Γιάννης Πατσώνης | Η αλήθεια των πραγμάτων που υπερβαίνουν την πεπερασμένη μας αντίληψη

Τα κείμενα του παρόντος αγιολογικού έργου φωταγωγούν την αλήθεια πραγμάτων που υπερβαίνουν την πεπερασμένη μας αντίληψη. Πίστη, κατά Παύλο, είναι η βεβαιότητα πως υπάρχουν όλα όσα φανερώνει η ελπίδα, περισσότερα από όσα προσλαμβάνουμε με τις αισθήσεις. Αυτό ισχύει για όσους εμβαθύνουν στις πολλαπλές όψεις αυτού του εγχειρήματος: Δεν απευθύνεται μόνον σε όσους επιζητούν τη δρόσο του πνεύματος σε αγιολογικά βιβλία, αλλά και σε όσους έλκονται από τη χάρη των διηγήσεων. Η συλλογή συνιστά συγγραφικό άθλο, παραδίδοντας πρωτότυπα κείμενα από τους Διωγμούς έως την Άλωση μαζί με εξαίρετη μετάφραση που ρέει αβίαστα, αποδίδοντας το βαθύτερο νόημα με τη σύμμειξη στην καθομιλουμένη αμετάφραστων λέξεων ως συνέχεια της ζώσης γλώσσας μας, ενισχύοντας τη μέθεξη του αναγνώστη με το πρωτότυπο

Η ύλη διαχωρίζεται σε δύο ενότητες: Βίους και Μαρτύρια. Ο τίτλος «Μητερικόν» φέρνει στον νου μας το «Γεροντικόν» με τα αποφθέγματα και τα ρητά ασκητών της ερήμου – όσα βεβαίως διεσώθησαν από την παλίρροια του χρόνου. Εξάλλου, και οι αβάδες εκείνοι, εραστές της αφάνειας και της ξενητείας, έκρυβαν τα ασκητικά τους παλαίσματα διά «της υψοποιού ταπεινώσεως», αποσιωπούσαν –για να μην πέσουν σε κενοδοξία– τις θεοδίδακτες εμπειρίες τους και πληροφορίες που ελάμβαναν κατά την αδιάλειπτη προσευχή.

Διαβάζοντας λοιπόν το Μητερικό της Θράκης αισθάνεται κανείς πως υπάρχουν κι άλλες πτυχές που δεν καταγράφηκαν, κι άλλες πηγές που ανάβλυζαν ως ζωντανό ύδωρ τα «κρείττονα χαρίσματα» της εν Χριστώ ζωής. Σε κάθε εποχή ο Θεός δεν αφήνει αμάρτυρη την παρουσία Του και φανερώνεται διά των αγίων Του.

Μαρτύριο δεν σημαίνει μόνο βασανιστήρια, αλλά και ομολογία-μαρτυρία για τον Εσταυρωμένο και Αναστημένο Χριστό. Αψηφούσαν τα φόβητρα και τα θέλγητρα του κόσμου, πίστευαν πως «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει», πιστοποιούσαν με γενναίο φρόνημα πως ο «Θεός δεν δίνει πνεύμα δειλίας, αλλά δύναμης και αγάπης». Στην Αποκάλυψη διαβάζουμε πως ο Ιωάννης είδε πως στις ψυχές των «πεπελεκισμένων» –όσοι πελεκίστηκαν με τσεκούρια– δόθηκε «εξουσία να κρίνουν και πως αυτοί είναι όσοι αποκεφαλίστηκαν για τη μαρτυρία που έδωσαν για τον Ιησού».

Μαρτύριο Σεβαστιανής: Από την Ηράκλεια Προποντίδος, ηγουμένη μονής, κατά τον διωγμό του Δομιτιανού (81-96) βασανίστηκε φριχτά, φυλακίστηκε και αποκεφαλίστηκε. Το σώμα της ρίχτηκε στη θάλασσα σε σάκο με μολυβένιο βαρίδι 100 κιλών. Το σκήνωμά της ενταφιάστηκε στη Ραιδεστό.

Μαρτύριο Γλυκερίας: Ζούσε στην Τραϊνούπολη επί Μάρκου Αυρηλίου Αντωνίου (161-180). Στη διαταγή του να προσφέρουν όλοι θυσίες στον ναό του Δία, αυτή, σφραγίζοντας με το σημείο του Σταυρού το μέτωπό της, γκρέμισε προσευχόμενη το άγαλμά του. Φυλακίστηκε σιδηροδέσμια, όμως Άγγελος Κυρίου την ελευθέρωσε. Ο δεσμοφύλακας Λαοδίκιος, βλέποντάς τη λυμένη, θέλησε να βάλει τέλος στη ζωή του. Η Γλυκερία τον προσκάλεσε στην πίστη της κι εκείνος –τι ωραία διατύπωση!– «περιθέμενος τα δεσμά αυτής ηκολούθει», φορτώθηκε δηλαδή τα δεσμά της, προκειμένου να βρει την εν Χριστώ ελευθερία. Ο ηγεμόνας αποκεφάλισε εκείνον, ενώ οδήγησε τη Γλυκερία προς θηριομαχία στο στάδιο, όπου παρέδωσε το πνεύμα της.

Μαρτύριο σαράντα γυναικών και διακόνου Αμμών: Επί βασιλείας Λικινίου (313), γυναίκες με καταγωγή από την Αδριανούπολη αρνήθηκαν να προσκυνήσουν τα είδωλα των εθνών, «αργύριον και χρυσίον έργα χειρών ανθρώπων», και υπέστησαν φοβερά μαρτύρια. Τις οδήγησαν στην Ηράκλεια, όπου άλλες αποκεφάλισαν μαζί με τον δάσκαλό τους Αμμών, άλλες κατέκαυσαν και άλλες κατακρεούργησαν.

Βίος Μαρίας της Νέας: Στερνοπαίδι αξιωματούχου στην Κωνσταντινούπολη, παντρεύτηκε τον δρουγγάριο Νικηφόρο. Ήταν φιλακόλουθη, ελεήμων, εφαρμόζοντας τα λόγια του Χριστού: «Επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα και επισκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με» (Ματθ. 25). Μετά τον θάνατο των δυο παιδιών της, μετακόμισαν στη Βιζύη. Και εκεί, η Μαρία ήταν «άλας της γης, φως του κόσμου, λαμπάς ελεημοσύνης», βοηθώντας αναγκεμένους, δίνοντας ακόμη και τα δικά της ιμάτια για να ντύνει ενδεείς. Εκεί, απέκτησε δίδυμους. Όμως, βλέποντας ο βύθιος δράκων την ένθεη πολιτεία της, με υποβολέα τον σατανά, εβρυχάτο «ως λέων ωρυόμενος» εναντίον της σεμνής Μαρίας: Τα αδέλφια του άντρα της τη συκοφάντησαν ότι σπαταλάει την περιουσία τους και ότι η αφοσιωμένη στην οικογένεια Μαρία έχει παράνομες σχέσεις μ’ έναν υπηρέτη ονόματι Δημήτριο! Ο Νικηφόρος παρασυρόμενος, κούφιος «καθάπερ τα κενά των αγγείων», κύλαγε σαν τ’ αδειανά δοχεία, τοποθέτησε και άλλον κατήγορο-φρουρό ελέγχοντας την άμεμπτη σύζυγό του που βαθμιαία, ύστερα από οδυνηρή ασθένεια, οδηγήθηκε στο τέλος της επιγείου ζωής της.

Βίος Παρασκευής της Νέας της Επιβατηνής: Γεννήθηκε στην κωμόπολη Επιβάτες, στη θάλασσα της Προποντίδος, μεταξύ Σηλυβρίας και Καλλικράτειας. Από τρυφερή ηλικία φαινόταν πως θα γίνει το σκεύος εκλογής της «ποικίλης χάριτος του πνεύματος». Μοίρασε τα υπάρχοντά της στους φτωχούς, ζούσε με «νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές, ουράνια χαρίσματα λαμβάνουσα». Υπηρετούσε σε διάφορους ναούς στην Κωνσταντινούπολη και στους Αγίους Tόπους επί τέσσερα χρόνια στην έρημο του Ιορδάνη. Σε ηλικία 25 ετών, στο ταξίδι της επιστροφής της από την Παλαιστίνη, ξέσπασε μεγάλη τρικυμία, και τότε εμφανίστηκε ο αδελφός της, άγιος Ευθύμιος, επίσκοπος Μαδύτου, μετατρέποντας την «κυματόεσσαν» θάλασσα σε «λειοκύμονα», ακύμαντη. Εγκαταστάθηκε στον Ναό των Δώδεκα Αποστόλων στην Καλλικράτεια, όπου και παρέδωσε το πνεύμα. Εδώ και 380 χρόνια, εναποτίθεται στον Ναό των Τριών Ιεραρχών στο Ιάσιο Ρουμανίας.

Ακολουθούν χάρτης Βυζαντινής Θράκης και φωτογραφίες ναών και εικόνων αφιερωμένων στις Αγίες. Μεταξύ αυτών και η θαυματουργή «Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα ή Ρευματοκράτειρα», που μετέφεραν από τη Ραιδεστό οι πρόσφυγες το 1922. Ονομάζεται έτσι, διότι όταν πλημμύρισε ένας χείμαρρος κοντά στον Ναό όπου φυλασσόταν η εικόνα, το ρεύμα άλλαξε πορεία. Το ίδιο συνέβη και όταν οι ξεριζωμένοι από τις εστίες τους Θρακιώτες περνούσαν τον Έβρο. Το περιγράφει με συγκίνηση στο ομότιτλο κείμενό του από τη συλλογή Η σαρκοφάγος o Γιώργος Ιωάννου:

«[…] κι όταν έφτασαν στον Έβρο, διάβηκαν σα λιτανεία το ρεύμα. Η ρευματοκρατόρισσα συγκράτησε και πάλι το νερό. Είναι νέα και όμορφη και στο δέρμα κεραμιδιά, σα να βουτήχτηκε, πράγμα διόλου απίθανο, σε αιμάτινο ποτάμι».

Η εικόνα αυτή σήμερα βρίσκεται στον ναό της Αχειροποιήτου της Θεσσαλονίκης.

Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί μορφή γυναίκας που δέεται με χαμηλωμένα μάτια και χέρια σταυρωμένα. Πρόκειται για αγιογραφία που ιστόρησαν εξόριστοι στη Λέρο κατά την εφτάχρονη τυραννική δικτατορία, στο εκκλησάκι της Αγίας Κιουράς (εκκλησιαστικώς Αγίας Ματρώνας), αρχοντοπούλας Χιώτισσας, που μόνασε και αγίασε. Και να που, ένα βιβλίο που απαριθμεί μαρτυρολόγια, κοσμείται με μια εικόνα που ιστόρησαν –με πόσες δυσκολίες, άραγε;– κρατούμενοι σε τόπο βασανιστηρίων.

Ο Γιάννης Πατσώνης είναι γιατρός και συγγραφέας.

Πρώτη δημοσίευση την 1η Νοεμβρίου 2020 στο Διάστιχο