Παναγιώτης Γούτας, Φρέαρ | Για τις παλιές αγάπες να μιλάς

Ο Γιώργος Γκόζης (1970) ακολουθώντας την «πεπατημένη» λογοτεχνική πορεία, οδηγήθηκε από το διήγημα (Ο νυχτερινός στο βάθος, Αφήστε με να ολοκληρώσω) στη νουβέλα (Γκουανό) για να καταφύγει εντέλει στη μεγάλη σύνθεση με το τελευταίο του βιβλίο που το τιτλοφορεί Θραύση κρυστάλλων (Ποταμός, 2020). Φαίνεται πως αυτή η μετάβαση έγινε δίχως σοβαρές αβαρίες, αφού ο Θεσσαλονικιός πεζογράφος διατήρησε στο έπακρο την ποιότητα της γραφής του, τον εξομολογητικό του τόνο και την αφηγηματική θέρμη και αμεσότητα που χαρακτηρίζουν τα έως τώρα βιβλία του.

Οφειλόμενα γραμμάτια από το παρελθόν

Η Θραύση κρυστάλλων αφορά μια ψηφιακή επιστολή του αφηγητή-ήρωα Άρη στη Μαρία, είκοσι πέντε χρόνια μετά τη σχέση και τη συνύπαρξη των δύο ηρώων στη γόνιμη, καλλιτεχνική και δημιουργική από κάθε άποψη δεκαετία του ’80, όταν οι πρωταγωνιστές του βιβλίου ήταν ακόμη μαθητές λυκείου. Παράλληλα με την επιστολή, και μ’ έναν περίτεχνο τρόπο διείσδυσης στην ερωτική περιπέτεια των δύο νέων, παρακολουθούμε και την τραγική περιπέτεια ζωής του πατέρα του Άρη, που αναφέρεται στις σελίδες του βιβλίου ως Πατέρας (με Π κεφαλαίο), ένα πρόσωπο που υπερβαίνει σε σημαντικότητα τον αφηγητή, αφού νιώθει την ανάγκη να «χώσει» την ιστορία του μέσα στην επιστολική αφήγηση. Ο Πατέρας του Άρη, που μεγάλωσε έχοντας στο εικονοστάσι του δωματίου του τον Άρη Βελουχιώτη και την Παναγία, προσχώρησε από την Αριστερά στο Κόμμα (υπονοείται το ΠΑ.ΣΟ.Κ, αλλά πουθενά δεν κατονομάζεται), γνώρισε την απαξίωση και τον διασυρμό από τους συντρόφους του σε θέμα αναφορικά με την επαγγελματική του σταδιοδρομία, ζώντας στο πετσί του μια οικονομική αλλά και προσωπική χρεοκοπία, που τον οδήγησε σε κλονισμό της υγείας του κι εντέλει στον θάνατο. Ο γιος Άρης, ως αφηγητής-συγγραφέας (προφανές άλτερ έγκο του Γκόζη), είκοσι πέντε χρόνια μετά, έχει να ξοφλήσει δύο οφειλόμενα γραμμάτια της ζωής: Πρώτον ν’ αποκαταστήσει το όνομα και την υστεροφημία του δοτικού και αγνού ιδεολόγου Πατέρα, που το Κόμμα δεν τον κάλυψε ούτε του συμπαραστάθηκε στα δύσκολα. Δεύτερον, να εξηγήσει στην παλιά του αγαπημένη τις συνθήκες και την παλιά ψυχολογική του κατάσταση, εξ αιτίας των οποίων δεν ευοδώθηκε τότε η σχέση τους, κάτι όμως πως ως ακίδα τόσα χρόνια τρυπά την καρδιά και τη συνείδησή του. Ο επίλογος του βιβλίου (η σπαρακτική κι εξομολογητική απόληξη να πω καλύτερα) συμβατός τόσο με τον γενναίο και ειλικρινή αφηγητή όσο και με τις πεποιθήσεις του ίδιου του συγγραφέα, που, φανερά επηρεασμένος από τα θεολογικού τύπου διαβάσματά του, καταλήγει στο ουμανιστικού τύπου συμπέρασμα πως μόνο η ανιδιοτελής αγάπη σώζει τους ανθρώπους και τις σχέσεις που αυτοί δημιουργούν, κατά το «μείζων δε τούτων η αγάπη» του Απόστολου Παύλου στην Α΄ επιστολή του προς Κορινθίους.

Ελκυστική κι ενδιαφέρουσα αφήγηση 

Η Θραύση κρυστάλλων αποτελεί, συν τοις άλλοις, γοητευτική κι ενδιαφέρουσα αφήγηση και για δύο ακόμη λόγους: 

Ο πρώτος είναι πως δεν είναι κατατάξιμη ειδολογικά –ο τυπικός χαρακτηρισμός «μυθιστόρημα» θα φάνταζε πολύ ουδέτερος και γενικός, παραπλανώντας εν μέρει τον αναγνώστη, και, ευτυχώς, δεν προτιμήθηκε ούτε από τον συγγραφέα ούτε από τον επιμελητή των εκδόσεων Ποταμός. Το βιβλίο είναι και επιστολογραφία και βιβλίο ενηλικίωσης και προσωπικής ωρίμανσης ταυτόχρονα, διαθέτοντας στοιχεία ιστορικού, πολιτικού και κοινωνικού μυθιστορήματος. Εδώ, πάντως, θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας την άποψη πως για να μιλάμε για «ιστορικό μυθιστόρημα» θα πρέπει οι ήρωές του να μη βρίσκονται πλέον εν ζωή, ώστε να υπάρχει η απαραίτητη απόσταση από πρόσωπα και καταστάσεις, που εντάσσονται ήδη σ’ ένα μακρινό, «ιστορικό» πλαίσιο, τα γεγονότα τα ίδια δηλαδή να αποτελούν «Ιστορία». Αυτό δεν συμβαίνει, όμως, με το βιβλίο του Γκόζη, που σκαλίζει δημιουργικά μια σχετικά πρόσφατη (και αναξιοποίητη λογοτεχνικά, απ’ όσο γνωρίζω) περίοδο της πρόσφατης νεοελληνικής περιπέτειας που κορυφώνεται κατά τη δεκαετία του ’80, με όλα τα συμπαρομαρτούντα αυτής της περιόδου. Τελικώς το βιβλίο του Γκόζη αποτελεί ένα υβριδικό είδος γραφής, που καταγράφει και διαφωτίζει την περίοδο του «Βρόμικου ’89» όπως χαρακτηρίστηκε από τους μεν ή «την εποχή της αστακομακαρονάδας» όπως, με καυστικό τρόπο, χαρακτηρίστηκε από τους δε. Θα είχε πάντως ενδιαφέρον το χρονικό άνυσμα του στόρι να μεγάλωνε κάπως και η όλη βεντάλια της αφήγησης να άνοιγε για να βλέπαμε, όλοι εκείνοι οι τρεχάμενοι και παρατρεχάμενοι της σοσιαλιστικής ευμάρειας, υπουργοί, νομάρχες, βουλευτές, γραφειοκράτες παντός είδους και λογής αεριτζήδες, πώς αφομοιώθηκαν, σε ποιους πολιτικούς χώρους πλέον κατοικοεδρεύουν, πώς συναλλάσσονται (αν συναλλάσσονται) και ποιος είναι εν γένει ο σημερινός τους βίος.

Ο δεύτερος λόγος που καθιστά γοητευτική την αφήγηση του Γκόζη είναι όλες αυτές οι αναφορές στην πολιτιστική και καλλιτεχνική κίνηση της γόνιμης κι ευφάνταστης δεκαετίας του ’80, με την οποία ο συγγραφέας συνομιλεί. Τίτλοι δίσκων και τραγουδιών, βιβλίων και κινηματογραφικών ταινιών («Πέρα από την Αφρική», «Νοκ άουτ» – ταινία και δίσκος –, «Καλή πατρίδα, σύντροφε», Χρόνης Μίσσιος, Μαρωνίτης, Iggy Pop, Siouxsie and the Banshees κ.ά.) αλλά και μια ευρύτατη αναφορά σε βιβλία ή τίτλους βιβλίων σύγχρονων ή παλιότερων λογοτεχνών (Σκαρίμπας, Κοσματόπουλος, Κέρτες, Κάφκα, Σκαμπαρδώνης, Όργουελ, Μολνταμπάν, Πεντζίκης κ.ά.) συνθέτουν ένα εύοσμο, νοσταλγικό χαρμάνι ακουσμάτων, διαβασμάτων, αισθήσεων, γεύσεων και μνήμης, που, αν μη τι άλλο, συγκινεί ιδίως τους έχοντες την ηλικία του συγγραφέα (ή και τους λίγο πιο μεγάλους), αφού τους (μας) θυμίζει τις ανησυχίες και τις ακρότητες της νιότης μας. Εδώ, βέβαια, να επισημάνω μια υπερβολή του συγγραφέα αναφορικά με τις υποσημειώσεις και τις πληροφορίες που μας θέτει. Το μάτι, κάποιες στιγμές, βαραίνει και κουράζεται με τις περιττές σημειωματικές υπενθυμίσεις, ενώ το βιβλίο σε κάποια του σημεία θυμίζει πανεπιστημιακό σύγγραμμα όπου στις σελίδες του οι παραπομπές έχουν μεγαλύτερη έκταση από το ίδιο το κείμενο. Δίχως να αλλοιώνεται στο ελάχιστο η ποιότητα του κειμένου, νομίζω πως είναι κάτι που ο συγγραφέας θα μπορούσε να αποφύγει.

Η γενιά των «αφανών» πενηντάρηδων

Ο Γκόζης συμπεριλαμβάνεται σε μια πλειάδα «αφανών» εργατών της σύγχρονης πεζογραφικής παραγωγής της χώρας (Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Φώτης Θαλασσινός, Ιγνάτης Χουβαρδάς, Πάνος Τσίρος, Αλέξανδρος Βαναργιώτης κ. ά.), ηλικιακά πάνω κάτω στα πενήντα, που με εσωτερικότητα στα κείμενά τους, χαμηλόφωνη και βιωματική γραφή, μακριά από την υπερέκθεση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την εκκωφαντική προβολή, τους «κράχτες» εκδότες και τον κούφιο εντυπωσιασμό, καταθέτουν με συνέπεια και ειλικρίνεια την αλήθεια τους, δίχως απαραίτητα να νοούνται συνεχιστές κάποιας λογοτεχνικής παράδοσης ή συγγραφικής τάσης. Άλλοι από τους παραπάνω πεζογράφους επενδύουν στην αποτύπωση της ατομικής τους περίπτωσης, άλλοι στην έκφραση μιας μορφής συλλογικού τραύματος κι άλλοι στη δημιουργική σύγκριση του αχάλαστου και γνήσιου παρελθόντος με ένα ρευστό παρόν με ανακατανεμημένες αξίες, απ’ όπου εκλείπει το ηθικό έρμα. Πιστεύω πως αξίζει τον κόπο να σκύψουμε και να αφουγκραστούμε τη Θραύση κρυστάλλων, το λιγότερο για την ειλικρίνεια και την τέχνη, με τα οποία έχει γραφεί. Ο χρόνος, φυσικά, θα είναι εκείνος που έγκυρα θα αποτιμήσει την αξία αυτού του κειμένου και κανείς άλλος.

Δείγμα γραφής της Θραύσης κρυστάλλων (σελ. 296-297):

“Και να ’μαι τώρα εδώ. Τώρα γράφω. Γράφω για μένα. Γράφω για σένα. Γράφω για εμάς, Μαρία.

Θέλω να δολοφονήσω εκούσια και να θάψω στα έγκατα της γης εκείνον τον λύκο, ο οποίος υπήρξα γενετικά έτσι κι αλλιώς. Μαζί του να θάψω κι όλα τα τσεκούρια με όσους πίστευα πως έχω μάχες και πόλεμο. Θέλω να ξανακερδίσω τον εαυτό μου κι όλους όσους αγαπώ και του έχω στερήσει ως τώρα. Να του δωρίσω τους ανθρώπους της ζωής μου. Να ξαναβρώ όλους όσους οικειοθελώς απώλεσα στο παρελθόν πριν τους χάσω οριστικά και αμετάκλητα όπως τον Πατέρα. Να τους ζητήσω συγγνώμη που τόσο επιπόλαια και εγωιστικά συμπεριφέρθηκα. Να τους εξηγήσω για ποιον λόγο υπήρξα φυγάς και με ένα μόνιμο αίσθημα καταδίωξης. Να τους εξομολογηθώ πως τους αγαπώ. Κυρίως σε εσένα. Γιατί εσύ είσαι κάτι πολύ περισσότερο. Είσαι ένα μεγάλο, σπουδαίο, τρυφερό κομμάτι της ζωής μου, όμορφο, ζωντανό, ζεστό, κοινωνικό, δημιουργικό, κοριτσίστικο, αλλά και γυναικείο, το πρώτο στην ιεραρχία όσων θέλω να ξανακερδίσω, να μην το ξαναχάσω έτσι ειρηνικά καθώς το διεκδικώ. Αυτό είναι από μόνο του ένα ανάργυρα ανεκτίμητο δώρο προς τον εαυτό μου”.

Πρώτη δημοσίευση στις 3 Φεβρουαρίου 2021 στο ηλεκτρονικό Φρέαρ με φωτογραφία του Mike Brodie.