσεις συμβιώνουν με τον περιθωριακό λόγο και την αργκό, λογοτεχνικές συμβάσεις συγκατοικούν  αριστοτεχνικά σε δοκό ισορροπίας με λεκτικές ακροβασίες. 
            Η γλώσσα στα χέρια του γίνεται αρχετυπικό εργαλείο, αλέτρι που ανασκάπτει και σπάει τις πέτρες της γης του, ώσπου να οργώσει το εκλεκτό γεώργιο της λογοτεχνίας του. Στις φλέβες της κυλά αμεσότητα εξαιρετικής στάθμης και ζυγιασμένος τόνος ενός αδιάπτωτου αφηγηματικού ρυθμού. Η γλώσσα του είναι όργανο,  που πυροδοτεί συναισθήματα ως κυρίαρχος μοχλός ενός παραμυθητικού κειμένου. Η γλώσσα του είναι εύκαμπτη και εκφέρεται με δοκιμασμένη ελαστικότητα από την ελευθεριότητα του καλντεριμιού ως τα στεγνά υπηρεσιακά έγγραφα της Διεύθυνσης Ασφαλείας Λευκού Πύργου. Η γλώσσα του είναι χαλιναγωγημένη και τιθασευμένη· ο βηματισμός της γίνεται αργός κατά το δοκούν του αλογάρη της προς χάρη των συμβάσεων που υπαγορεύουν τα ειωθότα προκειμένου να εικονογραφήσουν πειστικά τον πίνακα της εποχής. Η γλώσσα του όμως είναι άλλο τόσο αχαλίνωτη και ατίθαση· ο βηματισμός της έξαφνα γίνεται καλπασμός και καταγράφει φρενιασμένα -χρονικό; ιστορία;  μονόλογος; μονόπρακτο; προκαλεί σύγχυση; προκαλεί αμηχανία; προκαλεί  συγκίνηση; μήπως όλα αυτά μαζί; Η γλώσσα του είναι η τοπιογραφία του άχρονου και ενδιαφέρεται για το υπερχρονικό της αφήγησης, αντί της βραχύβιας υστεροφημίας του επίκαιρου, ήδη ακόμα από τον κάθε στακάτο τίτλο των βιβλίων του: ακριβές μοναδικό στίγμα προς συμπαιγνία, κατά την οποία ο συγγραφέας ως μοναδικός πομπός δίνει σήμα στον αναγνώστη ως μοναδικό δέκτη.

Κλείνω με ένα προσωπικό μήνυμα, αντί χαιρετισμού: Θωμά, πάντοτε ολόφωτος και αυτόφωτος να μας χαρίζεις απλόχερα το φώς σου! 

Δημοσιεύθηκε στο αφιερωματικό τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού Σίσυφος, τεύχος 18, Σεπτέμβριος 2020