Σμύρνη, 100 χρόνια μετά: Πρόδρομος

Εμένα Πρόδρομο με λένε. Εσένα; Νοσοκόμος για γιατρός είσαι; Ασπρη ποδιά κι οι δυο φοράτε γιάβρι μ’, τάλε κουάλε!


Φλέβα βρίσκεις; Σφίγγω γροθιά! Στο Ιντζέ-Σου γεννήθηκα, σημερινή Τουρκία, περιφέρεια Καισαρείας Καππαδοκίας, το 1914. Μαμή με ξεγέννησε. Η γέννα ούτε δύσκολη ούτε εύκολη ήταν. Ρωμαίικα καθόλου δεν ήξερα, μα αν με ρωτήσεις, Ρωμιός θα πει η ψυχή μου πως νιώθω. Εμείς οι Καππαδόκες εκεί στην πατρίδα, Κυριακές και γιορτές στην εκκλησία τα ψαλτά όλα στα τούρκικα τ’ ακούγαμε. Καραμαλήδες είμαστε για, τουρκόφωνοι Χριστιανοί. Αγαπημένα ζούσαμε με τους Τούρκους, αλλά να πω την αλήθεια: τον Τούρκο φίλευε, τον κώλο σου φύλαγε.

Πονάει η βελόνα; Μωρέ μπράβο, δεν φοβάσαι τα αίματα! Εγώ, λίγο βλέπω, να με πάει! Ψαλτάδες είχαμε τους γραμματιζούμενους της Σμύρνης, μεγάλη πολιτεία, άγνωστη, μακρινή. Τη γνώρισα κομμάτι, μα έτσι όπως την αντίκρισα, άνθρωπος να μην το ζήσει, ούτε ο εχτρός μου. Κατράμι από τη φωτιά και τον καπνό. Oυρανός πουθενά. Ξεκοιλιασμένοι άνθρωποι, μαγαζιά, μαχαλάδες. Μα το χειρότερο η θάλασσα. Θάλασσα δεν ήταν -νεκροταφείο ξεσκέπαστο! Σκοτωμένους γεμάτη, αντί νερό, αίμα πηχτό. Γι’ αυτό γίνομαι άσπρος σαν το χαρτί κάθε που το βλέπω.

Αϊντε, βαστάω και το βαμβάκι με το οινόπνευμα στη βελονιά που μ’ έκανες. Αλαφροχέρης είσαι, ούτε που κατάλαβα σύριγγα. Κερνάς και πορτοκαλάδα; Μασαλά! Αφού δεν έχει ρετσίνα, χαλάλι η πορτοκαλάδα -μα χωρίς αφρό; Αυτή που πίνουνε οι αρρώστοι, βρε; Θα με πεις, εδώ τι να κεράσεις, ασλάνι μου; Πάντως, πριν την Καταστροφή, τα πράγματα δεν ακούγονταν καλά. Η Αγκυρα με την Αθήνα προβλήματα είχανε – πότε δεν είχανε; Εδώ πονούσε η Ελλάδα, πονούσατε κι εσείς. Εκεί πονούσε η Τουρκία, πονούσανε κι αυτοί. Εμείς πονούσαμε εμ με Ελλάδα εμ με Τουρκία!

Ενα χρόνο μετά που γεννήθηκα, βαφτίστηκα. Γνήσιο πιστοποιητικό έχω, τζιγέρι μου. Το μυστήριο έγινε στην ενορία Αγίου Ευσταθίου. Νουνά μου η κυρα-Σοφία η γειτόνισσα, έχει και την τζίφρα της: Σοφία σκέτο. Μόνο όνομα, δίχως επίθετο. Κανείς δεν είχε. Μόνο παρατσούκλι από κάποιο κουσούρι. Σε όλα τα χωριά μας παντού Καραμαλήδες είμαστε, λίγοι Αρμένηδες, Κούρδοι πουθενά. Και οι Νεότουρκοι κόβανε ράβανε παντού.

Τη δροσιά της να ’χεις! Α, την ξέρω αυτή την εξέταση. Με τρυπάς το δάχτυλο να δεις αν έχω ζάχαρο, ε; Εκείνα τα ευλογημένα μέρη από όλα τα καλά είχανε. Το κελάρι μας γεμάτο ήταν. Να το σιτάρι για το χειμώνα, ντάνες! Να βότανα, καρποί, ρεβίθια, γιουφκάδες, πιπεριές τσούσκες, μέλι, σύκα, κρασί, ελιές, λάδι, τουρσιά, χουρμάδες ξεροί, αμπελόφυλλα για ντολμάδες, παστουρμάδες μπαστούνια κρεμασμένα από το ταβάνι, το τσιμένι μοσχοβολούσε σκόρδο και μπαχάρια.

Θες και το άλλο χέρι να τσιμπήσεις; Τέσσερις η οικογένειά μας. Η μάνα μου η Ολυμπία, αυστηρή, αφράτη. Κολώνα του σπιτιού. Ασε τι λένε για τους άντρες! Στάχτη στα μάτια. Δίπλα της ο μπαμπάς μας ο Σάββας, παχύ κατάμαυρο μουστάκι. Καράμπογια γιοκ! Νέος ήτανε, μαύρο κι αυτό μονάχο του. Ναι, βέβαια, τζιλβελής ήτανε, στριφτό, τσιγκέλι κανονικό. Ζαχαροπλάστης, Σεκέρογλου. Σεκέρ η ζάχαρη, ογλού το παιδί, όλο μαζί Σεκέρογλου. Τρίτη η αδελφή μου η Αννίκα, ναζιάρα και ζωηρή. Ξέρεις πώς παίζει τα κουταλάκια της Καππαδοκίας; Τα χτυπάει το ένα πάνω στο άλλο, με τον κώλο, αντικριστά κι αυτά κάνουν έναν ήχο, στην καρδιά χτυπάει! Μαστόρισσα παιδί μου από μια σταλιά παιδί! Τελευταίο οι γονείς μου κάνανε εμένα. Πρόσωπο όλο φακίδες, σώμα όλο φακίδες, μαλλιά κόκκινα, μπακίρ-μπέη με φωνάζανε. Πρόδρομος Σεκέρογλου, αυτός είμαι, στην Ελλάδα όμως Νικολαΐδης έγινα. Οταν ήρθαμε εδώ το αλλάξαμε. Οι Ελλαδίτες τουρκόσπορους μας λέγανε. Πολύ τούρκικο ακουγότανε το Σεκέρογλου. Στα ελληνικά να το κάναμε ζαχαροπλάστης; Αστείο έμοιαζε. Το κάναμε Νικολαΐδης, από τον Αγιο Νικόλαο που έσωσε στη θαλασσοταραχή το βαπόρι που μας έφερε από απέναντι. Βάλαμε και το -ίδης που ήτανε ποντιακό, όσο να πεις πιο καλά χτυπούσε στο αυτί και ορίστε μας! Αλλά το πραγματικό Σεκέρογλου είναι.

Αυτό πολύ με κακοφαινόταν. Από την Τουρκία φύγαμε γιατί ήμασταν Ρωμιοί. Στην Ελλάδα, Τούρκους μας είπανε. Πού; Στην πατρίδα μας! Που γι’ αυτήν όλα τα χάσαμε! Τα πάντα! Ο,τι είχαμε και δεν είχαμε! Αξιζε; Που την αγαπούσαμε χωρίς να την έχουμε δει καν. Την αγάπη μας την πληρώσαμε διπλά, όχι μισά – διπλά! Πώς γίνεται αυτό, με λες; Μη λες. Δεν χρειάζεται.

Ωχ, θα με ξυρίσεις κιόλας; Στήθος πρώτα; Γρήγορα μας άφησε ο μπαμπάς από την ώρα που πιάσαμε Πειραιά. Λάσπη παντού, παράγκες, υγρασία, κουνούπια, κακό φαγητό, σκληρή δουλειά. Οικοδόμος έγινε. Ντελικάτος ήτανε, μάστορας στην τέχνη του. Από τη ζάχαρη κατευθείαν στο τσιμέντο γίνεται; Δεν γίνεται. Αμαθος στο γιαπί, έπιασε μια πούντα ξεγυρισμένη, οι γιατροί πνευμονία είπαν. Αχ, αυτοί οι γιατροί, να προλαβαίνουν κάτι τέτοια τους θέλουμε, τι να το κάνω να με τα εξηγούν μετά; Βάλε και τα άλλα, πολύ θέλει; Κι έτσι μείναμε ορφανοί με τη Αννίκα και προβιβάστηκα εγώ δώδεκα χρονών παιδί σε άντρας της οικογένειας.

Τα χρόνια μέχρι το ’22 δεν τα καλοθυμάμαι, μικρός ήμουνα, μα το ’22 δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ποτέ! Ακόμα και τα τσιγάρα μου, σέρτικο χαρμάνι, «Ασσος 22». Να μην ξεχάσω. Οι τσέτες γιουρούσιαζαν στα χωριά, τα καίγανε, μας έσπρωχναν μακριά από τη γη μας. Αλωνίζανε. Τεράστιος ο τόπος, ο Κεμάλ χαμπάρι δεν είχε. Αλλά πάλι μπορεί και να είχε. Ποιος τον ξέρει. Οι μόνοι ξένοι που περνούσαν από τα μέρη μας, κάτι Γερμανοί προτεστάντες, μας χαρίζανε την Αγία Γραφή. Πιάνανε πόρτα για το χειμώνα. Σου λέει, θα τους πουλήσουμε παρηγοριά με τα κιτάπια τα θεοτικά τα δικά μας άμα τους σφάξουνε οι Νεότουρκοι. Προσηλυτισμός κανονικός. Αυτουνούς οι Τούρκοι ούτε τρίχα τους δεν αγγίξανε. Ολα για μάς γίνανε, να μας ξεκάνουν μια ώρα αρχύτερα. Και φύγαμε με μια εικόνα της Παναγίας, ένα χαλί να κοιμόμαστε καταγής, μια αλλαξιά ρούχα και την Αννίκα από το χέρι. Αυτή ήταν όλη κι όλη η περιουσία μας. Μόλις καλμάρανε τα πράγματα, έτσι λέγαμε τότε, θα γυρνούσαμε πίσω. Εσύ ’σαι που το λες;
Ακου να σε πω, πριν με βάλετε χειρουργείο να με κόψει ο γιατρός, μπορεί να μη βγω ζωντανός από δω μέσα. Κι αφού σε λίγο έρθουν γυναίκα, παιδιά κι εγγόνια, εσένα είναι τυχερό σου να με ακούσεις. Εγώ θα σου τα πω μια φορά. Ακου λοιπόν: Τρεις σεβντάδες έχω στην καρδιά μου.

Ενας είναι η πατρίδα μου, το Ιντζέ-Σου μου, που δε το είδα ποτέ ξανά. Πολλοί πατριώτες που το επισκέφτηκαν με ρωτούσανε: «Πότε κι εσύ;» «Ποτέ!», απαντούσα. Επισκέπτης στο σπίτι μου; Να χτυπήσω την πόρτα να ανοίξει ο ξένος; Να δω άλλον μέσα; Τον μουσαφίρη, νοικοκύρη; Κι έτσι δεν πήγα καμιά φορά. Την αλήθεια να πω, ψυχή δεν είχα. Αυτός ήταν ο λόγος. Φοβόμουνα. Ποιον; Τον Σεκέρογλου, όχι τον Νικολαΐδη. Κανέναν άλλον.

Ο άλλος είναι η Ασπασία. Πατρίδα χάσανε πολλοί, μα και τον άνθρωπό τους τόσο νέο πόσοι; Ασπασία ήταν η πρώτη μου γυναίκα. Ο νταλγκάς μου. Ουρικό οξύ, λέει. Αλήθεια; Παραμύθια; Δεν ξέρω να σε πω. Γι’ αυτό από τότε πήρα απόφαση μετά και από του μπαμπά μας το περιστατικό να μην πιστεύω τους γιατρούς ιτς! Μπέσα για μπέσα δεν έχουνε. Γιατί δε τη σώσατε, βρε; Γιατί; Αχ, πολύ την αγαπούσα την Ασπασία! Παραπάνω δεν γίνεται. Να φανταστείς, ο κόσμος τα χρόνια εκείνα να φάει δεν είχε κι εγώ της είχα άλλη γυναίκα για το σπίτι κι άλλη για τα παιδιά μας, μωρά τότε το ’52 που μας άφησε. Αμερικάνο με φωνάζανε στη γειτονιά αφού. Τόσο πλούσιο με περνούσαν. Το μαράζι μου μέχρι τώρα κρατάει. Αμαρτία ξαμαρτία, μέρα δεν πέρασε που να μη τη σκέφτηκα. Στα όνειρά μου τη βλέπω κι είναι, λέει, πάντα νέα όπως έφυγε. Το γιαβρί μου, το πουλάκι μου, παιδί ήτανε, είκοσι τέσσερα χρονών, συνομήλικη με τα εγγόνια μας σήμερα.

Δεν λέω, ο Θεός δε μ΄ άφησε. Γυναίκα μ’ έδωσε δεύτερη τη Σταυρούλα. Με φρόντισε. Μου στάθηκε. Δεν ήταν έρωτας, μα ανάγκη, συνοικέσιο, προξενιό, να μεγαλώσουν τα ορφανά μου. Την τύχη μου είχαν κι αυτά. Ομως κι εκείνη ξένα παιδιά μεγάλωσε. Μα με όλη της την αγάπη, με όλο της το είναι! Ως και το δικό της παιδί έξι μηνών έγκυος το έριξε για χάρη μου. «Αμα το κρατήσω, θα το αγαπήσω περισσότερο απ’ τα δικά σου, Πρόδρομε», με είπε εκείνο το βράδυ στην κλινική. Κόντεψε να πεθάνει κι η ίδια μ΄ αυτό που έκανε. Ηρωίδα. Ταμένη να υπηρετεί τους άλλους, χωρίς ποτέ να σκέφτεται τον εαυτό της. Χάθηκε η γη κάτω από τα πόδια μου. Τι κλάμα έχω ρίξει γι’ αυτή την κουβέντα. Μαχαιριά στην καρδιά! Αξίζω τόσο που μια μάνα να σκοτώνει το παιδί της για χάρη μου; Κοριτσάκι ήτανε, λέει. Και τι θα γινόταν αν το κρατούσε; Να σε πω εγώ ο αγράμματος: Τίποτα! Θα είχαμε ακόμα ένα παιδί, το κοινό μας, αδελφάκι με τα μεγαλύτερα, θα μας ένωνε όλους περισσότερο. Αλλά μου κόπηκαν τα ήπατα. Δεν τη σταμάτησα. Γι’ αυτό σε λέω, λαπάδες είμαστε οι άντρες, χαλβάδες. Αυτό το αγέννητο μωρό, φουντούκι στην καρδιά μου.

Αυτά. Και να θες, άλλα δεν έχω. Για ανατολίτης, δεν έχω και πολλούς σεβντάδες, ε; Κι αφού και δεν έχει παπά εδώ γύρω, ξαλάφρωσα που σε τα είπα. Εγινες ο εξομολόγος μου. Αϊντε, γκελ τώρα, έλα να σε φιλήσω. Κι εκεί στο χειρουργείο όταν μ’ ανοίξετε, μπορεί το κισμέτι μου να είναι να συναντήσω την Ασπασία και την αγέννητη κόρη μου, αλλά εσύ, πίσω να μείνεις, να πεις του γιατρού μπέσα να έχει, ναι; Να κρατήσει καλά το τιμόνι. Γιατί εγώ καθόλου δεν τον πιστεύω.

Άφεριμ.

Από το αφιέρωμα Σμύρνη 100 χρόνια μετά:26 συγγραφείς στον Ε.Τ. για τη Μικρασιατική Καταστροφή της εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος, στο φύλλο της 16/8/2022.

Φωτογραφία του χιονισμένου Ιντζέ-Σού της περιφέρειας Καισαρείας της Καππαδοκίς στις 15 Νοεμβρίου 2019.

Περισσότερα: https://eleftherostypos.gr/politismos/smyrni-100-chronia-meta-26-syngrafeis-ston-e-t-gia-ti-mikrasiatiki-katastrofi-triti-16-8-o-giorgos-gkozis