Βιβή Γεωργαντοπούλου | Ο Δεκέμβριος των δικών μου βιβλίων μέσα από 30 +1 χριστουγεννιάτικες κάρτες

Η καλή μέρα/ανάγνωση από το πρωί/πρώτες σελίδες φαίνεται. Η Θραύση Κρυστάλλων του Γιώργου Γκόζη είναι μια τέτοια μέρα/ανάγνωση,φωτεινή και ελκυστική από τις πρώτες της ώρες/σελίδες. Όμως  λέγοντας φωτεινή και ελκυστική μη φανταστείτε ότι εννοώ και εύθυμη, παρά το εκλεκτό της λεπτό, γλυκόπικρο και ελαφρώς ειρωνικό χιούμορ, μη φανταστατείτε ιλαρή και χαχαχούχικη κι όλα καλά όλα ανθηρά. Όχι, δεν είναι εύθυμη. Ίσα ίσα.   

Ο Γιώργος Γκόζης καταθέτει με πολύ ιδιαίτερο, άψογα οργανωμένο πρωτοπρόσωπο κειμενικό λόγο, που εντυπωσιάζει με την εξαιρετική σύνταξη και τον λεκτικό του πλούτο και με άρτιο και εξ ίσου εντυπωσιακό αφηγηματικό τρόπο μια μαρτυρία που εμένα με συγκίνησε στα όρια της ταύτισης και το ομολογώ, διότι ξέρω καλά τι  (κατα)γράφει αν και δεν υπήρξα φίλη του Πασόκ ούτε καν ψηφοφόρος, δεν του έδωσα τίποτα και δεν περίμενα προσωπικά και τίποτα. Δεν ξέρω αν η ιστορία/κατάθεσή του είναι επινοημένη ή αυτοαναφορική και αν ναι, δεν γνωρίζω σε τι βαθμό. Μπορεί να είναι και από τα δύο, κάτι που μου φαίνεται και το πιο πιθανό, δεν ξέρω, σε κάθε περίπτωση καλοπρόθετες υποθέσεις κάνω.

Γράφει λοιπόν ο Γκόζης για πρόσφατες εποχές, τεράστιες, πρωτοφανείς για τη λιμασμένη πράγματι και στερημένη Ψωροκώσταινά μας που έμοιαζαν σαν μάννα, που το ονειρευόμασταν μικροί και μεγάλοι ως χόρταση, ως δικαίωση, ως ελευθερία και άλλα πολλά, μα που τελικά δεν ήταν ή πιο σωστά δεν μπορούσε να γίνει τίποτα από αυτά παρά μόνο μια ρέπλικά τους -είτε γιατί δεν θα το άφηναν από τα μέσα οι παθογένειές του, και βέβαια και οι αντίπαλοι απ΄έξω, είτε γιατί ήταν εξ αρχής διάτρητο ιδεολογικά και επιπλέον είχε μια ανιδεολόγητη εκδικητικότητα προς ό,τι παλιό είχε οδηγήσει στις κατάφωρες αδικίες και τις υλικές στερήσεις (και έτσι γρήγορα ξέρασε την ίδια με τους άλλους  πονηριά βγαλμένη κατευθείαν από τα κατακάθια της τουρκοκρατίας και την αρπακολλατζίδικη βιασύνη στη στελέχωση της εξουσίας από πάνω μέχρι κάτω,με μότο  ό,τι αρπάξουμε τώρα κι εμείς)-, εποχές με μέρες που εξ αιτίας των παραπάνω τις σιχτιρίζουμε φερεφωνικά και άκριτα και του λόγου μας εδώ και τώρα, τρομάρα μας, εμείς το ξαναμαντρωμένο γιδοκοπάδι, ως μέρες της δήθεν ευμάρειας και της φούσκας του Παπανδρέου λες και οι μπλε (μαύρες στην πραγματικότητα,με παρακράτος, χούντα κι όλες τις αθλιότητες στο τεφτέρι ) οι οποίες μια χαρά εναλλάσσονταν με τις πράσινες μόλις ξεφούσκωσε ο μπαμπούλας της “αλλαγής”, δεν ήταν δήθεν αυτές και,το κυριότερο,δεν ήταν οι πρώτες διδάξασες το τρισμέγιστο know how της φούσκας,της μάσας και της σαπίλας! Τουλάχιστον μετά το πράσινο (ή να το πω καλύτερα ανδρεϊκό;) ΄81 σταμάτησε ο περιπτεράς να μας καρφώνει κι ο ασφαλίτης να μας βαράει κάθε τρεις και λίγο την πόρτα λες και του΄χαμε σκοτώσει τη μάνα με τις ιδέες μας…για μας ήταν κι αυτό κάτι και ήταν αρκετό,δεν ορμήξαμε στο φαγοπότι τους,δεν μας αφορούσε,μας αηδίαζε.  Και το λέω αυτό γιατί επαναλαμβάνουν τώρα πολλοί εξυπνάκηδες και τα άλλα χαζά -τις αηδίες εκείνου του πάγκαλου  ότι τα φάγαμε όλοι μαζί , όχι ρε, δεν τα φάγαμε όλοι μαζί-, που πολύ αμφιβάλλω αν τα έχουν δουλέψει έστω λίγο στο μυαλό τους πριν τα ξεστομίσουν μιμητικά για τις εποχές που εδώ αποτελούν το κυρίως φόντο στο οποίο κινείται ο κεντρικός ήρωας του συγγραφέα,ο έφηβος και ύστερα ενήλικος Άρης (πολύσημο και σημαδιακό το όνομα), εποχές που όπως και να΄χει πάρα πολλοί άνθρωποι τις θυμόμαστε, διότι τις ζήσαμε έστω σε άγουρα χρόνια και -αθώοι και φταίχτες,που λέει και η υπέροχη Μάρω Δούκα-,τις πληρώσαμε ακριβά κι ακόμα μας τις χρεώνουν τοκογλυφικά αυτοί που επωφελήθηκαν, κοινώς έφαγαν τον πράσινο άμπακο και φυσικά τον μπλε -μ΄αυτόν ξεκίνησε το μεγάλο φαγοπότι,το ξαναλέω-, μα τις μνημονεύουμε και του λόγου μας ρηχά κι εξυπνακίστικα κι αυτές, περνώντας τις στον μύλο του ανώδυνου χαβαλέ· και τι δεν έχουμε αλέσει δηλαδή στον μύλο του χαβαλέ και της μπουρδουλογίας αφού όσα πτυχία και μεταπτυχιακά από τα εγχώρια και της Εσπερίας τα ιδρύματα(ε,ρε φράγκα που αφήσαμε στα Λονδίνα και στα Παρίσια και στα Βερολίνα) κι αν έχουμε αποκτήσει, παραμένουμε ένας αμόρφωτος ιστορικά λαός που παθαίνει και δεν δείχνει να μαθαίνει κι όμως όλα τα ξέρει, όλα τα σφάζει και όλα τα μαχαιρώνει, λεκτικά βεβαίως,αμ τι, στην πράξη;   Στην πράξη τα βολεύει με την ανάθεση (το είδαμε ως πανάκεια και πρόσφατα),κοινώς με τοπατριώτη,βγάλε εσύ το φίδι από την τρύπα κι αν το βγάλεις 80% δική μου η δόξα,πάρε κι εσύ ένα εικοσαρικάκι να΄χεις ένσημα αγωνιστικά να πορεύεσαι,αν πάλι δεν το βγάλεις,εσύ φταις,εγώ σ΄τα΄λεγα, δίχως βεβαίως να ξεχνά ο ένθεν κακείθεν πατριώτης και την εθνική του περσόνα που, λυπάμαι, δεν είναι ο αντιπαθίλας ο πονηρός ο  Καραγκιόζης που βαράει την Αγλαΐα και το Κολλητήρι και τις μαζεύει από τον Βεληγκέκα αλλά εκείνος ο γλυτσερός Χατζηαβάτης που τον φυλάει -αυτός ο ένθεν κακείθεν πατριώτης-, δια παν ενδεχόμενο,καλή ώρα τώρα με τον covid και ό,τι άλλο είναι αυτός ο covid εκτός από ιός (και είναι πολλά σκοτεινά και αντιδημοκρατικά πράγματα και καθόλου συνομωσιολογικά εξ ου και όχι για γέλια και ψάχτε το, όσοι λέτε ψεκασμένο όποιον, δίχως να αρνείται την ύπαρξή του και την ανάγκη προφύλαξης, βλέπει και τι ζεστό παραδάκι συνεπάγεται ως υγιειονομική φάμπρικα)· τον έχει δε τον Χατζατζάρη ο πατριωτάρας όχι κρυμμένο εντός του,μα σε πρώτη ζήτηση,ώστε να κλαψουρίζει δουλοαλαζονικοχατζατζαρικά όταν,για παράδειγμα,ξεχνάει το εκδικητικό και χυδαίο μαζί τα φάγαμε και μεταθέτει τις ευθύνες για τα αλλεπάλληλα δεινά στους τουρκολάγνους ευρωπαίους που τον έχουν αδικήσει και νά για τον πείσα δείξα διαφωτισμό τους και νά κλάματα κροκοδείλια για την εθνική μας κακοτυχία και νά κι ο σιόρ Μπαμπινιώτης με τη γλωσσική του σάρισα παραμάσχαλα κι αυτός κτλ κτλ κτλ κτλ κτλ κτλ κτλ.   Σταματώ εδώ,διότι ξανάρχισα τα πολιτικά (πού είσαι Τζένη να φχαριστηθείς γκρίνια,ξέρει εκείνη)αν και δεν φταίω(τι λέγαμε στην προηγούμενη παράγραφο;)εγώ,φταίει ο κύριος Γκόζης που με κούρδισε με το πολιτικότατο,συν τοις αλλοις,πόνημά του,που δεν υπάρχει σελίδα του που να μην έχω γράψει κατεβατά με σχόλια στο περιθώριο (εύγε στις εκδόσεις Ποταμός για την ωραία έκδοση με το μπόλικο περιθώριο στις σελίδες για να το γεμίζει ο μη βιβλιοφετιχιστής αναγνώστης με την πίκρα του).Ας μην βάλω λοιπόν ένα τέτοιο εκλεκτό κείμενο και τις ομολογουμένως πολλές αρετές του σε δεύτερη μοίρα πολιτικολογώντας τα δικά μου.

Ο Γιώργος Γκόζης (γ.1970) μας δωρίζει ένα μυθιστόρημα,μαθητείας κατά ένα μέρος του,επιστολικό γενικότερα αφού είναι ένα πολυσέλιδο ηλεκτρονικό γράμμα, και ακόμα μυθιστόρημα αγάπης για την παραλήπτρια του γράμματος ,την Μαρία, βαθιάς και συνειδητής αγάπης προς τον πατέρα του και πολιτικής αναζήτησης, προσωπικού απολογισμού, συλλογικής μνήμης και συναισθημάτων. Κάνει δε εξαιρετικά καλή διάρθρωση του περιεχομένου του κατανέμοντάς το σε 66 κεφάλαια με ευρηματικούς τίτλους και”στολίζοντάς”το με υποσημειώσεις που και χρήσιμες είναι και σημαντικές διότι φιλοξενούν τη διακειμενικότητα που διατρέχει την αφήγηση και είναι όχι μόνο λογοτεχνική μα και μουσική,κάτι που μου άρεσε κι αυτό αν και έχω άλλες μουσικές προτιμήσεις. Δεν έχει πάντως και τόση σημασία η ακρίβεια της ειδολόγησης,ούτε ουσιαστικό νόημα να κάθομαι τώρα να λέω για τα τεχνικά του και άλλα τυπικά χαρακτηριστικά,ας το προφυλάξω από βελτσικά αυτολιβανίσματα (για το πόσα ξέρω η άτιμη η ιστολόγα) που θα κάνουν τον μέσο αναγνώστη να πάρει μαύρο δρόμο νομίζοντας ότι θα διαβάσει ένα δοκίμιο πανδημιάτικα.

Ο Γκόζης κάνει πρωτοκλασάτη ευανάγνωστη λογοτεχνία για όλους μας και τον ευχαριστώ θερμά γι΄αυτό πρωτίστως.   Ο Άρης του είναι ένας έφηβος που υπήρξε 100% αληθινή μεταπολιτευτική φιγούρα.Και αυτός. Και πολλοί από μας που είμαστε τώρα 50+ και τις ιδέες και τις μνήμες μας δεν τις πετάξαμε στα σκουπίδια. Είναι παιδί εργατικής αριστερής οικογένειας που κουβαλάει αγόγγυστα μια πατρογονική πίστη σε χριστιανικά και βελουχιώτικα μονοπάτια το ίδιο σεβαστικά και έντιμα και στιγμή δεν την αφήνει να πέσει χάμω και να κυλιστεί στις λάσπες κανενός καιροσκόπου πραματευτή (κι οι δυο πώς-να-τις-πω-τώρα,ας τις πω κοσμοθεωρήσεις κι ο Θεός βοηθός, από πραματευτάδες και δοσατζήδες να τις πουλάνε με το μέτρο και με το κιλό άλλο τίποτα οι κατακαημένες). Ο πατέρας του Άρη είναι κι αυτός πολιτικό πρόσωπο που υπήρξε,χάθηκε για λίγο στο αλαλάζον πλήθος, έσφαλε, λοιδωρήθηκε από τον κίτρινο τύπο της εποχής και γεύτηκε την αχαριστία στο έπακρο αλλά κατάφερε να σταθεί καθαρός στα πόδια του παρά τις προσωπικές στερήσεις, τις πολιτικές απογοητεύσεις, τις παλινδρομήσεις, τις προδοσίες,τα “συντροφικά” αδειάσματα και πισώπλατα μαχαιρώματα -κι έγιναν πολλά ειδικά στις δεκαετίες ΄80 και ΄90, κυρίως όμως του ΄90.Αυτή η σχέση σφραγίζει τον νεαρό και γίνεται η πυξίδα για τη δική του στάση ζωής που κι αν δεν την ακολούθησε παντού,στον γάμο του ας πούμε,δεν ήταν απόλυτα και στο χέρι του,εν τούτοις αυτή τον καθοδηγεί στον αχαρτογράφητο  πλου της ζωής.Όλες τις πικρές αλήθειες που βλέπει ο Άρης να ξεγυμνώνονται μπροστά του και να επηρεάζουν τη ζωή του και το μέλλον του, καθώς ο πατέρας πληρώνει την πολιτική του αφέλεια και ευπιστία,τις αποκαλύπτει ο συγγραφέας  μία μία στον αναγνώστη γραπώνοντάς τον στην ατμόσφαιρα κάθε εποχής και γεγονότος στο οποίο τους εμπλέκει.Στο τέλος αυτές δεν τον εμποδίζουν να δώσει οπτιμιστική και τεχνικώς άρτια έξοδο στην αφήγηση- ξέρετε,το τέλος ενός μυθιστορήματος είναι συχνά η αχίλλειος πτέρνα του, ακόμα και πολύ οργανωμένων μυθιστορημάτων-, μια έξοδο που μας απελευθερώνει η αύρα της από τη δυστοπία του covid. 

Υ.Γ.: Διαβάζοντας τη Θραύση Κρυστάλλων μου ήρθε κάμποσες φορές στο μυαλό και το μυθιστόρημα του Βασίλη Γκουρογιάννη Αναψηλάφηση (Μεταίχμιο, 2019) -όχι συγκριτικά, προς Θεού-, που βάζει κι αυτό καίρια ερωτήματα για τις ίδιες πάνω κάτω εποχές που απασχολούν τον Γιώργο Γκόζη με τη δική του διαφορετική πολιτική και ηλικιακή οπτική και με άλλο κειμενικό τρόπο. 

Πρώτη δημοσίευση στις 6 Δεκεμβρίου 2020 στη Λέσχη Ανάγνωσης του Degas