Ιγνάτης Χουβαρδάς | Επιστολικό μυθιστόρημα στην ψηφιακή εποχή

Η Θραύση κρυστάλλων του Γιώργου Γκόζη είναι ένα γράμμα σε συνέχειες, με πολιτικό και ερωτικό περιεχόμενο. Θα μπορούσαμε να εντάξουμε το κείμενο στην κατηγορία του επιστολικού μυθιστορήματος. Οι επιστολές συνθέτουν μια ιστορία ενηλικίωσης μέσα από την αναδρομή στο παρελθόν. Αποστέλλονται με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Ο άντρας απευθύνεται σε μια κοπέλα, τη Μαρία. Οι δυο τους γνωρίζονταν από τα εφηβικά χρόνια του σχολείου, είχαν μια σύντομη σχέση τότε, χάθηκαν, και τώρα, μετά από είκοσι πέντε χρόνια, ξαναβρίσκονται με αφορμή μια συνάντηση παλιών συμμαθητών. Ο ήρωας ζητάει το ιμέιλ της Μαρίας κι αρχίζει, χρησιμοποιώντας την τεχνολογία, να της απευθύνει τις επιστολές του, με απώτερο σκοπό να την ξανακερδίσει. Όσα γράφει δεν είναι φανταστικά, είναι λεπτομέρειες της δικής του ζωής, πρώτα από την εποχή που συνυπήρχε με την κοπέλα κι έπειτα από τα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι να την ξανασυναντήσει.

Σε ένα άλλο πρόσφατο μυθιστόρημα της ελληνικής πεζογραφίας, στο Μπορείς; της Έρσης Σωτηροπούλου, ο πομπός και ο δέκτης στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο εναλλάσσονται, έχουμε μια συνομιλία ανάμεσα σε έναν άντρα και σε μια γυναίκα, ανταλλάσσουν σκέψεις, μοιράζονται την καθημερινότητά τους, κυρίως όμως εκδηλώνουν την ερωτική τους επιθυμία, την αδημονία τους να κανονίσουν μια συνάντηση που θα έχει το χαρακτήρα μιας σύντομης εκδρομής. Στο μυθιστόρημα του Γκόζη μιλάει μόνο ο άντρας και η αντήχηση της φωνής του σβήνει όπως το κυμάτισμα του νερού μετά την εκσφενδόνιση μιας πέτρας στο νερό της λίμνης. Δεν υπάρχει απάντηση, μόνο η σιωπή της γυναίκας, η σκιά της. Ένα διαρκές ερωτηματικό γύρω από τις πιθανές αντιδράσεις της κοπέλας. Ο επιστολογράφος και μαζί του ο αναγνώστης υποψιάζονται μονίμως το βλέμμα της κοπέλας, τις γκριμάτσες, το μειδίαμα, την ταραχή, πολύ πιθανόν και την ενόχληση μερικές φορές. Εδώ η εκφορά του λόγου παίρνει τα χαρακτηριστικά του φλερτ, της επίμονης προσπάθειας να τραβήξει ο άντρας το ενδιαφέρον της γυναίκας, να την κερδίσει. Είναι ένας λόγος ερωτικής διεκδίκησης.

Οι επιστολές στη Θραύση κρυστάλλων διαγράφουν μια κυκλική τροχιά. Μοιάζουν στην αρχή με αμήχανα σκιρτήματα του αποστολέα από τον υπολογιστή, με παραλήπτη τη Μαρία. Ύστερα ανοίγονται σε λεπτομέρειες για τη σχέση που είχαν οι δυο τους στα μαθητικά χρόνια, κι όταν προσπερνάμε και το επεισόδιο με τον χωρισμό των δύο εφήβων οι επιστολές απλώνονται στα μετέπειτα χρόνια, στα πολιτικά πράγματα, στην οικογενειακή περιπέτεια του ήρωα. Όλα συρράπτονται γύρω από δύο κεντρικά πρόσωπα, τη Μαρία και τον πατέρα του ήρωα. Στο πλαίσιο αυτό εγκιβωτίζονται και άλλα αντιπροσωπευτικά κομμάτια της ζωής του ήρωα, με γλυκόπικρο χιούμορ και θέρμη: το πανεπιστήμιο, ο στρατός, η επαγγελματική και οικονομική δραστηριότητα, ένας σύντομος γάμος. Προς το τέλος η αφήγηση επιστρέφει στο σημείο από όπου ξεκίνησε, στα πρώτα στάδια της ηλεκτρονικής επικοινωνίας ανάμεσα στον επιστολογράφο και τη Μαρία, στο πάρτι των παλιών συμμαθητών όπου ξαναβρέθηκαν, στο περίφημο ιμέιλ που του εμπιστεύτηκε η κοπέλα. Το πάρτι αυτό (επομένως κι ο τρόπος που αποκτήθηκε το ιμέιλ) αποκαλύπτεται προς το τέλος του μυθιστορήματος.

Πολλές επιστολές αφορούν πολιτικά γεγονότα της μεταπολίτευσης και τον αντίκτυπό τους στην οικογένεια του ήρωα. Γιατί ο πατέρας του, πολιτικοποιημένος, εμπιστεύτηκε ανθρώπους που δεν άξιζαν, με αποτέλεσμα να φορτωθεί χρέη, να έχει προβλήματα με τη Δικαιοσύνη και να βάλει σε μπελάδες όλη του την οικογένεια. Στα γεγονότα αυτά κυριαρχούν οι ίντριγκες και οι μηχανορραφίες μέσα σε κομματικούς μηχανισμούς. Παρακολουθούμε τη διαδρομή της αριστεράς και της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, με αιχμή τα πολιτικά γεγονότα κυρίως των δεκαετίων του ’80 και του ’90. Έχουμε τα παρασκήνια των κινήσεων διεφθαρμένων πολιτικών προσώπων. Παρελαύνουν άνθρωποι αριβίστες και καιροσκόποι, που πίσω από τις υποτιθέμενες ιδέες τους διεκδικούν τη δόξα και τον πλούτο. Είναι έντονες οι δολοπλοκίες σε γραφεία και αίθουσες. Μια ατμόσφαιρα κλειστοφοβική, που θυμίζει βιβλία του Κάφκα (τη Δίκη, για παράδειγμα) και ταινίες σκηνοθετών όπως ο Άλφρεντ Χίτσκοκ και ο Όρσον Γουέλς. Στο ίδιο κάδρο αλλά σε αντιδιαστολή, το συγκινητικό πορτρέτο του πατέρα του επιστολογράφου, ενός εργατικού ανθρώπου με ψυχικά χαρίσματα και ηθικές αξίες, που υπήρξε θύμα αυτών των καταστάσεων, όπως είναι θύμα κάθε άνθρωπος καλοπροαίρετος, στοργικός και αληθινά ιδεολόγος.

Υπάρχουν από την άλλη οι επιστολές που έχουν άμεση σχέση με τη Μαρία, αναφέρονται σε προσωπικές στιγμές του ήρωα μαζί της στα μαθητικά χρόνια ή αργότερα, σε εποχές που η κοπέλα είχε φύγει από κοντά του αλλά το φάντασμά της εξακολουθούσε να τον κυνηγά – κι έτσι αποκαθίσταται η πραγματική στόχευση των επιστολών που είναι η Μαρία, η ερωτική της προσέγγιση. Σε όλα υπάρχει μια γενναιόδωρη ειλικρίνεια, ευγένεια, γλυκύτητα του λόγου και ευφράδεια. Αρκετό χιούμορ κι ένα παιχνίδισμα με τις λέξεις. Μια ζεστασιά λοιπόν. Ο ήρωας –προσωπείο του συγγραφέα σίγουρα, καθώς είναι εμφανές το βιωματικό υπόστρωμα– δεν διστάζει να μιλήσει στις επιστολές και για εποχές που δεν σκεφτόταν καθόλου τη Μαρία ή σχεδόν καθόλου. Ειδικά το διάστημα που ο πατέρας του σερνόταν στα δικαστήρια και κινδύνευε με φυλάκιση. Επίσης ομολογεί στη Μαρία πως την είχε ξεχάσει σε μια περίοδο που ερωτεύτηκε μια άλλη κοπέλα, την παντρεύτηκε μάλιστα, απέκτησε μαζί της ένα παιδί, ο γάμος όμως δεν ευτύχησε να κρατήσει.

Σε τακτά διαστήματα ο συγγραφέας, ειδικά όταν παρασύρεται σε γεγονότα πολιτικά και κοινωνικά, υπενθυμίζει ότι όσα γράφονται δεν είναι αυτόνομα κείμενα, είναι πάντα οι επιστολές που απευθύνονται από τον ήρωά του σε μια γυναίκα, τη Μαρία. Η διάθεση του ήρωα να παραθέσει κομμάτια της αυτοβιογραφίας του, να τα συρράψει, να τα επανεκτιμήσει, αυτή η διάθεση συνοδεύεται από μια χειρονομία εμπιστοσύνης και εκμυστήρευσης προς την κοπέλα, κάτω από την κηδεμονία ενός βαθύτερου κινήτρου. Είναι χαρακτηριστικές οι ξαφνικές αποστροφές του λόγου στην παραλήπτρια των επιστολών, μια διαρκής υπενθύμιση για τον αναγνώστη ότι ο στόχος δεν είναι η πολιτική ανάλυση και ο καυτηριασμός της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά η ερωτική προσέγγιση, πέρα από τα πολιτικά και τα κοινωνικά, ακόμα και πέρα από την ιστορία του πατέρα.

Έχουμε λοιπόν την παράλληλη εξιστόρηση πολιτικών και ερωτικών συμβάντων. Δεν νομίζω ότι η συγγραφική επιδίωξη είναι η σφαιρική θεώρηση της ζωής ενός άντρα που διαλέγει τη μέθοδο των επιστολών από το διαδίκτυο για να προσεγγίσει μια γυναίκα. Εδώ υπάρχει ένα τρικ, θα το ονόμαζα τέχνασμα προβολής. Το ερωτικό βλέμμα μετακινείται, πέφτει άλλοτε πάνω στο γυναικείο πρόσωπο και άλλοτε εστιάζει σε κάτι άλλο, άσχετο, που εδώ είναι ο χώρος της πολιτικής και συνακόλουθα η ιστορία του πατέρα του ήρωα. Η μεταβίβαση του ερωτικού βλέμματος σε κάτι ολότελα διαφορετικό από αυτό που υποβάλλει το βλέμμα, βοηθά να καλλιεργηθεί ένας άλλος τόπος, ένα άλλο πεδίο. Σταδιακά το άλλο πεδίο (οι παρελθοντικές ιστορίες που δεν σχετίζονται με την κοπέλα) φορτίζεται με το ίδιο ψυχικό φορτίο, αυτό της ερωτικής αγωνίας.

Ο άντρας, αφηγούμενος την αγκαθωτή πορεία του πατέρα του, αφηγείται υπόγεια τον έρωτά του για τη Μαρία. Η μεταβίβαση του βλέμματος σε ένα πεδίο που φαντάζει απονήρευτο είναι μια παγίδα, γιατί, όπως είναι αποφορτισμένο από ερωτικό περιεχόμενο, ξαφνικά αποβαίνει το ίδιο δραστικό στο θέμα της ερωτικής προσέγγισης. Η κοπέλα απορροφάται ανυποψίαστη από το σίριαλ ενός οικογενειακού δράματος κι έτσι η σαγήνη κάνει το παιχνίδι της ανενόχλητη, χωρίς να βρίσκει αντίσταση. Αυτή φαίνεται να είναι η κρυφή επιδίωξη του επιστολογράφου. Αν τελικά η γυναίκα είναι στ’ αλήθεια ανυποψίαστη, αυτό είναι μια άλλη υπόθεση.

Με την ερμηνεία αυτή, δεν εννοώ πως η ιστορία του πατέρα δεν έχει τη δική της αυθύπαρκτη αξία. Είναι ένα θεμελιώδες κεφάλαιο ζωής, γι’ αυτό ενσωματώνεται κι επιστρατεύεται σε μια άλλη εξίσου σημαντική περιπέτεια, στον έρωτα. Η διαδρομή του πατέρα είναι ένας άλλος τρόπος έκθεσης των συναισθημάτων που τρέφει ο πρωταγωνιστής για την κοπέλα, υπαινικτικός. Ένας κώδικας ηθικών αξιών μεταβιβάζεται από τον πατέρα στον γιο. Αυτό που δεν κατονομάζεται, αλλά θα μπορούσε να το υποψιαστεί ο αναγνώστης, είναι ο όρκος τιμής που δίνεται από έναν «ιππότη» προς τη γυναίκα που επιθυμεί. Ο άντρας, στο όνομα του πατέρα του, είναι σα να ορκίζεται στην κοπέλα ότι δεν θα την προδώσει, αντίθετα θα την προστατεύσει, θα τη σεβαστεί, θα την αγαπήσει ακόμα περισσότερο.

Ο πατέρας αποτελεί λοιπόν έναν θετικό αγωγό θερμότητας. Μέσα από την ιστορία του φιλτράρεται το παρελθόν, ανασυντίθεται. Ο ήρωας κλείνει ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρελθόν (το πενθεί και το φωλιάζει θεραπευτικά μέσα του) κι έτσι το παρελθόν γίνεται μια υπόκλιση απόλυτης αφοσίωσης προς την κοπέλα. Το πριν μεταμορφώνεται σε μια ανθοδέσμη, σε ένα τραγούδι αφηγηματικό που πείθει την κοπέλα για τα αγνά αισθήματα εκείνου που την πολιορκεί. Άλλωστε ο τίτλος Θραύση κρυστάλλων αυτό υπαινίσσεται, τα θραύσματα του παρελθόντος, την ανασύνθεσή τους, τη δυνατότητα αναγέννησης.

Το ύφος στο κείμενο είναι αλέγρο, σπιρτόζο, με μια διάχυτη υγρασία στα αισθήματα. Ο Γιώργος Γκόζης ανήκει στους συγγραφείς που δίνουν προτεραιότητα στη διαδικασία της απόλαυσης. Γράφει για σοβαρά θέματα με τρόπο γόνιμο και εύφορο, διασκεδαστικό, με την καλή έννοια του όρου. Έκδηλο το ζιζάνιο της ευθυμίας και της σάτιρας. Κι από την άλλη ψήγματα ιερότητας, ιαματικά.

Μπορεί η Θραύση κρυστάλλων να αναφέρεται στην ψηφιακή εποχή, όμως υπάρχει κάτι το παλιομοδίτικο στον τρόπο και στο ύφος της ερωτικής διεκδίκησης. Πιο συγκεκριμένα στη στάση του σώματος ενός αληθινού ιππότη, στον τρόπο που απευθύνεται σε μια γυναίκα, στο τέντωμα του αυχένα προς τα επάνω, σε ένα υποτιθέμενο παράθυρο, πέρα από τον τοίχο του διαδικτύου. Στις χορδές της φωνής, μοιάζει το κείμενο να αντλεί τις καταβολές του από μπαλάντες που έγραφαν γλυκομίλητοι ποιητές του μεσαίωνα. Μια μουσική υποβλητική για μια εφηβεία που δεν μαραίνεται. Ένα μυθιστόρημα άρτιο, γεμάτο φρεσκάδα.

Ο Ιγνάτης Χουβαρδάς είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η νουβέλα «Αυτά που δεν πρέπει να ομολογήσεις» (εκδ. Νησίδες). 

Πρώτη δημοσίευση 1η Φεβρουαρίου 2021 στο Bookpress