Σταύρος Χατζής | Η πίστη στον κανόνα “show, don’t tell”

Είχα διάφορους λόγους να διαβάσω τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που στέλνει ο Άρης στην κοπέλα του Μαρία -θα γίνουν άραγε τα e–mails το επιστολικό μυθιστόρημα του 21ου αιώνα;- με άλλα λόγια τη Θραύση κρυστάλλων του Γιώργου Γκόζη. Πρώτον, ο συγγραφέας κι εγώ είμαστε από την ίδια πόλη, που ήλπιζα να εμφανιστεί πάλι όπως συνέβη σε προηγούμενα έργα του. Επιπλέον, γράφει για δεκαετίες που έζησα, μάλιστα ο κεντρικός χαρακτήρας-αφηγητής κι εγώ έχουμε την ίδια ηλικία άρα και παρόμοιες εικόνες από εκείνες τις εποχές. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι είχα διαβάσει ήδη δύο βιβλία του, τη νουβέλα Γκουανόπου καταβρόχθισα σε δυο ώρες επειδή ηρνούμην να διακόψω την ανάγνωσή της όσο κι αν αυτό με εμπόδιζε να την απολαύσω όπως θα ήθελα και τη συλλογή διηγημάτων “Αφήστε με να ολοκληρώσω” που περιέχει μερικές από τα πιο αγαπημένες μου ιστορίες.

Δεν άργησα να διαπιστώσω ότι ο πρώτος λόγος δεν ίσχυε. Η πόλη του ήρωα θα μπορούσε τελικά να είναι οποιαδήποτε πόλη της Ελλάδας, άσχετα αν εμφανίζονται συνοικίες της Αθήνας ή του Πειραιά, άσχετα αν οι διακοπές ήταν στις Κυκλάδες ή αν κάποιος από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες του μυθιστορήματος μιλάει με έντονα κρητική προφορά. Αρνητικό; Κάθε άλλο! Η αφαίρεση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών βοηθάει τον αναγνώστη να ταυτιστεί με τους χαρακτήρες του έργου, αυτό άλλωστε είναι κάτι που ξέρουμε και από τα κόμιξ -ο οποιοσδήποτε σοβαρός δημιουργός κόμικ θα μπορούσε να αποτυπώσει τα σχέδιά του με τρομερό ρεαλισμό, αφαιρεί εντούτοις χαρακτηριστικά, ώστε να μπορούμε να ταυτιστούμε με τον ήρωα -κι αν εγώ περίμενα να δω την γειτονιά μου στο βιβλίο, τελικά την είδα, όπως μπορούν να την δουν κι άλλοι, πολλοί, ακόμα κι αν αυτή η γειτονιά δεν αναφέρεται με το αληθινό όνομά της ή ίσως ακριβώς για αυτό. Την ίδια τεχνική χρησιμοποιεί ο πεζογράφος και ως προς τον χρόνο. Αν και φυσικά αναγνώρισα το Κίνημα κι ενώ αναφέρεται και το βρώμικο ‘89, παρ’ όλα αυτά το Κίνημα δεν κατονομάζεται, όπως δεν ονομάζεται και κανένας από τους χαρακτήρες του έργου. Δεν έχει σημασία το όνομά τους, το μόνο που μετράει είναι οι καταστάσεις, οι εμπειρίες και η εξέλιξη του ήρωα. Από μια μεταφραστική σκοπιά αυτό θα βοηθούσε να το καταλάβει ευκολότερα ακόμα και κάποιος αλλοδαπός αρκεί να είναι διατεθειμένος να διαβάσει για έναν εφηβικό έρωτα, μία σχέση αγάπης με τον πατέρα, μία πρώιμη ενηλικίωση, μια σειρά από αλλαγές και περιπέτειες της ζωής του ήρωα. Έτσι κι αλλιώς όμως για την ποιότητα του μυθιστορήματος δεν είχε καμία σημασία το αν εγώ γνώριζα τον τόπο, τον χρόνο, τις συνθήκες στις οποίες θα εξελισσόταν το δράμα του αφηγητή Άρη. Επειδή ίσως αυτό που μετράει σε ένα λογοτεχνικό έργο δεν είναι το τι διηγείται ο δημιουργός του, αλλά το πώς. Και ως προς αυτό, ο Γιώργος -ίσως η πρώτη επιτυχία του συγγραφέα είναι ότι δεν μπορώ να τον αποκαλέσω ούτε κύριο Γκόζη, ούτε Γιώργο Γκόζη- είναι  εξαιρετικός αφηγητής. Με παραξένεψε το γεγονός ότι θυμάται ακόμα πώς είναι να είσαι ερωτευμένος όταν είσαι έφηβος, το άγχος, την αγωνία, τον τρόμο όταν πας να τηλεφωνήσεις στην κοπέλα που αγαπάς, αλλά με εξέπληξε ακόμα περισσότερο το πώς το περιέγραψε τόσο απόλυτα ώστε το θυμήθηκα κι εγώ που το είχα ξεχάσει και σχεδόν ξαναένιωσα το σκίρτημα όταν πήγαινα να της τηλεφωνήσω και το ότι είχε τελειώσει ο κόσμος μου όταν είχε έρθει η απόρριψη. Είδα τον εαυτό μου να κλαίει στην κουζίνα του σπιτιού επαναλαμβάνοντας τα ίδια λόγια και όχι, δεν σας κάνω σπόιλερ, ο κεντρικός χαρακτήρας του έργου δεν κλαίει στην κουζίνα του σπιτιού του. Διάβασα για στιγμές με τον πατέρα του που με έκαναν να συγκινηθώ, μέχρι και να σκάσω από το κακό μου που δεν μπορώ να πάω να αγκαλιάσω τον δικό μου πατέρα τώρα που είμαστε σε καραντίνα λόγω ιού. Κι αυτά είναι μόνο ένα δείγμα πώς παίζει και ζωγραφίζει καταστάσεις ο Γιώργος και όποιος θέλει περισσότερα όπως εγώ σφιγμένος, ανακουφισμένος, θλιμμένος γέλασα κάποια στιγμή ή χαμογέλασα πικρά κάποια άλλη, παρακαλώ ας διαβάσει το βιβλίο. Αναπόφευκτα, η ενασχόλησή μου με τη μετάφραση με έκανε να δω το βιβλίο και από μία άλλη σκοπιά, εκείνη του μεταφραστή. Δυσμετάφραστο, αφού πρόκειται για ένα βιβλίο περίπλοκο τόσο στα νοήματα όσο και στη γραφή, ίσως για αυτό δεν κατάφερα να το ξεπετάξω σαν το Γκουανό κι όχι από έλλειψη διάθεσης. Οι αναφορές στη νεότερη ελληνική ιστορία παίζουν το ρόλο τους βέβαια, αλλά νομίζω ότι πολύ μεγαλύτερο παίζει το ύφος -αν μπορεί κανένας να μιλήσει μόνο για ένα συγκεκριμένο ύφος, αφού οι διάλογοι παίζουν με διαφορετικά είδη λόγου-, η ανάμιξη του λόγιου με το καθημερινό μέχρι και με το χυδαίο, η λεπτή ειρωνεία που κάνει την εμφάνιση της συχνά-πυκνά, τα λογοπαίγνια. Βέβαια, το δυσμετάφραστο, είναι και μία μεγάλη πρόκληση για τον μεταφραστή, είναι ίσως η χαρά του, αρκεί βέβαια να μην έχει ανάγκη τα χρήματα και να μην τον πιέζουν οι προθεσμίες παράδοσης. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Μία από τις ελάχιστες αρνητικές εντυπώσεις που μου άφησε το έργο ίσως έχει σχέση επίσης με τις σπουδές μου στη μετάφραση: οι υποσημειώσεις. Προφανώς ο Γιώργος θέλει να κλείσει το μάτι στους αναγνώστες του, να τους θυμίσει ή να τους γνωρίσει πράγματα, αλλά εγώ είμαι της άποψης πως “όσοι το πιάσουν, τό ‘πιασαν” και όσοι δεν το έπιασαν, ας ψάξουν λίγο περισσότερο μόνοι τους. Φοβάμαι ότι οι υποσημειώσεις διακόπτουν τη ροή και προσφέρουν στον αναγνώστη στο πιάτο περισσότερα πράγματα από όσα θα έπρεπε, κάτι που ο Γιώργος τόσο αποφεύγει στην ίδια την αφήγηση, όπου ακολουθεί πιστά τον “show, don ’ttell” κανόνα. Κλείνοντας και αποφεύγοντας κάθε κρίση με βάση λογοτεχνικούς όρους και κανόνες όπως έχω κάνει από την αρχή, η Θραύση κρυστάλλων είναι κατά τη γνώμη μου ένα υπέροχο βιβλίο. Υπέροχο επειδή μου προσέφερε πολλά συναισθήματα, συμπεριλαμβανόμενης της ακατάσχετης απληστίας να διαβάσω την επόμενη σελίδα και την επόμενη, που από όλα τα συναισθήματα -θλίψη, νοσταλγία, πίκρα, ανακούφιση και άλλα που δεν μπορούσα να προσδιορίσω- ήταν ίσως το πιο αρνητικό, αλλά και δείγμα του ενδιαφέροντος που μου προξένησε το βιβλίο. Ελπίζω την ίδια ικανότητα να ξυπνάει συναισθήματα να έχει και το επόμενο βιβλίο του Γιώργου και να μην ξεχάσει να μας προσφέρει στο μέλλον και κανένα διήγημα, παρά το γεγονός ότι έχει πάρει πια το δρόμου του μυθιστοριογράφου.  

Ο Σταύρος Χατζής, είναι μεταφραστής ισπανόφωνης λογοτεχνίας και υποψήφιος διδάκτορας του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ.

Πρώτη δημοσίευση στις 16 Μαρτίου 2021 στην ηλεκτρονική Παράλλαξη