Λίζυ Τσιριμώκου: “Σαν τα τρελά πουλιά”

Ο τρίτος και τελευταίος σταθμός μας είναι μια πρόσφατη αρθρωτή νουβέλα του Γιώργου Γκόζη με τον αινιγματικό τίτλο Γκουανό.

Στην ουσία πρόκειται για πέντε σπαρακτικούς μονολόγους σε σκυταλοδρομία. Πέντε πρόσωπα, άντρες και γυναίκες, που τους δένει κοινή μοίρα, μιλούν εναλλάξ, ρίχνοντας ο ένας στον άλλο το μπαλάκι της αφήγησης και συμπληρώνοντας κυκλοδίωκτες ιστορίες που εκ πρώτης όψεως δεν δείχνουν τη συνάφειά τους. Ένα ζευγάρι από τη Νέβεσκα της Φλώρινας, τώρα στην Αθήνα, μια ψυχωμένη Θεσσαλή και ο Καππαδόκης άντρας της, φερμένος εδώ με την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά το ’22, ανιστορούν τα πάθη των ξενιτεμών τους σε έναν βωβό ακροατή. Ακόμη μία φορά, το θέμα που θίγεται είναι η προσφυγιά, ο ξεριζωμός, η αναταυτοποίηση, ανασυγκρότηση μιας ζωής σε νέους τόπους. Οι χαμένες γενέτειρες, από τη Δυτική Μακεδονία έως την Ανατολική Θράκη και την Καισάρεια της Ανατολίας, σκιάζουν τις αφηγήσεις: μεταξύ μνήμης και λήθης πια, τοπία φρυγμένα και αφανισμένα από πολέμους, μέσα στην καταχνιά και στην αιθάλη, σπιτικά διαλυμένα, ανέχειες, πένθη, κακοτυχίες στριμώχνουν και αλαφιάζουν τους ανθρώπους. Και, από την άλλη, φιλτραρισμένα από τη γάζα του χρόνου, τα ίδια τοπία προβάλλουν οικεία στη μνήμη, εξανθρωπισμένα, κατοικημένα από αδέλφια, γονείς, φίλους, σε ένα παρελθόν όπου σπίθιζε ακόμη η αγάπη και η ελπίδα, πριν το κακό. Οι δυο εικόνες σε επιτύπωση, η μία πάνω στην άλλη, δίνουν την αίσθηση μιας «πατρίδας» καμωμένης από τα ελάχιστα: δυο πλατάνια, μια πλατεία, λίγα πετρόχτιστα σπίτια, χώματα γνώριμα κι ένα μισοξεχασμένο πατρικό ή μητρικό χάδι. Πατρίδα είναι ο εμψυχωμένος τόπος, η χλωρή μνήμη των πρώτων χρόνων.

Ο αθέατος ακροατής των ιστοριών μοιάζει να γυρεύει σε αυτή την περιδίνηση τη δική του αυτογνωσία, περνώντας σαν τη σαΐτα του αργαλειού από τη
μια στην άλλη ιστορία, υφαίνοντας το πέπλο που τις περιβάλλει και τον κλείνει προστατευτικά και τον ίδιο μέσα σαν κουκούλι. Γίνεται σαφές πως ξεπροβάλλει ένα πλέγμα συγγένειας και οικειότητας: όλες αυτές οι ζορισμένες ζωές συναπαντήθηκαν με κάποιον τρόπο, κόντρα στον θυμό και την ανεμοζάλη της Ιστορίας, μοιράστηκαν τα τυχερά και τις ατυχίες τους και έφτιαξαν από το πουθενά ένα ευρύτερο σόι. Αφανές κέντρο της νουβέλας γίνεται ο απόμερος αποδέκτης των αφηγήσεων, το κίνητρο για να ανοίξουν τα στόματα το ένα μετά το άλλο, να ξετυλίξουν το κουβάρι του χρόνου και να μιλήσουν για τη φύτρα τους. Αυτός που σωπαίνει, αλλά σαν να τους γνέφει για να ξεκινήσουν, θα αρμολογήσει τα λεγόμενα, θα νοηματοδοτήσει τα κενά και τα παραλειπόμενα, θα βρει το κρυφό χνάρι πίσω από τις μπερδεμένες διαδρομές.

Σε όλους τους μονολόγους πάντως ακούγεται και ξανακούγεται σαν φτυσιά μια λέξη: «γκουανό». Πρόκειται, διευκρινίζεται στο τέλος του βιβλίου,
για το αρχαιότερο οργανικό λίπασμα του κόσμου, ακάθαρτο μείγμα περιττωμάτων και πτωμάτων πουλιών σε αποσύνθεση, λίαν ευεργετικό στις καλλιέργειες, αλλά και επικίνδυνα τοξικό σε περίπτωση υπερδοσολογίας. Εναέρια κοπριά, λοιπόν, αυτοχαρακτηρίζονται οι αφηγητές μας, εφήμερα περιττώματα που στο ανεμόπτερο διάβα τους σκορπίζονται πότε εδώ και πότε εκεί, κατά τις βουλές της Ιστορίας, κάτι σαν ανθρωπολίπασμα. Οι εγκυκλοπαίδειες (λήμμα «γκουανό» ή «γουάνο») κάνουν λόγο για ορισμένες «γουανοφόρους νήσους», όγκους σωρευμένου γκουανό. Ας μας βάλει σε σκέψη η εικόνα μεταφερμένη στην επικαιρότητά μας και στο προσφυγικό: ο τόπος μας ένα τεράστιο γκουανοφόρο κοίτασμα αυξημένης πια τοξικότητας. Και ας συνδέσουμε τούτη την τελευταία εικόνα με την αρχική: το τρελό φτεροκόπημα των πουλιών που τα σπρώχνει ο άνεμος της Ιστορίας εδώ κι εκεί.

[ Περάσματα, μεταβάσεις, διελεύσεις, όψεις μιας λογοτεχνίας εν κινήσει.
Πρακτικά ΙΕ΄ διεθνούς επιστημονικής συνάντησης 1-4 Μαρτίου 2017, Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη.
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τμήμα Φιλολογίας,
τομέας Μεσαιωνικών και Νέων Ελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2018 ].

Το παραπάνω κείμενο της κυρίας Τσιριμώκου για το “Γκουανό” φιλοξενείται στις σελίδες 643-645
του τόμου των πρακτικών
.