Από τα ομηρικά έπη στην Ανάσταση

Για την ποιητική συλλογή «Η συμμιγή» του Βαγγέλη Τασιόπουλου

Ήρθε η στιγμή όπου εκτός από τους συμμιγείς αριθμούς, εκείνους δηλαδή που περιλαμβάνουν και λέξεις, μας συστήνεται η Συμμιγή του Βαγγέλη Τασιόπουλου ως ποιητική συλλογή. Η δική μου συμβολή στην ανάγνωσή της θα είναι δισυπόστατη.

Η πρώτη αναγνωστική υπόσταση αφορά τη συνομιλία της σε ευθεία γραμμή με τα ομηρικά έπη και συγκεκριμένα με την Οδύσσεια.

Εναρκτήριο στοιχείο ο ίδιος ο τίτλος, ο οποίος ανακαλεί τον ορισμό της μίξης, της σύγκρασης των υδάτων, την ομηρική λέξη μισγάγκεια. Ακολουθούν οι καρποί της λήθης που προσέφεραν οι κάτοικοι της χώρας των λωτοφάγων στους συντρόφους του Οδυσσέα προκειμένου εκείνοι να λησμονήσουν την πατρίδα τους και οι λωτοί της Συμμιγής ως αναφορά στο εισαγωγικό ποίημα «οι λέξεις μας ακολουθούν», όπου «η γριούλα παραληρεί, να μην ξεχάσω το κλειδί να αφήσω». Έπεται ο μυθολογικός βασιλιάς της Ιθάκης, πατέρας του Οδυσσέα Λαέρτης ως υπόμνηση και ο δωδεκαετής Λαέρτης της συλλογής ως βιωμένη μνήμη, ο σύνδεσμος των ανταρτών του βουνού με τους κατοίκους της πεδιάδας της Μεσσηνίας, ο οποίος λουφάζει κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου σε γούβα από τεράστιες χωματόπετρες. Κατόπιν ο ίδιος ο Όμηρος ως ραψωδός σε σχέση με τον δόκιμο μοναχό Ιερεμία – γράφει κι εκείνος στίχους, αλλά κρυφά και τους ράβει στο στρίφωμα του ράσου του. Ύστερα ο πανταχού παρών πόλεμος, τότε τρωικός, εδώ εμφύλιος αδελφοκτόνος: «Ο Λαέρτης σκέφτηκε πως είχε χυθεί πολύ αίμα κι ο ουρανός ξέπλενε τις πομπές των ανθρώπων».

Μετά ο Πόντος και οι ναυτικοί, η Μεσόγειος και οι σύντροφοι του Οδυσσέα ως πλήρωμα να πελαγοδρομούν επί δεκαετία στα νερά της εν πλω προς Ιθάκη σε αντιπαραβολή με τους στίχους «είναι ψηλά η θάλασσα, λεηλατήστε την που επιμένει να διαπομπεύει»· η έννοια του Ικέτη στη χώρα των Φαιάκων και εκείνοι του ποιήματος «πειρασμών συνέχεια: σε συμφραζόμενα αναζητούν ικέτες, εποίκους κι αναχωρητές»· τα τηλεμάχεια, ο κορμός δηλαδή των πρώτων τεσσάρων ραψωδιών της Οδύσσειας και ο χαρακτήρας του Τηλέμαχου στο ποίημα «κόκκινα φύλλα αιμάσσοντα, να ρίχνει αθόρυβα το σκάφος στο νερό». Τέλος, η τυφλότητα του ίδιου του ραψωδού με την τυφλότητα του ποιήματος «Υ.Γ.», που «αφήνει το χιόνι στα βουνά, δοκιμάζει όλες τις παραλλαγές, όλους τους τόνους».

Η δεύτερη αναγνωστική υπόσταση έγκειται στη θεολογική της διάσταση ερήμην ίσως του δημιουργού της.

Η αναφορά της Υπαπαντής. Η Υπαπαντή ως Δεσποτική και Θεομητορική γιορτή εννοεί την υποδοχή του βρέφους Ιησού στον ναό του Σολομώντα και την αποκάλυψη της μεσσιανικής του ιδιότητας από τον γέροντα Συμεών και την προφήτιδα Άννα. Στον ίδιο προθάλαμο του ναού της Συμμιγής του ο Τασιόπουλος επιλέγει ευθύς εξαρχής την υπαπαντή του αναγνώστη του: «Χαράματα παραμονή της Υπαπαντής ο νεαρός δόκιμος μοναχός Ιερεμίας αντίκρισε για πρώτη φορά τον μεσσηνιακό κάμπο».

Ακολουθεί η Διακαινήσιμος εβδομάδα, η εβδομάδα δηλαδή αμέσως μετά την Ανάσταση, περίοδος βαπτίσεων των μέχρι τότε κατηχουμένων της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας και πνευματικής ανακαίνισης των νεοφώτιστων. Στο ποίημα «ο ουρανός της Διακαινησίμου» ο ποιητής γράφει: «χωρίς φωνή οι εκθέτες της […] μιλάνε γλώσσες ακατάληπτες», θυμίζοντας ακροθιγώς και τη βιβλική Βαβέλ.

Η αναφορά, επίσης, του «μέσα έρωτα» του Τασιόπουλου είναι ευθέως ανάλογη του θείου έρωτα που στις ακραίες του μορφές απαντάται στον μοναχισμό, δηλαδή σε συνθήκες εκούσιας μοναξιάς κι ενδοσκόπησης. Ο κοσμικός σαρκικός έρωτας από τη μια και ο κατά Θεόν έρωτας του μοναχού από την άλλη συνιστούν τη διαρκή πάλη του Ιερεμία μέσα του. Κι αυτό γιατί ο Ιερεμίας είναι ακόμα δόκιμος, άρα ακόμα δεμένος με τη σάρκα και οι κοσμικοί ενοχικοί στίχοι της ποίησής του σε αντίθεση με την αυστηρή καλογερική του υπακοή είναι υποχρεωμένοι να ράβονται στο ράσο του.

Για ποιο λόγο άραγε η σημερινή ηθική των δυτικού κόσμου ή της δικής μας αλλήθωρης εκδυτικισμένης κοινωνίας επομένως και η δυτική ή ελληνόφωνη ποίηση υποβάλλει τον έρωτα σε πάμπολλα δίπολα; κοσμικός ή θρησκευτικός; σαρκικός ή πνευματικός; χαμερπής ή υψιπετής; Τότε ποιο το αντίκρισμα του ευαγγελικού στίχου «ίνα πάντες έν ώσιν;». Από την άποψη αυτή πιστεύω ότι ακριβώς αυτήν την ενότητα των πάντων αποζητά, αν δεν έχει ήδη σκόπιμα εξ αρχής συλλάβει ως αναγκαιότητα, η Συμμιγή ως ονοματοδοσία του τίτλου της συλλογής, όπως κατά κυριολεξία δηλώνει κι η λέξη, δηλαδή τη σύμμειξη του παντός: εμφύλιος και καταλλαγή, ομηρική μνήμη και λήθη, τυφλότητα και φως του ουρανού, όλα ευχετικά να ενωθούν σε ένα.

Τέλος, θεωρώ πως η Συμμιγή υιοθετεί ενστικτωδώς ως στοιχείο του γενετικού της κώδικα τη θεολογία της Ανάστασης, ίδιον ορθοδοξίας σε σχέση με τη θεολογία του πένθους: δεν επιλέγει τη Μεγάλη Εβδομάδα για να στεγάσει «αυτά τα γκρίζα πρωϊνά στο έρεβος», αλλά τον ανοιξιάτικο ουρανό της Διακαινησίμου. Με αυτή την οπτική, ο Τασιόπουλος παραμένει συνεπής με τον τίτλο του έργου του, έχει δηλαδή συγκεράσει επί τω αυτώ τη φαινομενική αντίθεση να παραμένει ο κόσμος του ατόφια κι ερήμην του ορθόδοξος ακόμα κι αν δεν τον αισθάνεται ο ίδιος ο ποιητής καν χριστιανικό. 

Πρώτη δημοσίευση:

https://bookpress.gr/kritikes/poiisi/16460-i-symmigi-tou-vaggeli-tasiopoulou-apo-ta-omirika-epi-stin-anastasi