Η πιο πρόσφατη βόλτα με λογοτεχνική βέσπα.

Διηγήματα με χιούμορ, συγκίνηση, νοσταλγία, χαρακτήρες καλοδουλεμένοι, κείμενα που κυλάνε γρήγορα, χωρίς περιττά φτιασίδια και προσπάθεια να εντυπωσιάσουν με στολίδια και λογοτεχνικά κόλπα.

Το βιβλίο της σημερινής ανάρτησης το περίμενα με αγωνία να το διαβάσω από την μέρα που είχα μάθει από μια ανάρτηση του Facebook ότι θα κυκλοφορήσει. Ο λόγος είναι ότι ο συγγραφέας του είναι για μένα από τις πιο δυνατές πένες που έχει βγάλει η πόλη τα τελευταία χρόνια.
Από την πρώτη του συλλογή διηγημάτων «Ο νυχτερινός στο βάθος» που είχε κυκλοφορήσει πριν από 20 χρόνια (πώς περνάνε τε ρημάδια…) και στη συνέχεια το εξαιρετικό «Αφήστε με να ολοκληρώσω«, ο Γκόζης μας είχε παρουσιάσει ιστορίες δοσμένες με χιούμορ, με ευαισθησία, με φαντασία, διηγήματα που θες να τα διαβάσεις και δεύτερη φορά, όχι γιατί δεν μπορείς να τα καταλάβεις, αλλά γιατί μερικά από αυτά ήταν τόσο καλοδουλεμένα και απολαυστικά που άξιζε τον κόπο να γυρίσεις πάλι πίσω στην σελίδα.

Χαίρομαι ιδιαίτερα που δικαιώθηκα για την προσμονή, καθώς έχουμε μια πολύ όμορφη συλλογή κειμένων. Η έκδοση είναι εξαιρετική. Μου άρεσε πάρα πολύ το εξώφυλλο και η επιλογή αυτών των χρωμάτων, μια δροσερή εικόνα που ταιριάζει με τα κείμενα του βιβλίου. Πολύ καλή ποιότητα χαρτιού τόσο στο εξώφυλλο όσο και το εσωτερικό, ευανάγνωστα κείμενα, μοσχομυρίζουν οι σελίδες. Μου έκανε θετική εντύπωση και ένα μικρό χαρτονάκι που γράφει «Οι εκδόσεις Ποταμός σας ευχαριστούν για την επιλογή τους», το οποίο μπορείτε να χρησιμοποιήσετε ως σελιδοδείκτη, αν δεν έχετε τα αυτιά του βιβλίου για αυτόν τον σκόπο. Συνολικά μια πολύ όμορφη δουλειά.

Το μέγεθος των κειμένων ποικίλει, από λίγες σειρές (όπως το ομώνυμο με τον τίτλο του βιβλίου διήγημα) μέχρι περίπου 30 σελίδες το πιο μεγάλο (το «Έχω μια αδελφή»). Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη, το πρώτο έχει τίτλο «Αντιπαροχή» και το δεύτερο «Θέλεις να τα φτιάξουμε;». Προσωπικά διάβασα τα κείμενα σερί και μάλλον έχασα κάπου τον λόγο που έγινε αυτός ο διαχωρισμός.Τα κείμενα φέρουν την χαρακτηριστική γραφή του Γκόζη. Έχουν δόση νοσταλγίας, πάρα πολύ έξυπνο χιούμορ, προβληματισμό, προσεγμένο λεξιλόγιο. Νιώθω ότι όλα βγαίνουν αβίαστα, οι καταστάσεις, οι χαρακτήρες, τίποτα φτιασιδωμένο, ένας λογοτεχνικός αυθορμητισμός που νομίζω ότι λείπει πολλές φορές από βιβλία καθώς οι συγγραφείς θέλουν να εντυπωσιάσουν το αναγνωστικό κοινό.

Η Θεσσαλονίκη είναι ο τόπος στα περισσότερα των διηγημάτων, σε κάποια δε είναι και πρωταγωνίστρια. Ο Γκόζης αγαπά την πόλη αληθινά, χωρίς τυμπανοκρουσίες, με τον τρόπο που θα πρέπει να την αγαπήσει ο κάθε πολίτης της. Το πρώτο κείμενο, το «Ως επί σπασμένων πτερύγων ανέμων» θα μπορούσε να είναι και ο πρόλογος, το βρήκα εξαιρετικό. Στο αμέσως επόμενο, την «Αντιπαροχή» ένιωσα το κείμενο να γράφτηκε για μένα, καθώς διαδραματίζεται στην Τριανδρία, την γειτονιά που μεγάλωσα και κάποια σημεία του τα βίωνα καθώς διάβαζα το διήγημα. Εξαιρετικό το «Ανέσπερος κατακόρυφη παράθλαση» που μιλάει για βιβλιοπωλεία και για εκδηλώσεις για το βιβλίο στην Θεσσαλονίκη, με αναφορές τόσο στο παρελθόν, όσο και στο παρόν. Συγκινητικό το «ΖΕΙ Ο βασιλιάς Αλέξανδρος» με μια ιστορία στην περιοχή του Οσίου Δαυίδ. Από τα καλύτερα διηγήματα του βιβλίου για μένα το «Αλληλεγγύη στον τάρανδο». Πολύ καλό και το επόμενο με τίτλο «Τι γυρεύει τέτοια ώρα ο Σταυράκης ο Ζιώγας μέσα στη χώρα;». Στο «Ζαφείρη μη φοβάσαι, πάρε μια βέσπα» νιώθω ότι έχω ζήσει όλη την σκηνή που περιγράφει ο Γκόζης και κυρίως αυτό που όταν ήμασταν μικροί και δεν καταλαβαίναμε τι έλεγαν οι στίχοι ενός ξένου τραγουδιού, δημιουργούσαμε δικές μας στιχουργίες. Το «Μπουμπάρι» μου άρεσε προσωπικά επειδή το φτιάχνει η πεθερά μου και τυχαίνει να ξέρω τι είναι (αν και δεν το τρώω καθόλου). Ξεχωρίζω επίσης το «Ναυτικό φυλλάδιο» και το «Κέρνα μας, κέρνα μας», ιστορίες που διαβάζονται πολύ εύκολα και αυτό γιατί είναι καλογραμμένες και σε κρατάνε. Σε μια δεύτερη ανάγνωση ίσως ξεχωρίσω κάποιο άλλο.Προσωπικά το βιβλίο μου άρεσε πολύ. Ως ποιότητα έκδοσης, εικόνα του βιβλίου και φυσικά το υλικό στις σελίδες. Ο Γκόζης μας είχε χαρίσει και την νουβέλα «Γκουανό» και το πάρα πολύ καλό μυθιστόρημα «Θραύση κρυστάλλων». Αποδεικνύει ότι μπορεί να προσφέρει τόσο στη μεγάλη όσο και στην μικρή φόρμα (προσωπικά είμαι λάτρης των διηγημάτων και για αυτό προτιμώ αυτά του τα βιβλία).

Όπως λέει και στο πρώτο κείμενο για την Θεσσαλονίκη, “πάντοτε σε αυτήν επιστρέφω”. Έτσι λοιπόν και τώρα, περιμένω να μας προσφέρει στο μέλλον κείμενα που δεν θα έχουν απαραίτητα να κάνουν με την πόλη (άλλωστε κι εδώ δεν είναι όλα τα κείμενα σχετικά με αυτήν), αλλά κάποια στιγμή θα γυρίζει και θα μας δίνει ιστορίες για το λιμάνι της πόλης, το κέντρο της, την αγαπημένη του Τριανδρία, την Άνω Πόλη και πάνω από όλα για τους κατοίκους της”.

Γιώργος Μπασαγιάννης, στη Βιβλιονίκη: https://vivlioniki.wordpress.com/2022/12/13/%ce%b7-%cf%80%ce%b9%ce%bf-%cf%80%cf%81%cf%8c%cf%83%cf%86%ce%b1%cf%84%ce%b7-%ce%b2%cf%8c%ce%bb%cf%84%ce%b1-%ce%bc%ce%b5-%cf%84%ce%b7%ce%bd-%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%bf%cf%84%ce%b5%cf%87%ce%bd%ce%b9%ce%ba/?fbclid=IwAR04buzbrKeqdcnhBUIr9l4yVSg5zsA8SLkK_dPz2WVlCC2tuvKGtl8Jiog