Ο Ηλίας Μαλεβίτης για το Γενναία Εμπρός

Ο Γιώργος Γκόζης ανθολογεί και μεταφράζει τριάντα σπαράγματα από το έργο ισάριθμων περίπου Σέρβων συγγραφέων, που παρότι αποσπάσματα μεγαλύτερων έργων καταφέρνουν να λειτουργούν σχεδόν ως αυτόνομα κείμενα.

Όπως γράφει κι ο ίδιος, τα επιλεγμένα αυτά κείμενα στη δίγλωσση έκδοση προέρχονται από τη σερβική πεζογραφία του εικοστού αιώνα, κι όπως όλα δείχνουν τα συγκεκριμένα κείμενα φτάνουν μέχρι την εποχή της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, εννοώ πως μέχρι τότε εκτυλίσσονται οι αφηγήσεις τους, κι ίσως-ίσως την μεταπολεμική, πρώιμη σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία.

Γι’ αυτό και αναδύεται κι αντανακλάται στα περισσότερα από αυτά, άλλοτε εμφανώς κι άλλοτε υπόρρητα, η χαμένη πια ενότητα μιας ανύπαρχτης πλέον χώρας. Πώς αλήθεια ν’ ακούγονται τα παρακάτω στους σημερινούς πρώην Γιουγκοσλάβους;

«Η Γιουγκοσλαβία, “μια μικρή χώρα μεταξύ των κόσμων”! Ναι, μικρή χώρα, αν μετρηθεί με τα μέτρα της έκτασης και τα σταθμά της ανθρωπότητας, αλλά από εδώ κι όλο κάτω ως εκεί στη Γευγελή, από το Πόρετς ως την Αχρίδα είναι ένας ολόκληρος κόσμος […] Εδώ ξεκινά η Γιουγκοσλαβία. Η πρώτη της Δημοκρατία, η Σλοβενία. Και η Ίστρια, όλη μας η χώρα σε μικρογραφία: λόφοι, πράσινο, και θάλασσα. Και υπέροχες και αξέχαστες πόλεις και κωμοπόλεις. Άγνωστε επισκέπτη, ξεκινάμε πρώτα απ’ όλα από την Ίστρια».

Ανάμεσα στα κείμενα του τόμου, ο Γκόζης έχει φροντίσει να παραθέσει, πέρα από τα μικρά πεζά, ένα αυτοβιογραφικό απόσπασμα, έναν μικρό θεατρικό διάλογο, ένα γράμμα, ιστορικές αφηγήσεις συσσωματωμένες σε λογοτεχνικά έργα, ταξιδιωτικά κείμενα για την ίδια τη χώρα. Ενδιαφέρον για την ελληνική παρουσία και το αποτύπωμά της παρουσιάζουν τα τελευταία τρία κείμενα, που μιλούν για τους πανηγυρισμούς των -φιλελεύθερων αλά γαλλικά τότε- Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη με την αποκατάσταση του Συντάγματος τον Ιούλιο του 1908 από τον Αμπντούλ Χαμίντ, για δυο Έλληνες εμπόρους, μα και για την πορεία του Ρήγα προς τον θάνατο.

Θα ήθελα όμως να σταθώ σε ένα σημείο που μου προκάλεσε εντύπωση. Βλέπω πως πολλά από αυτά τα κείμενα τα διαπερνά ένα ισχυρό ρεύμα πικρού, σκληρού, σοβαρού μα και συνάμα σαρκαστικού, υπονομευτικού, καυστικού χιούμορ, που ενίοτε παίρνει καφκικές αποχρώσεις. Ένα τέτοιο χιούμορ, λες κι εμποτίζει τη σερβική ψυχή και γραφή, φαίνεται πως είχε αρκετές ευκαιρίες να ακονιστεί στην ιδιαίτερη γιουγκοσλαβική γραφειοκρατική βαλκανική ιδιαιτερότητα, τόσο πριν όσο και μετά τον πόλεμο· ταυτόχρονα όμως ίσως ν’ αποτέλεσε κι ένα παρηγορητικό ψυχικό φάρμακο ενάντια στις αμείλικτες επιθέσεις της. Ας δώσω ένα-δυο παραδείγματα.
Ένας πολίτης επιθυμεί να στρατευτεί και ζητά επίμονα να ψάξουν τις καταστάσεις για να τον στείλουν στον στρατό κι ακολουθεί ο εξής τελικός διάλογος:
― Ο φαντάρος αυτός είναι νεκρός! λέει ο διοικητής.
― Μα, είμαι ζωντανός! φώναξα σαν να γλύτωσα στην πραγματικότητα από του χάρου τα δόντια.
― Άιντε τράβα! Για μένα είσαι πεθαμένος, δεν υπάρχεις στον κόσμο…
― Μα, σας διαβεβαιώ, δεν είμαι νεκρός, ορίστε, εδώ είμαι!
― Καλά, ρε, λέει νεκρός η κατάσταση κι εσύ με διαβεβαιώνεις;
(Ράντογιε Ντομάνοβιτς, Όχι μάλιστα).

ΚΟΙΝΟΤΑΡΧΗΣ: Σκάσ’! Ούτε λέξη μην πεις! Για διες τον! Το παραδέχεσαι, αμ πώς; Αλλά και να μην το παραδέχεσαι, θα το παραδεχτείς, γιατί έχω ήδη τηλεγραφήσει στον υπουργό πως ομολόγησες. Δεν μπορείς τώρα να αλλάξεις τους ισχυρισμούς των αρχών […] Διάβασέ του, κύριε Βίτσα, τι τηλεγράφησα του κυρίου Υπουργού, ώστε να τον έχουμε στο χέρι με τα δικά του λόγια! […] Κι εσύ, άκου, έτσι, επί λέξει να μου τα πεις και στην ανάκριση».
(Μπράνισλαβ Νούσιτς, Ένα ύποπτο πρόσωπο).

Άρθρα από ένα ιδανικό πολιτικό πρόγραμμα:
«ΑΡΘΡΟ 16: Καταργείται καθετί το περιττό, όπως: οι πεθερές, ο κεντρικός και τακτικός έλεγχος, τα κρατικά και ιδιωτικά χρέη, τα παντζάρια, τα φασόλια, η ελληνική και η λατινική γλώσσα, τα σάπια αγγούρια, οι γραμματικές πτώσεις κάθε είδους εντός ή εκτός προτάσεων, οι χωροφύλακες, η εξυπνάδα μαζί με τη λογική.
ΑΡΘΡΟ 17: Όποιος ενώσει τους απανταχού Σέρβους, να εγκλειστεί αμέσως στη φυλακή, σε ένδειξη εθνικής αναγνώρισης και αγάπης!»(Ράντογιε Ντομάνοβιτς, Νεκρά θάλασσα).

Η αλήθεια είναι πως η γλώσσα του συγγραφέα, μεταφραστή και ανθολόγου Γ. Γκόζη (βαθύ γνώστη της σερβικής πεζογραφίας και της σλαβικής παράδοσης), χαμηλόφωνη, στρωτή, με ιδιαίτερους χρωματισμούς όπου χρειάζεται, καταφέρνει να αποδώσει ικανοποιητικά όχι μόνον αυτό το γλυκόπικρο χιούμορ αλλά και τις στιγμές τρυφερότητας, ενθουσιασμού, νοσταλγίας ή αναπόλησης, εξομολόγησης, υπονόμευσης, σκληρότητας, σαρκασμού ή ειρωνείας που στίζουν αυτά τα κείμενα. Κι έτσι, παρά την ετερότητα του ύφους των συγγραφέων και των έργων, αυτή η συγκεκριμένη ανθολόγηση διαβάζεται σαν ένας ολόκληρος κόσμος μεν, σπαραγμάτων και σημείων, μιας ‘πατρίδας’ δε, που η επικράτειά της δεν αποτυπώνεται στον γεωφυσικό ή στον πολιτικό χάρτη, μα επιζεί στην ευρύχωρη οικουμένη της λογοτεχνίας και της γλώσσας.~

https://https://www.facebook.com/profile/1395621830/search/?q=%CE%93%CE%B5%CE%BD%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%B1.facebook.com/profile/1395621830/search/?q=%CE%93%CE%B5%CE%BD%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%B1