ΓΟΥΤΑ ΤΖΑΖ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ, ΜΠΟΕΜ ΚΑΙ ΡΙΚΑΡΝΤΟ, ΚΕΔΡΟΣ 2018

Γούτα-Τζαζ

Η Γιούτα είναι γνωστή ως μια από τις πιο θρησκευτικά ομοιογενείς πολιτείες στις ΗΠΑ. Οι κάτοικοί της αναφέρονται σε ποσοστό κοντά στο 75% ως “μέλη της Εκκλησίας του Ιησού Χριτού των Αγίωνς των Τελευταίων Ημερών, επίσης γνωστή ως η Εκκλησία των Μορμόνων. 

Οι Γιούτα Τζαζ είναι επαγγελματική ομάδα μπάσκετ με έδρα το Σολτ Λέικ Σίτι , την πρωτεύουσα δηλαδή της Πολιτείας της Γιούτα, την πόλη της Αλμυρής Λίμνης, έτσι  όπως ονομαζόταν αιώνες από τους γηγενείς  Ινδιάνους. Ανήκουν στο National Basketball Association (NBA)

Δεδομένου ότι η προηγούμενη συλλογή  διηγημάτων του Παναγιώτη Γούτα ονομάζεται «Τζαζ, Παθήσεις και άλλα τινά», είχαμε να κάνουμε με Γούτα Τζαζ, όπως και εδώ άλλωστε, καθώς η τζαζ εξακολουθεί να ακούγεται διακριτά με την ενορχήστρωση του Oliver Nelson και Stolen Moments

Λίγα λόγια για τον δημιουργό: 

Ο Γούτας έχει γράψει 11 βιβλία σε 18 χρόνια, αντιστοιχεί δηλαδή 1 βιβλίο ανά 1,5 περίπου χρόνο. Αυτό καταδεικνύει εργατικότητα, μεθοδικότητα, αγάπη για τα Γράμματα, διαβάσματα, αλλά και παραγωγική συνέπεια. Δοκίμασε εαυτόν σε όλα τα είδη λόγου: πεζογραφικά, έγραψε διήγημα, μυθιστόρημα και  για πρώτη φορά τώρα και νουβέλα, μάλιστα όπως λέει κι ο ίδιος σε συνέντευξή του, το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος απαιτεί τόσο την πύκνωση του διηγήματος, όσο και τη δράση ενός μυθιστορήματος. Έγραψε όμως και Ποίηση, αλλά και  δοκίμιο, όπως βιβλιοκρισίες και  εσχάτως και θρησκευτικά κείμενα.  Είναι τακτικός συνεργάτης της bookpress.gr και παρακολουθεί την τρέχουσα βιβιοπαραγωγή, εστιάζοντας στην ελληνική πεζογραφία. Με δυο λόγια, πρόκειται για έναν λογοτεχνικό δεκαθλητή. Πρόκειται για χαμηλών τόνων άνθρωπο, για συγγραφέα που δε σηκώνει θορυβώδη  περισσή σκόνη,  γράφει λογοτεχνία, γράφει για τη Λογοτεχνία, γράφει μέσα από τη Λογοτεχνία (εδώ πια ξεκάθαρα), εμπνέεται από τη λογοτεχνία.

Δάσκαλος, «η αθωότητα είναι ια δύναμη σωτήρια που κάποτε θα επικρατήσει».

Επί προσωπικού, τον γνωρίζω κοντά δυο δεκαετίες όταν μάλιστα με συμπεριέλαβε σε ανθολογία για  τον ΠΑΟΚ και με ονόμασε λογοτεχνικό κομήτη. Πλέον είμαστε και γείτονες. Εγώ προσγειώθηκα πλέον στις παρυφές Χαριλάου ενώ εκείνος ήταν πάντα εδώ – και νά που σήμερα παρουσιάζουμε ένα ακόμη ώριμο  έργο του.

Χαρακτηριστικό το στοιχείο της εντοπιότητας στη γραφή του,
Τολμώ να πω πως συνεχίζει την παράδοση της λεγόμενης σχολής της Θεσσαλονίκης με τους λογοτέχνες της που τις έζησε και από κοντά (Χριστιανόπουλος, Πεντζίκης) που την καθιστά οικουμενική γιατί δεν είναι επίπλαστα οικουμενική (Ναγκίμπ Μαχφούζ, δεν  έφυγε ποτε από το Κάιρο,  Βιζυηνός, το μόνο της ζωής του ταξίδιον, Κόντογλου

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Εδώ, έχουμε να κάνουμε με τον  αινιγματικό σε πρώτη  ματιά  τίτλο. Ο ΠΓ ακολούθησε την τέχνη  του Μπαχτίν,   από τους σημαντικότερους στοχαστές της γλώσσας και της λογοτεχνίας ο οποίος στο βιβλίο ονοματοδοτεί την πλατεία Αριστοτέλους: Ήρωές του μπαχτίν και νυν και του ΠΓ είναι τελικά τα ίδια τα λογοτεχνικά είδη, αντί χαρακτήρων,  συλλέκτης  μύθων και έργων Λόγου.

Εδώ περιποιεί μωσαικό μορφών των Γραμμάτων, ελληνικών και παγκόσμιων : Παπαδιαμάντης, Χριστιανόπουλος, Καβάφης, Μάρκες, αλλά και Όργουελ, Κάφκα, Μπέκετ, Ιονέσκο

Το βιβλίο  αποτελείται από τρεις νουβέλες.

1.
Ο Μποέμ είναι ο Παπαδιαμάντης, ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε στα διηγήματα τα οποία δημοσίευε στις εφημερίδες που επιστρέφει γιατί είχε αφήσει κάποιους ανοιχτούς λογαριασμούς στην πόλη. Παλιά ήθελε να μονάσει και έκανε μια απόπειρα στο Άγιον Όρος, έμεινε για ένα μικρό διάστημα εκεί και έπειτα επέστρεψε.

Επανέρχεται  επινοημένα στην πόλη με τον τρόπο του Πεντζίκη: (Προκειμένου περί Θ, οι άνθρωποι να μπαίνουν από τη θάλασσαα, Μητέρα Θεσσαλονίκη) ή όπως στο διήγημα “Φτωχός Άγιος” του Παπαδιαμάντη. Η πόλη δεν είναι πόλη παραθαλάσσια, αλλά νησί, το Θεσσαλονήσι. Κι εκεί αρχίζουν τα παράλογα και τα ευτράπελα και  η υποδόρια ειρωνεία του ΠΓ:

Σαιξπηρ με -αι και -η, Αινστάιν και  ο  χρόνος που είναι  αδιάιρετος,
κωλοπετσωμένες ποιήτριες, Δημοτική Πολιτιστική Αστυνομία που συλλαμβάνει όσους σκέφτονται, ενόψει ενδεχομένως και του βιβλίου του Ντάνου,
Χριστανόπουλος=Μάκης Κεραμίδας,Εργαστήρια Δημ Γραφής με βεβαίωση Σπουδών σε ταχύρρυθμα τμήματα (σ. 55) με 2 μήνες έναντι 7200 ευρω
την επικράτηση του μεταφρασμένου θεατρου (Μπεκετ, Μπρεχτ, Ιονέσκο, Πιραντέλο) ένατιτου νε΄ςου ελληνικού (Σκούρτης Διαλεγμένος, Σεβαστίκογλου, Μανιώτης, Κεχάιδης)

όπου το παρελθόν κι ο άνθρωπος του προπερασμένου αιώνα πέφτει από τον ουρανό στη σημερινή Ελλάδα και συγκρούονται βιωματικά και μυθοπλαστικά, ενώ ακούγεται να παίζει το σαξόφωό του Miles Davis: Kind of Blue

.

2.
Η δεύτερη νουβέλα «ο τελευταίος χρησμός» εκτυλίσσεται εκεί όπου ο ΠΓ δίνει τα ρέστα του:
στο ιερό νησί Ορτυγία που ταυτίζεται -αλλά ίσως και όχι- με τη Συκιά Χαλκιδικής (!),
Η αναβίωση του μύθου του Σίσυφου που γίνεται υπερτροφικό καβούρι  και ξεπλέκει το ένδυμα της ζωής της Γυναίκας Της παραλίας,
και στη σελ. 65¨, ο θεός
και συντελείται  η βαβυλωνία του Δημήτρη Βυζάντιου όπου αν και οι κάτοικοι του νησιού μιλούν την ίδια γλώσσα, ουσιαστικά  δεν καταφέρνουν να  επικοινωνήσουν (κοράδια Κρητικός / πιστόλι ο Αρβανίτης από τη Θήβα) ή όπως ο Γκρούτσο Μαρξ: Θέλετε τσάι ή καφέ; Ναι, παρακαλώ/ Γιες πλιζ

Σε αυτό το νησί όλοι περιμένουν τον Μεσσία, περιμένουν να υλοποιηθεί ένας παλιός χρησμός.
Τη λύση θα δώσει ένα ορφανό παιδί από την Πορτογαλία που το λένε Ρικάρντο Σιμόες και αποτελεί σαφή αναφορά στον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, μου θυμίζει το Έκτο Νησί  του Τσαβαρία και το προικισμένο και μορφωμένο καλογεροπαίδι που έγινε κλέφτης δίχως να ανοίξει  μύτη ενώ ολόγυρα ακούγεται Thelonious Monk: Brilliant Corners

3.
Η τρίτη ιστορία εξελίσσεται στη Στερεά Ελλάδα, στους Δελφούς, το πιο ζεστό, σαρκωμένο κείμενο του Γούτα, το πιο Γούτα-κείμενο, φόρος τιμής στον αγαπημένο παππού του: Ο αφηγητής θέλοντας να αποκαταστήσει τη χαμένη επικοινωνία με τον παππού που έχει φύγει εδώ και 35 χρόνια από τη ζωή επισκέπτεται  τη γενέτειρά του, ψάχνει για επιγόνους ή συγγενείς κι αφού δεν καταφέρνει και πολλά αφήνει τρυφερά στον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών και συγκεκριμένα στο ιερό του Απόλλωνα το διπλωμένο μαύρο παλτό του παππού του και νοερά τον επαναπατρίζει στο γενέθλιο τόπο. Είναι βιωματική αυτή η νουβέλα και ήδη οι νότες του Duke Ellington – Money Jungle αντηχούν στα αυτιά μας.

Συμβολισμοί πάμπολλοι, ρεαλισμός που μένει λίγο πιο πίσω σε σχέση  με τα παλιότερα κείμενα του ΠΓ, ονειροβασία σε μεγαλύτερη έκταση, που αυτό  το διάστημα του δίνει την ευχέρεια να εκφράζεται καλύτερα.
-Ο ΠΓ γράφει πρώτα για τον εαυτό του, για να εκφραστεί.

-Η γραφή του δεν αποσκοπεί εκ των προτέρων στο να περάσει μηνύματα. Δεν είναι Μανιτού, ο μάγος της φυλής, δεν είναι ο λεγόμενος πνευματικός άνθρωπος που ακούγεται συχνά, παρά ένας αφηγηγητής.
Οι Αγγλοσάξωνες απενοχοποιημένα θεωρούν τον συγγραφέα στόρι-τέλερ, κάποιν δηλαδή που αφηγείται ιστορίες,  ένα αφηγητή, έναν παραμυθά που τόσο έχει εκλέιψει ακόμα και ως λέξη από τα σύγχρονα γράμματα στην προσπάθειά μας να πιθηκίζουμε απομιμητικά και διεθνιστικό.  .
Αυτό ας κρατήσουμε, την ιστορία, τις ιστορίες που μας συντρόφευσαν ενώ διαβάζαμε τον Μποέμ κυρ-Αλέξανδρο και τον Ρικάρντο Σιμόες.

Κλείνοντας:
Ο ίδιος ο ΠΓ σε συνέντευξη του είπε πως η παράδοση και η νεωτερικότητα λειτουργούν εντός του εξισορροπιστικά. Συντηρητική άποψη; Όχι. Τα κείμενα ωριμάζουν στο συρτάρι όπως το κρασί  στο  κελάρι. Όπως τα συναισθήματα και οι σκέψεις μέσα μας. Μαλακώνουν δίχως να σιτεύουν. Μεστώνουν. Απομακρύνονται  από τη συναισθηματική φόρτιση. Όπως οφείλει να απομακρύνεται ο δημιουργός από το υλικό  του, ειδικά όταν τον αφορά βιωματικά.

Το βιβλίο αποτυπώνει ακριβώς τον «ρόλο της αθωότητας στη ζωή μας και το πώς αυτοί οι αγνοί, αθώοι άνθρωποι που έφυγαν από τις ζωές μας και τους θυμόμαστε με αγάπη έχουν τον ρόλο τους στο οικοδόμημα που λέγεται κόσμος».

Ερώτηση: Γλώσσα ή μύθος;